Προδημοσίευση από το βιβλίο του Κώστα Λαπαβίτσα «Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών».
Με τα φαντάσματα της χρεοκοπίας και της αναδιάρθρωσης χρέους να πλανώνται πάνω από την Ελλάδα και την περιφέρεια της Ευρώπης, η αναζήτηση εναλλακτικής πολιτικής διαχείρισης της κρίσης χρέους σε όφελος των εργαζομένων και της κοινωνίας έχει καταστεί ζήτημα «ζωής και θανάτου».
Η Αριστερά αντιμετώπισε αμήχανα, στην αρχή, πιο τολμηρά στη συνέχεια την πρόκληση της στάσης πληρωμών. Όχι ως το φόβητρο που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για να αποτρέψει την αντίδραση της κοινωνίας στη συντριπτική λιτότητα. Αλλά ως τη μοναδική θετική διέξοδο για να μην πληρώσει η κοινωνία τη «Διεθνή της τοκογλυφίας». Ωστόσο, στον πολύπλοκο κόσμο των καπιταλιστικών αγορών η στάση ή αθέτηση πληρωμών δεν είναι μια απλή διαδικασία. Ιδιαίτερα για μια χώρα μέλος της Ευρωζώνης που δεν διαθέτει δικό της νόμισμα. Και το επιπλέον ερώτημα -που σ’ ένα βαθμό διχάζει την Αριστερά- είναι αν η αθέτηση πληρωμών από μια χώρα – οφειλέτη οδηγεί και εκτός του ευρώ. Όχι αυτόματα, αλλά αυτή είναι η λύση που συμφέρει τον κόσμο της εργασίας, απαντούν ο καθηγητής Κώστας Λαπαβίτσας και η ομάδα του Research of Money and Finance.
Την απάντηση αυτή διατυπώνουν λεπτομερώς και χωρίς εξωραϊσμούς στη μελέτη «Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και στην αθέτηση πληρωμών» στην οποία αναλύονται η κρίση του χρέους, ο τρόπος που τη διαχειρίζεται η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. και τα εναλλακτικά σενάρια έκβασής της. Το βιβλίο, θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες και θα παρουσιαστεί στις 21 Δεκεμβρίου, στις 7.30 το βράδυ στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20). Ο Δρόμος προδημοσιεύει απόσπασμα από το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου.
Η αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία του οφειλέτη σημαίνει κατ’ αρχάς τη μονομερή αναστολή πληρωμών. Αυτό θα είναι η απαρχή μιας περιόδου έντονης κοινωνικής διαπάλης στο εσωτερικό και μεγάλων εντάσεων στις διεθνείς σχέσεις. Η χώρα θα πρέπει να αποφασίσει ποιες διεθνείς της υποχρεώσεις θα εκπληρώσει και με ποια σειρά. Ακόμα πιο σύνθετη θα είναι η στάση απέναντι στις προσπάθειες των εγχώριων τραπεζών, των ξένων επενδυτών και άλλων κατόχων δημόσιου χρέους να προστατέψουν τα συμφέροντά τους. Από τη σκοπιά των εργαζομένων, αλλά και της κοινωνίας συνολικά, είναι απαραίτητο να υπάρξει δημόσιος έλεγχος του χρέους μετά την αναστολή των πληρωμών. Η διαφάνεια είναι ζωτική ανάγκη δεδομένου του πέπλου μυστικότητας που καλύπτει τον κυβερνητικό δανεισμό. Ο έλεγχος του χρέους θα επιτρέψει στην κοινωνία να γνωρίζει τι οφείλεται και σε ποιον, καθώς και τους όρους των συμβολαίων χρέους. Θα φανεί επίσης αν κάποιο μέρος του χρέους είναι απεχθές ή παράνομο, επιτρέποντας στον οφειλέτη να αρνηθεί την καταβολή του απερίφραστα (…)
Με πρωτοβουλία του οφειλέτη θα ξεκινήσουν κατόπιν διαπραγματεύσεις τακτοποίησης του χρέους, με στόχο τη γρηγορότερη δυνατή ολοκλήρωσή τους. Ο στόχος θα είναι ένας και μοναδικός, δηλαδή ένα γερό «κούρεμα» των δανειστών, ώστε να αρθεί το εξοντωτικό βάρος του χρέους για τις δανειζόμενες χώρες. Είναι αδύνατο να εκτιμηθεί εκ των προτέρων η έκταση του «κουρέματος» και μάλιστα πριν από τον έλεγχο του χρέους αλλά, όσον αφορά την Ελλάδα, είναι απίθανο να είναι μικρότερο από αυτό της Ρωσίας ή της Αργεντινής. Τα δύο τρίτα του ελληνικού χρέους κρατούνται στο εξωτερικό και τα υπόλοιπα εντός της χώρας. Οι μεγαλύτεροι κάτοχοι, και εσωτερικά και εξωτερικά, είναι οι τράπεζες (…)
Με δεδομένο ότι κάποιες χώρες του κέντρου είναι σημαντικά εκτεθειμένες στην Ελλάδα (και ακόμα πιο πολύ στην περιφέρεια γενικά), η Ελλάδα έχει ορισμένα πλεονεκτήματα στην αναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους. Μια κυβέρνηση που θα εξέφραζε τη λαϊκή θέληση και θα δρούσε αποφασιστικά θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα γερό «κούρεμα» σε σχετικά σύντομο χρόνο.
Ωστόσο, η αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία του οφειλέτη ενέχει και σημαντικούς κινδύνους. Ο πιο άμεσος θα ήταν ο αποκλεισμός από τις αγορές κεφαλαίου για μια περίοδο (…) Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η περίοδος αποκλεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές δεν διαρκεί πολύ και πάντα υπάρχουν εναλλακτικές πηγές δανεισμού. Συνήθως οι χώρες ανακτούν την αξιοπιστία τους σε σύντομο διάστημα και οι χρηματαγορές έχουν πολύ αδύναμη μνήμη. Από την άλλη μεριά, η απειλή για τις εμπορικές πιστώσεις μπορεί να αποδειχθεί πιο σημαντική και μπορεί να χρειαστεί να παρέμβουν οι κυβερνήσεις και να εγγυηθούν τα εμπορικά χρέη. Ωστόσο, η πιο απειλητική εκδοχή είναι αυτή της τραπεζικής κρίσης, που θα μπορούσε να μεγεθύνει εξαιρετικά το πλήγμα της αθέτησης χρέους. Για να αποτραπεί μια τραπεζική κρίση, θα πρέπει να υπάρξει εκτεταμένη και αποφασιστική κυβερνητική παρέμβαση.
Στην Ελλάδα, αυτό θα σήμαινε επέκταση του ιδιοκτησιακού μεριδίου του Δημοσίου και του ελέγχου πάνω στις τράπεζες, προστατεύοντάς τις από την κατάρρευση και προλαβαίνοντας τον πανικό των καταθετών. Υπό δημόσια ιδιοκτησία, οι τράπεζες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μοχλοί για την εκ βάθρων αναμόρφωση της οικονομίας προς όφελος της εργασίας.
Θα μπορούσε μια τέτοια δραστική σειρά μέτρων να ληφθεί μέσα στα ασφυκτικά όρια της Ευρωζώνης; Κατ’ αρχάς, είναι εξαιρετικά ασαφές αν αυτό θα ήταν επισήμως εφικτό. Δεν υπάρχει προηγούμενο αθέτησης χρέους στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και το νομικό πλαίσιο δεν αφήνει περιθώρια για κάτι τέτοιο (…)
Παραβλέποντας το θεσμικά εφικτό, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν θα ήταν επιθυμητό να γίνει αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία του οφειλέτη εντός της Ευρωζώνης. Η απάντηση είναι αρνητική. Πρώτον, θα είναι πολύ πιο δύσκολο για τη χώρα να αντιμετωπίσει μια εγχώρια τραπεζική κρίση χωρίς πλήρη έλεγχο της νομισματικής πολιτικής. Ακόμα, αν οι τράπεζες περνούσαν στα χέρια του Δημοσίου μετά την αθέτηση πληρωμών, αλλά συνέχιζαν να παραμένουν στο Ευρωσύστημα των τραπεζών, θα ήταν πρακτικά αδύνατο να αξιοποιηθούν σε κατεύθυνση αναμόρφωσης της οικονομίας. Δεύτερον, η παραμονή στην Ευρωζώνη δεν θα βοηθούσε ιδιαίτερα τον οφειλέτη από τη άποψη της πρόσβασης στις χρηματαγορές ή της μείωσης του κόστους δανεισμού. Τρίτον, η επιλογή της υποτίμησης θα ήταν αδύνατη, αφαιρώντας έτσι ένα ζωτικό συστατικό της ανάκαμψης. Η συσσώρευση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με το κοινό νόμισμα και όσο ο οφειλέτης παραμένει στην Ευρωζώνη το πρόβλημα του χρέους θα επανεμφανιστεί. Συνεπώς, η αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία του οφειλέτη εγείρει την προοπτική της εξόδου από την Ευρωζώνη. Η έξοδος θα προσέφερε άμεσο έλεγχο της εγχώριας δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Θα εξάλειφε επίσης τους περιορισμούς ενός νομισματικού συστήματος που οδήγησε σε μόνιμα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών για την περιφέρεια.
Είναι λογικό να αναμένεται ότι η υποτίμηση θα επιφέρει αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Είναι ακόμα εύλογο ότι θα υπάρξει αναδιάταξη των εγχώριων πόρων προς όφελος της εγχώριας βιομηχανίας. Το αποτέλεσμα θα είναι η προστασία της απασχόλησης, καθώς και η άρση των πιέσεων της λιτότητας στους μισθούς (…)
Βέβαια, η έξοδος εμπεριέχει και κόστος, με δεδομένη τη βίαιη αλλαγή του νομισματικού συστήματος. Η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα για την Ελλάδα, ή μια άλλη περιφερειακή χώρα, θα ήταν πιο δύσκολη από την «πεσοποίηση» της οικονομίας της Αργεντινής, με δεδομένο το βαθμό νομισματικής ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Ωστόσο, η αντικατάσταση του ευρώ δεν είναι πολύπλοκη διαδικασία και οι βασικές της παράμετροι είναι εύκολο να διαπιστωθούν. Η απόφαση θα πρέπει να ανακοινωθεί ξαφνικά για να ελαχιστοποιηθεί η φυγή κεφαλαίων. Θα υπάρξει, επίσης, παρατεταμένη αργία για τις τράπεζες, οι οποίες θα λάβουν οδηγία για μετατροπή των αποθεματικών τους, καθώς και άλλων αξιών και υποχρεώσεων, στο νέο νόμισμα σε ισοτιμία καθορισμένη από την κυβέρνηση. Όταν ξανανοίξουν οι τράπεζες, θα υπάρξει παράλληλη κυκλοφορία του ευρώ και του νέου νομίσματος, που σημαίνει διπλές τιμές για ένα φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών.
Θα υπάρξει, επίσης, νομισματική αναταραχή, καθώς συμβόλαια και πάγιες υποχρεώσεις θα προσαρμόζονται στο νέο νόμισμα. Για να αποφευχθεί η κατάρρευση της εμπιστοσύνης, που θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για την οικονομική δραστηριότητα, δεν πρέπει να υπάρξει ταλάντευση στην εφαρμογή της πολιτικής που θα υιοθετηθεί. Σταδιακά, οι τιμές και η νομισματική κυκλοφορία θα προσαρμοστούν στο νέο νόμισμα, ενώ το ευρώ θα αποκλειστεί από την εγχώρια οικονομία.
Η διεθνής ισοτιμία του νέου νομίσματος θα πέσει, αναμφίβολα, δημιουργώντας σύνθετες αλλαγές στην ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων στο εσωτερικό. Οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που οφείλουν στο εξωτερικό θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες και η πρώτη τους αντίδραση θα είναι να προσπαθήσουν να περάσουν κάποιες από τις οφειλές τους στο κράτος. Από την άλλη, οι κάτοχοι αξιών στο εξωτερικό θα επιχειρήσουν να κερδοσκοπήσουν εις βάρος του νέου νομίσματος.
Για τους εγχώριους καπιταλιστές η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα φανεί ως ευκαιρία να μεταφέρουν κόστος στην κοινωνία, ενώ θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από τη μεταφορά πλούτου λόγω της υποτίμησης του νέου νομίσματος.
Από τη σκοπιά των εργαζομένων, αλλά και της κοινωνίας συνολικά, η απάντηση θα ήταν ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικοποιήσεων και δημόσιου ελέγχου της οικονομίας, αρχίζοντας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών θα εγγυόταν τη συνέχιση της λειτουργίας τους, αποτρέποντας τον πανικό αναλήψεων. Θα επιβάλλονταν έλεγχοι κεφαλαιακών και διεθνών συναλλαγών με σκοπό την αποτροπή της φυγής κεφαλαίων και την ελαχιστοποίηση των κερδοσκοπικών συναλλαγών. Έτσι, θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την υιοθέτηση βιομηχανικής πολιτικής, η οποία θα άλλαζε την ισορροπία της εγχώριας οικονομίας, ενδυναμώνοντας τον τομέα της παραγωγής.
Οι πηγές της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να βρεθούν μέσω της αποφασιστικής αναδόμησης της οικονομίας και όχι μέσω της διόγκωσης των εξαγωγών λόγω υποτίμησης.
Το νέο νόμισμα θα δημιουργήσει, επίσης, πληθωριστικές πιέσεις λόγω της αύξησης του κόστους των εισαγωγών, ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας και συνεπώς θα υπάρξει μείωση του πραγματικού μισθού. Η αντιμετώπιση αυτών των πιέσεων δεν είναι καθόλου εύκολη, αλλά σίγουρα είναι εφικτή… Ο έλεγχος επί της νομισματικής πολιτικής θα επιτρέψει αντιπληθωριστικά μέτρα, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο του σοκ μετά την υποτίμηση. Επίσης, θα μπορούσε να στηριχθεί ο πραγματικός μισθός με πολιτική αναδιανομής εισοδήματος μέσω της φορολόγησης των υψηλότερων εισοδημάτων και του πλούτου (…)
Η αθέτηση πληρωμών και η έξοδος θα δημιουργούσαν, τέλος, προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, ειδικά λόγω της αδυναμίας πρόσβασης σε διεθνή κεφάλαια. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι το πρωτογενές ισοζύγιο γίνεται θετικό σε λίγο χρόνο μετά από τέτοια συμβάντα. Βραχυπρόθεσμα, τα δημοσιονομικά προβλήματα θα εξομαλυνθούν μέσω της σταδιακής ανάκαμψης. Η κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να δανειστεί από τα εθνικοποιημένα τραπεζικά συστήματα, καθώς επίσης και να εκχρηματίσει μέρος του ελλείμματος. Ωστόσο, για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η μεσοπρόθεσμη απάντηση θα είναι η αναδόμηση του φορολογικού συστήματος μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, ώστε να περιληφθούν οι πλούσιοι και το ίδιο το κεφάλαιο. Κάτι τέτοιο θα ήταν αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής αναδόμησης του ελληνικού κράτους, σε πιο δημοκρατική και ελεγχόμενη βάση. Δεν μπορεί να υπάρξει μόνιμη λύση στα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας και των άλλων περιφερειακών χωρών, χωρίς αλλαγή της φύσης του κράτους, που θα αντανακλά μια υποκείμενη μεταβολή της ταξικής ισορροπίας. Ευρύτερα, δεν μπορεί να υπάρξει νέα οικονομική ισορροπία προς όφελος των εργαζόμενων χωρίς τη βαθιά αναδόμηση του κράτους.