Ένα χρόνο και κάτι μετά την εμφάνιση της πανδημίας του Covid-19 οι επίσημα καταγεγραμμένοι νεκροί σε όλο τον κόσμο ανέρχονται πλέον σε 2,6 εκατομμύρια. Εκ των οποίων πάνω από 700.000 στις ευρωπαϊκές χώρες (χωρίς να προσμετράμε τη Ρωσία, την Ουκρανία κ.λπ.). Στη θλιβερή πρώτη πεντάδα τοποθετούνται η Βρετανία (125 χιλ. νεκροί), η Ιταλία (100 χιλ. νεκροί), η Γαλλία (89 χιλ. νεκροί), η Γερμανία (73 χιλ. νεκροί) και η Ισπανία (71 χιλ. νεκροί). Οι δύο πρώτες από αυτές τις πέντε χώρες φιγουράρουν και στην πρώτη πεντάδα των θυμάτων σε σχέση με τον πληθυσμό: Τσεχία (1.970 νεκροί ανά εκατομμύριο κατοίκων), Βέλγιο (1.910/εκατ.), Σλοβενία (1.860/εκατ.), Βρετανία (1.820/εκατ.) και Ιταλία (1.630/εκατ.).

Σε αυτό το φόντο, η ηγεσία της Ε.Ε. εξακολουθεί να διακηρύττει ότι προωθείται μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική καταπολέμησης της πανδημίας, και επιχειρεί να καθησυχάσει τους απηυδισμένους υπηκόους της με την επικείμενη σωτηρία του εμβολίου. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική: η Ε.Ε. αποδεικνύεται ανίκανη να συντονιστεί και να συντονίσει. Το δε ζήτημα του εμβολίου έχει γυρίσει μπούμερανγκ, καθώς ουσιαστικά παραπαίουν οι συμφωνίες με τη φαρμακοβιομηχανία, τις οποίες ανακοίνωναν με τυμπανοκρουσίες πριν λίγους μήνες οι Βρυξέλλες – όπως παραπαίει ή διαψεύδεται με τραγικό τρόπο και η εμπιστοσύνη πολλών πολιτών στην Big Farma, τις κυβερνήσεις και τις κάθε είδους «αυθεντίες». Η μαζική δυσπιστία ενισχύεται από τη συνειδητοποίηση ότι η πανδημία αντιμετωπίζεται από τις ελίτ ως ευκαιρία κερδοσκοπίας και επιβολής βαθιά αντιδραστικών αλλαγών.

Ουρά για επιβίβαση στο… Σπούτνικ

Το σίγουρο είναι ότι έχουμε επιστρέψει στο σημείο μηδέν: όπως συνέβαινε και στην αρχή της πανδημίας, το δόγμα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» ξαναγίνεται οδηγός της πολιτικής κάθε κράτους μέλους (με την εξαίρεση λίγων, όπως η Ελλάδα, που περιορίζονται σε ένα σπασμωδικό copy-paste της κατά βάση επικοινωνιακής πολιτικής των ισχυρότερων χωρών…). Η «κοινή ευρωπαϊκή πολιτική» κουρελιάζεται από τις μονομερείς αποφάσεις κρατών να την αγνοήσουν, αφού είναι κραυγαλέα η αναποτελεσματικότητά της. Την αρχή έκανε η Ουγγαρία, ερχόμενη σε απευθείας συνεννόηση με την «εχθρά» Ρωσία για να προμηθευτεί το εμβόλιο Sputnik-V. Χωρίς φυσικά να αναμένει την άδεια από τις Βρυξέλλες και την τεχνητά καθυστερούμενη (υπό την πίεση των δυτικών φαρμακοβιομηχανιών) «ευρωπαϊκή έγκριση» των ανταγωνιστικών εμβολίων.

Ακολούθησε η Σλοβακία, που επίσης έκανε απευθείας συμφωνία με τη Ρωσία και αναμένει τώρα την παραλαβή 2 εκατομμυρίων δόσεων του Sputnik-V. Σε αναζήτηση παρόμοιας συμφωνίας με τη Μόσχα βρίσκεται και η σκληρά πληγείσα Τσεχία. Αλλά τη χαριστική βολή στην ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική έδωσε η Αυστρία, ο καγκελάριος της οποίας τηλεφώνησε στον Πούτιν την περασμένη Παρασκευή και συζήτησε μαζί του την προμήθεια αλλά και συμπαραγωγή του ρωσικού εμβολίου. Τρεις δε μέρες αργότερα, την περασμένη Δευτέρα, απασφάλιζε εναντίον των «θεσμών» της Ευρώπης που καθυστερούν να εγκρίνουν και το αμερικανικό εμβόλιο Johnson & Johnson, λέγοντας ότι «δεν θα πρέπει πλέον να εξαρτιόμαστε αποκλειστικά από την Ε.Ε. για την παραγωγή εμβολίων δεύτερης γενιάς».

Και μια κοινά συμφωνημένη εξαίρεση

Για να μην είμαστε άδικοι, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι μέσα στην πανσπερμία αντιφατικών μέτρων και οδηγιών, αναποτελεσματικών και επιλεκτικών ανοιγοκλεισιμάτων της οικονομικής δραστηριότητας κ.λπ. υπάρχει και μια εξαίρεση, μια πραγματικά «κοινή ευρωπαϊκή πολιτική». Πρόκειται για την άρνηση τόσο κεντρικά των «θεσμών» της Ε.Ε. όσο και σχεδόν όλων των εθνικών κυβερνήσεων να αλλάξουν ρότα στην πολιτική αποδόμησης των δημόσιων συστημάτων υγείας. Διότι ήταν η πιστή εφαρμογή αλλεπάλληλων ευρωπαϊκών οδηγιών ιδιωτικοποίησης και «μεταρρυθμίσεων», εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, που οδήγησε στη δραματική απίσχνανση τόσο του τομέα της πρόληψης και της πρωτοβάθμιας υγείας, όσο και των δημόσιων νοσοκομειακών δομών.

Αυτός είναι ο λόγος που τα δημόσια συστήματα υγείας, ακόμη και στις πλουσιότερες ευρωπαϊκές χώρες, τελικά λύγισαν κάτω από το βάρος της πανδημίας, προκαλώντας τον πολλαπλασιασμό των θανάτων. Και μάλιστα χωρίς να υπολογίζονται οι «έμμεσες επιπτώσεις» της απότομης υπερφόρτωσης των δημόσιων νοσοκομείων, που υποχρεώνονται να αναβάλλουν επ’ αόριστον την αντιμετώπιση άλλων σοβαρών ασθενειών. Δοκιμάζονται λοιπόν κάθε είδους «μέτρα», εκτός από αυτό που φάνταζε αυτονόητο όταν η πανδημία άρχισε να δείχνει τα δόντια της: τη γενναία αύξηση των προϋπολογισμών για την υγεία και την επείγουσα ενίσχυση των δημόσιων δομών περίθαλψης…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!