Η Σρι Λάνκα, γνωστή και ως Κεϋλάνη (αυτό ήταν το όνομα που της είχαν δώσει οι Βρετανοί αποικιοκράτες), έζησε πριν μία εβδομάδα ένα ματωμένο καθολικό Πάσχα. Ήταν το τελευταίο δραματικό επεισόδιο σε μια βίαιη ιστορία δεκαετιών καθώς τζιχαντιστές τρομοκράτες επιτέθηκαν σε εκκλησίες της χριστιανικής μειονότητας και σε ξενοδοχεία πολυτελείας προκαλώντας εκατόμβες νεκρών. Ο τελικός επίσημος απολογισμός των ταυτόχρονων βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας, που εκδηλώθηκαν κυρίως στην πρωτεύουσα Κολόμπο, ανήλθε σε 360 νεκρούς – οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν ντόπιοι.
Μετά το πρώτο σοκ άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια ανησυχητικά ερωτήματα: ο ισχυρισμός ότι το μακελειό αποτελούσε απάντηση στην πρόσφατη μαζική σφαγή μουσουλμάνων στη Νέα Ζηλανδία από λευκό ακροδεξιό εξτρεμιστή σχετικοποιείται από το γεγονός ότι μια τέτοιας έκτασης τρομοκρατική επίθεση χρειαζόταν μήνες ή και χρόνια για να οργανωθεί. Άρα επρόκειτο για ενέργεια που είχε ήδη σχεδιαστεί, και απλώς «εξυπηρετούσε» όλες τις πλευρές (κι όχι μόνο το στριμωγμένο από στρατιωτικές ήττες σε άλλα μέτωπα Ισλαμικό Κράτος) να εμφανιστεί αυτή τη στιγμή ως πράξη αντεκδίκησης για τη νεοζηλανδική σφαγή.
Οι προβληματισμοί επιτείνονται από δύο βασικά γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι η Σρι Λάνκα αποτελεί ουσιαστικά μια βουδιστική χώρα, όπου δεύτερη θρησκευτική κοινότητα είναι οι ινδουιστές, ενώ τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί αποτελούν μικρές μειοψηφίες. Έτσι, η δράση ντόπιων τζιχαντιστικών ομάδων παρέμενε περιθωριακή, αφού δεν μπορούσαν να ελπίζουν πραγματικά ότι θα «εκβιάσουν» την εξάπλωση του μουσουλμανισμού στη χώρα που περηφανεύεται ότι έχει την πιο μακραίωνη και αδιάκοπη ιστορία βουδιστικής κυριαρχίας σε όλη την Ασία. Το δεύτερο γεγονός είναι οι «διαρροές» ότι οι αρχές της χώρας είχαν πληροφορίες από ινδικές και άλλες μυστικές υπηρεσίες ότι επίκεινται τρομοκρατικές επιθέσεις – και ότι δεν έκαναν τίποτα για να τις σταματήσουν…
Εκκλήσεις ενάντια σε ξένη ανάμιξη και υποδαύλιση συγκρούσεων
Η εξήγηση που δίνεται είναι η χρόνια και οξύτατη αντιπαράθεση μεταξύ προέδρου και πρωθυπουργού της Σρι Λάνκα. Πράγματι, ο πρόεδρος Σιρισένα προέρχεται από το ιστορικό Κόμμα Ελευθερίας της παλιάς προέδρου Μπανταρανάικε, που έβαλε τη Σρι Λάνκα στο Κίνημα των Αδεσμεύτων επιδιώκοντας «ισορροπημένες» διεθνείς σχέσεις. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός Βικρεμεσίνγκε ανήκει στο φιλοδυτικό και νεοφιλελεύθερο Ενιαίο Εθνικό Κόμμα. Υπουργοί του Βικρεμεσίνγκε και μεγάλα δυτικά ΜΜΕ κατηγορούν τώρα τον Σιρισένα ότι είχε πληροφορίες για τις τζιχαντιστικές επιθέσεις και τις απέκρυψε. Ο πρόεδρος το αρνείται και αφήνει υπονοούμενα για προβοκάτσια τμήματος των μυστικών υπηρεσιών που έχει διασυνδέσεις με αντίστοιχες δυτικές υπηρεσίες.
Η απανθρωπιά που ζούμε είναι αποτέλεσμα όχι μόνο του εγκληματικού φανατισμού κάποιων που κατευθύνονται από ξένες δυνάμεις, αλλά και του γεγονότος ότι τα κόμματα εξουσίας νοιάζονται μόνο για τα στενά τους συμφέροντα, αφήνοντας τον λαό σε απόγνωση και τη Σρι Λάνκα ανοχύρωτη
Από την πλευρά του ο Βίτζιτα Χεράτ, εκπρόσωπος του αριστερού κόμματος JVP, δήλωσε την επαύριο του μακελειού ότι υπεύθυνοι για το ότι επέτρεψαν την αιματοχυσία είναι όλοι όσοι έχουν εξουσία, περιλαμβανομένου του προέδρου Σιρισένα και της κυβέρνησης Βικρεμεσίνγκε. Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου, ο Χεράτ χαρακτήρισε τις τρομοκρατικές επιθέσεις «βάρβαρες και απάνθρωπες πράξεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν όπως ο νόμος ορίζει» και ταυτόχρονα καταδίκασε την εκμετάλλευσή τους για μικροπολιτικές διαμάχες. Ο Χεράτ επισήμανε ότι όλα σχεδόν τα θύματα είναι απλοί πολίτες και παιδιά, και κάλεσε «όλες τις εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες να ξεσηκωθούν ενάντια στη βαρβαρότητα, αλλά και την απόπειρα των αντιμαχόμενων φραξιών της εξουσίας να την εκμεταλλευθούν μικροπολιτικά, ορθώνοντας ενωτικό φραγμό σε οποιαδήποτε απόπειρα να γίνει το μακελειό αφορμή για ξένη ανάμιξη και εθνοτικές ή θρησκευτικές συγκρούσεις».
Η τοποθέτηση αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι οι ηθικοί αυτουργοί της σφαγής (ή/και όσοι γνώριζαν γι’ αυτήν και την άφησαν να εξελιχθεί) μπορεί να προσπάθησαν να πετύχουν μ’ ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια – να δημιουργήσουν δηλαδή ένα ακόμη «γεγονός» με διεθνή αντίκτυπο, και ταυτόχρονα να το εκμεταλλευθούν κυνικά για δραματικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της χώρας. «Η απανθρωπιά που ζούμε είναι αποτέλεσμα όχι μόνο του εγκληματικού φανατισμού κάποιων που κατευθύνονται από ξένες δυνάμεις, αλλά και του γεγονότος ότι τα κόμματα εξουσίας νοιάζονται μόνο για τα στενά τους συμφέροντα, αφήνοντας τον λαό σε απόγνωση και τη Σρι Λάνκα ανοχύρωτη», κατέληξε ο Χεράτ. Το γεγονός ότι μετά το μακελειό η πρεσβεία των ΗΠΑ βρέθηκε ξαφνικά να παίζει ρόλο «υπερσυντονιστή των ερευνών» και ότι ο ινδικός στρατός ανέλαβε την «προστασία ευαίσθητων στόχων» δείχνει ότι, μέσω του αίματος εκατοντάδων αθώων ψυχών, χτυπήθηκαν πράγματι αρκετά τρυγόνια…
Η Σρι Λάνκα με μια ματιά
Η Σρι Λάνκα είναι μια νησιωτική χώρα στον Ινδικό Ωκεανό, σχετικά πυκνοκατοικημένη: έχει έκταση όσο η μισή Ελλάδα, αλλά πληθυσμό διπλάσιο από αυτήν (21.700.000 κάτοικοι). Το 75% αποτελείται από Σινχαλέζους, το 16% από Ταμίλ (οι οποίοι είναι συγκεντρωμένοι στο βορρά του νησιού), και το υπόλοιπο 9% από άλλες εθνότητες. Οι Σριλανκέζοι είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους βουδιστές (70%), ενώ υπάρχουν και μεγάλες κοινότητες ινδουιστών (13%), μουσουλμάνων (10%) και χριστιανών (7%). Η οικονομία της Σρι Λάνκα βασίζεται στις εξαγωγές τσαγιού και άλλων αγροτικών προϊόντων, στον τουρισμό και άλλες υπηρεσίες, στην υφαντουργία και στα εμβάσματα των μεταναστών. Δεν είναι από τις φτωχότερες χώρες της περιοχής: το ετήσιο κατά κεφαλή ΑΕΠ ανέρχεται σε 3.630 ευρώ.
Στιγμές στην ιστορία
16ος-18ος αιώνας: Οι Πορτογάλοι ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφτασαν στο βασίλειο της Σρι Λάνκα τον 16ο αιώνα, και σταδιακά κατέλαβαν σημεία-κλειδιά για το εμπόριο. Τον 17ο αιώνα οι Σριλανκέζοι πρόσφεραν ευνοϊκές εμπορικές συμφωνίες στους Ολλανδούς ώστε να διώξουν τους Πορτογάλους, αλλά αυτοί παραβίασαν τις συμφωνίες και ως τον 18ο αιώνα έθεσαν υπό τον έλεγχό τους μεγάλο τμήμα του νησιού.
1803-1947: Στις αρχές του 19ου αιώνα εισέβαλαν οι Βρετανοί ως αντικαταστάτες των Ολλανδών: αρχικά αποκρούστηκαν από τους Σριλανκέζους, αλλά τελικά κατέλαβαν όλο το νησί και το μετέτρεψαν σε αποικία του βρετανικού στέμματος. Καταστρέφοντας τις παραδοσιακές καλλιέργειες, επέβαλαν την παραγωγή τσαγιού, ενώ αντιμετώπισαν με τη γνωστή πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» τη γέννηση του αντιαποικιακού κινήματος (ίδρυση του Εθνικού Κογκρέσου της Κεϋλάνης το 1919 με συνεργασία Σινχαλέζων και Ταμίλ, που σύντομα όμως ήρθαν σε ρήξη μεταξύ τους εξαιτίας των βρετανικών δολοπλοκιών).
1948-1971: Το 1948 η Βρετανία παραχώρησε ανεξαρτησία, διατηρώντας όμως μεγάλη ναυτική βάση ως το 1956. Από τη δεκαετία του 1960 η κυβέρνηση της Μπανταρανάικε ήρθε σε ρήξη με τη Δύση και προσέγγισε την ΕΣΣΔ και την Κίνα. Στα τέλη της δεκαετίας μια σειρά ριζοσπαστικοποιημένα στελέχη της κομμουνιστικής νεολαίας, επηρεασμένα από τα επαναστατικά κύματα της εποχής, δημιούργησαν το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (JVP). Το 1971 εξεγέρθηκαν εναντίον της κυβέρνησης Μπανταρανάικε, κατηγορώντας την για συμβιβασμό με την άρχουσα τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Η εξέγερση καταπνίγηκε μέσα σε λίγους μήνες χάρη σε ενισχύσεις από Ινδία, Πακιστάν, Βρετανία και ΕΣΣΔ: 10.000 κομμουνιστές δολοφονήθηκαν και 30.000 κλείστηκαν σε στρατόπεδα «αναμόρφωσης».
1971-2009: Την καταστολή της ανταρσίας ακολούθησε εξαετής επιβολή στρατιωτικού νόμου. Το 1977 η κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να επαναπροσεγγίζει τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ενέτεινε την καταπίεση των Ταμίλ – ωθώντας τους σε ένοπλη αντίσταση που σταδιακά πέτυχε τον έλεγχο μεγάλων περιοχών του βορρά. To 1987 ξέσπασε δεύτερη εξέγερση του JVP, που χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταπνιγεί, πάλι με ξένη στρατιωτική βοήθεια: συνολικά 60.000 μέλη και συμπαθούντες, μεταξύ των οποίων και όλα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του JVP, δολοφονήθηκαν. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες δεκαετιών μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και Ταμίλ κατέρρευσαν οριστικά το 2006, παροξύνοντας την ένοπλη σύγκρουση. Το 2009 ο στρατός συνέτριψε οριστικά τους Ταμίλ μέσα σε λουτρό αίματος: 40 χιλιάδες άμαχοι δολοφονήθηκαν και 15.000 αιχμάλωτοι αντάρτες Ταμίλ «εξαφανίστηκαν».