Ο έρωτας, αυτό το αιώνιο παιχνίδι αρσενικού-θηλυκού, δεν είναι άμοιρος φύλου, ταξικής διαστρωμάτωσης και ηλικίας
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στην αριστουργηματική Δασκάλα του πιάνου (2001), που βγαίνει σε επανέκδοση, ο Μίκαελ Χάνεκε, βασισμένος στο μυθιστόρημα της Ελφριέντε Ζέλινεκ, ανιχνεύει ένα βαθύτερο πολιτικό σχόλιο γύρω απ’ τις εξουσιαστικές σχέσεις στον έρωτα, μέσα απ’ το ακραίο παράδειγμα μιας ευνουχισμένης σεξουαλικά πιανίστριας, που την ενσαρκώνει σπαρακτικά η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Οι ήρωες τοποθετούνται στο εκλεπτυσμένο περιβάλλον της μουσικής ελίτ της Βιέννης. Σ’ ένα ιδιωτικό ρεσιτάλ, στο μεγαλοαστικό διαμέρισμα ενός ζεύγους φιλόμουσων, ο όμορφος ανιψιός τους Βαλτέρ (Μπενουά Μαζιμέλ) ερμηνεύει εξαιρετικά το αλέγκρο-βιβάτσε απ’ τη Σονάτα D959, σε λα μείζονα,23 του Σούμπερτ, εμπνευσμένος από τη συναρπαστική ερμηνεία της ξακουστής 45άρας Ερικά, που προηγήθηκε. Σαγηνευμένος από το ερμητικά κλειστό παρουσιαστικό της, ο Βαλτέρ την πλησιάζει και ανακαλύπτουν το κοινό πάθος τους για τον Σούμπερτ. Οι αναφορές της Ερικά, στο λυκόφως του μυαλού του Σούμαν και του Σούμπερτ, κατά τον Αντορνό, καθώς και στην κατάληξη του πατέρα της σε άσυλο, αποκαλύπτουν την αγωνία της, για την απόγνωση που κατακλύζει όσους αποκλείονται από το κοινωνικό σύνολο, ως απροσάρμοστοι.
Απ’ την αρχή ο σκηνοθέτης οριοθετεί το κλειστοφοβικό περιβάλλον της πρωταγωνίστριας. Στο λιτό διαμέρισμά της, εξακολουθεί να συγκατοικεί με την μητέρα της -μια απίστευτη Ανί Ζιραρντό- στη δίνη μιας μπεργκμανικής οιδιπόδειας εξάρτησης, αγάπης και μίσους, ενώ η κάμερα την ακολουθεί διακριτικά, στις λιγοστές μοναχικές αποδράσεις της, σε θαλάμους προβολής πορνό και υπαίθρια σινεμά αυτοκινήτων, πασχίζοντας να ικανοποιήσει ηδονοβλεπτικά τη λαβωμένη της σεξουαλικότητα.
Η ερωτική σαγήνη των πρωταγωνιστών αποτυπώνεται μέσα από ένα μοντάζ πλάνων, με τον ένα να παίζει πιάνο και τον άλλον να κοιτάει συνεπαρμένος το αντικείμενο του πόθου του στο πρόσωπο του άλλου. Το δραματικό ανταντίνο αυτής της σονάτας του Σούμπερτ γίνεται το μουσικό μοτίβο τους, καθώς ο Βαλτέρ διερευνά τις ερμηνευτικές διακυμάνσεις του συνθέτη, όταν εγγράφεται στην τάξη της απαιτητικής δασκάλας στο κονσερβατουάρ, προκειμένου να την προσεγγίσει. Η ζηλόφθονη αντίστασή της Ερικά στη σκερτσόζικη ερωτική πολιορκία του Βαλτέρ, φαντάζει σαν παιδιάστικη άμυνα, που συνθλίβεται τελικά απ’ την εκδικητική ορμή του, όταν, αρνούμενος να κατανοήσει την τραυματισμένη ερωτική φύση της, την αποστρέφεται, αντιδρώντας σαδιστικά, μόλις του παραδώσει την εξουσία της σχέσης τους, χωρίς εντούτοις να εξοστρακίζεται η ερωτική συνθήκη.
Η κατάδειξη των μηχανισμών βίας, στον Χάνεκε, εδράζει στην αποστασιοποίηση μέσα απ’ τα σταθερά πλάνα και στο εκτός κάδρου σημαινόμενο, του ηχητικού πεδίου. Στη Δασκάλα του πιάνου, βασίζεται κυρίως στη μουσική, επιλέγοντας ζωντανή εκτέλεση και απότομες διακοπές. Ακόμα και η απουσία μουσικής δημιουργεί συναισθηματική ένταση, ενώ η συνέχεια του ίδιου μουσικού θέματος σε διαφορετική σκηνή νοηματοδοτείται αναλόγως.
Δεν είναι τυχαίο ότι το μελαγχολικό λίντερ που ακούγεται σε μια πρόβα, ανήκει στον κύκλο ποιημάτων Winterreise (Χειμωνιάτικο ταξίδι ενός ερωτικά απογοητευμένου οδοιπόρου), που μελοποίησε ο Σούμπερτ, μετά το θάνατο του ποιητή, ένα χρόνο πριν πεθάνει και ο ίδιος, από σύφιλη, στα 31 του χρόνια. Το πένθος και η μοναξιά του Winterreise στιγματίζουν την Ερικά ως τραγικό πρόσωπο, καθώς ο Χάνεκε περιβάλλει με τη μουσική αυτή την αποκάλυψη της πληγωμένης σεξουαλικότητάς της.
Αν στην Αγάπη, ο Χάνεκε διερευνά το θάνατο μέσα από τη φθορά, στη Δασκάλα του πιάνου, μέσα από την τραγικότητα του Σούμπερτ, στιγματίζει την υποκρισία μιας κοινωνίας, που καταδικάζει τον έρωτα στη συντριβή του. Η αυτοχειρία, στην τελική πράξη αυτού του συνταρακτικού ερωτικού δράματος αποκλείει κάθε ελπίδα ισότιμου έρωτα, ιδωμένου ως άπιαστο όνειρο.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου