Ολοένα και περισσότερο αντιλαμβανόμαστε ότι ο κυρίαρχος κυβερνητικός λόγος θα περιστραφεί γύρω από την έξοδο από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Για όποιον δεν το έχει αντιληφθεί, γύρω απ’ αυτό το ζήτημα θα στηθεί σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό στις αρχές της νέας χρονιάς. Ήδη, παράγεται μια αναγκαία σύγχυση γύρω από όρους και νοήματα που ίσως μπερδέψει πολλούς και διευκολύνει το πέρασμα του κυβερνητικού αφηγήματος. Οι λέξεις «πρόγραμμα», «τρίτη δανειακή σύμβαση», «μνημόνιο» θα εναλλάσσονται και άλλοι θα υποστηρίζουν ότι βγαίνουμε από το πρόγραμμα αλλά παραμένουμε στα μνημόνια, ενώ άλλοι θα τονίζουν ότι όλα αυτά είναι απάτη αφού μέχρι το 2060 ισχύουν όσα έχουμε ήδη υπογράψει. Άλλοι, πονηρότεροι, θα υπογραμμίσουν πως με Τσίπρα δεν είναι δυνατή μια «καθαρή έξοδος».

Τον Αύγουστο του 2018 λήγει η Δανειακή Σύμβαση. Λήγει το πρόγραμμα χρηματοδότησης, έναντι δημοσιονομικής προσαρμογής και προαπαιτούμενων, και οι «θεσμοί» λέγουν ότι είναι στο χέρι της Ελλάδας αν θα ζητήσει νέο πρόγραμμα (4ο μνημόνιο) ή θα βρει χρήματα μέσω των αγορών με πιο σκληρά επιτόκια. Η αλήθεια είναι πως τα μεγάλα ποσά αποπληρωμής για την χώρα τοποθετούνται στο έτος 2022 (33 δισ.) ενώ μέχρι τότε πρέπει να πληρώνουμε για τόκους και χρεολύσια περίπου 14-17 δισ. ετησίως.

Επομένως, τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν κυρίως την περίοδο 2018-2022 και το τι περιθώρια θα υπάρχουν σε μια χώρα χωρίς την σκληρή και ασφυκτική επιτροπεία που ασκούν προγράμματα και μνημόνια (όπως τα γνωρίσαμε από το 2010 έως σήμερα). Η εξ αρχής τοποθέτηση ότι τα μνημόνια θα είναι μια διαρκής κατάσταση, περίπου όπως και ο καπιταλισμός, δεν βοηθά τη σκέψη και τη νόηση ώστε να χαραχτούν πολιτικές ικανές να δίνουν απάντηση στο ερώτημα «πόση και ποια Ελλάδα» μπορεί να σωθεί.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως το όλο στήσιμο της υπόθεσης εξόδου είναι μια απάτη και πως, από πλευράς ποιότητας, το μνημονιακό καθεστώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα παρατείνει την ύπαρξή του. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε το νέο σκηνικό που στήνεται από κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Γιατί απλούστατα στο πεδίο αυτό θα παιχτούν όροι ανακατανομής ισχύος μεταξύ τους και θα μπούνε βάσεις για τον τρόπο και τα διλήμματα των επόμενων αναμετρήσεων, κυρίως εκλογικών.

Το αφήγημα Τσίπρα για έξοδο από τα μνημόνια θα είναι η μεγάλη επένδυση που θα δικαιολογεί επιλογές και θα επικεντρώσει σε αυτό την επιβίωσή του στην επόμενη φάση. Η σανίδα σωτηρίας για τον Τσίπρα θα είναι η «έξοδος» και μέσω αυτής θα περιμένει ένα ποσοστό που θα τον βγάλει κάπως αλώβητο και πάντως όχι σαν το ΠΑΣΟΚ που κατρακύλησε στο 4%. Άρα, η αναχαίτιση της φθοράς δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα αφήγημα ισχυρό. Μέσω της «εξόδου» ο Τσίπρας παίζει ένα πολιτικό μέλλον παρουσίας του κόμματός του στην πολιτική σκηνή.

Mε υποθηκευμένη τη χώρα και στραγγαλισμένη την οικονομία και την κυριαρχία, δεν υπάρχει απλά ζήτημα να βγούμε από το «πρόγραμμα», αλλά αναζητείται ένας τρόπος προσαρμογής σε μια στρατηγική ανεξάρτητη και κυρίαρχη, μια στρατηγική μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Μια στρατηγική μακράς πορείας προς τον σοσιαλισμό

Η άλλη πλευρά, η ΝΔ, προσπαθεί να βρει τρόπο να εμποδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ να στήσει ένα τέτοιο σκηνικό. Έχει μια διαφορά τουλάχιστον 10 μονάδων, ποντάρει σε μια μείωση της φορολογίας (σαν αμυδρή υπόσχεση) και προσπαθεί να φθείρει τον ΣΥΡΙΖΑ είτε κτυπώντας τον Καμμένο και το σκάνδαλο με την Σαουδική Αραβία, είτε, τώρα, ποντάροντας σε μια φθορά με την υπόθεση των πλειστηριασμών, χωρίς να δεσμεύεται και σε τίποτα η ίδια. Ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα εμφανιστεί με αντιμνημονιακή πλατφόρμα, αλλά θα καταγγέλλει πως η «έξοδος» του Τσίπρα είναι μια απάτη. Τα υπόλοιπα θα τα διευθετήσει, όταν σχηματίσει κυβέρνηση, και , ανακαλύψει την «καμένη γη» και την «συνέχεια του κράτους».

 

Τρεις παράγοντες

Εδώ υπεισέρχονται τρεις παράγοντες. Ο λιγότερος σημαντικός είναι ο παράγοντας μπαλαντέρ, δηλαδή η Δημοκρατική Συμπαράταξη ή Κίνημα Αλλαγής, όπως ονομάστηκε. Φθορά ΣΥΡΙΖΑ που δεν αναχαιτίζεται, ΝΔ που δεν δημιουργεί ακόμα ένα ρεύμα –άρα η αυτοδυναμία ίσως δεν είναι δυνατή– αλλά κυβέρνηση πρέπει να υπάρξει, άρα συνεργασία ΝΔ και Κινήματος Αλλαγής. Ο Τσίπρας θέλει να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη, αλλά πρέπει να μετρηθεί η δύναμή του (η φθορά του) και να έχει ένα δέλεαρ για τη συνεργασία με το Κίνημα Αλλαγής σε μια πιθανότητα νέων πρόωρων εκλογών. Ο μπαλαντέρ θέλει να δυναμώσει, αλλά δεν έχει ξεκαθαρίσει τι θα κάνει ακριβώς.

Ο δεύτερος και πιο σημαντικός παράγοντας έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει λαϊκή και κοινωνική συναίνεση, ξεκινά ένας νέος γύρος θυμικού και οργής του κόσμου και πολύ πιθανά με την υπόθεση των πλειστηριασμών να υπάρξει μια μεγάλη αντίδραση. Η λαίλαπα των κατασχέσεων και ο σφυγμός του κόσμου γύρω από αυτό το πολύ ευαίσθητο θέμα, μπορεί να τινάξει στον αέρα σχεδιασμούς και σκηνικά που στήνονται. Αυτό το φοβούνται οι κυβερνητικοί κύκλοι αλλά τα περιθώρια ελιγμών είναι μικρά γιατί οι δανειστές είναι απόλυτοι για το μέτρο αυτό. Κυβέρνηση και μνημονιακοί κύκλοι, μπορεί να μην ανησυχούν για τις λαϊκές αντιδράσεις μέσω των απεργιών και των ακτιβισμών και ιδιαίτερα των πολιτικών φορέων της αριστεράς, μετράνε όμως και φοβούνται πολύ την λαϊκή οργή που συσσωρεύεται. Η πρόσφατη γενική απεργία δεν είναι ο καταλληλότερος καθρέφτης, ούτε δίνει ανάγλυφα την εικόνα της λαϊκής δυσαρέσκειας που απλώνεται.

Ο τρίτος παράγοντας, σημαντικός κι αυτός, αφορά το γενικό γεωοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Η πορεία της κρίσης, οι ευρωπαϊκές διευθετήσεις με τον σχηματισμό της μελλοντικής γερμανικής κυβέρνησης, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα βαλκανικά και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή κι όσα εγκυμονούν, δεν μπορούν να αφαιρεθούν από το γενικό κάδρο, δεν μπορεί να «καταργηθούν» από τους στενούς σχεδιασμούς πολιτικών φορέων γύρω από ποσοστά και τις προσωπικές φιλοδοξίες επίδοξων πολιτικών.

 

Αναγκαία τα ουσιαστικά συμπεράσματα

Το να προκαθορίζεται, λοιπόν, απλά η συνέχεια της μνημονιακής κατάστασης απαλλάσσει μεν από σκέψη και προτάσεις διεξόδου, παραιτείται από οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αφήνει δε τον χώρο εντελώς κενό για να παίζουν οι αστικές δυνάμεις και το σάπιο πολιτικό προσωπικό.

Το ταχύτερο δυνατόν πρέπει να βγούνε συμπεράσματα για τα χρόνια 2010 – 2018, τι έγινε και τι θα μπορούσε να είχε γίνει, πέρα από το μόνο –και μάλιστα παγκαλικής κοπής– συμπέρασμα ότι «είχαμε ξανοιχθεί πολύ» και «μαζί τα φάγαμε, άλλος πολλά άλλος λίγα». Το τι έγινε (πείραμα) και σε τι κατάσταση είναι το «πειραματόζωο», το αν υπάρχουν δυνατότητες ανάταξης και διεξόδου και ποιες, δεν είναι εύκολα θέματα. Ούτε υπάρχει λύση «μια και έξω»… Τώρα, με υποθηκευμένη τη χώρα και στραγγαλισμένη την οικονομία και την κυριαρχία, δεν υπάρχει απλά ζήτημα να βγούμε από το «πρόγραμμα», αλλά αναζητείται ένας τρόπος προσαρμογής σε μια στρατηγική ανεξάρτητη και κυρίαρχη, μια στρατηγική μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Μια στρατηγική μακράς πορείας προς τον σοσιαλισμό.

Το «πόση» Ελλάδα, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά θα έχουμε, δεν είναι ποσοτικό ζήτημα. Είναι ποιοτικό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!