Με την Έρικα Αθανασίου είμαστε συνοδοιπόροι τόσο στην Ένωση Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ), όσο και στον χώρο της λογοτεχνίας.
Γράφουμε και οι δυο (και) βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά και νέους και νομίζω το κοινό μας χαρακτηριστικό είναι πως θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Το νέο της βιβλίο ήταν παρ’ όλα αυτά μια ακόμη ευχάριστη έκπληξη καθώς συνδυάζει το μυστήριο και την αγωνία, με τη γνωριμία της μαγικής Καστοριάς αλλά και με την καυστική κριτική και σάτιρα για όσα συμβαίνουν στον χώρο του λεγόμενου παιδικού βιβλίου – ειδικά με τις απονομές των διαφόρων βραβείων.
Πράγματα που όλοι συζητούν μεταξύ τους, αλλά σπανίως οι απόψεις εκτίθενται δημοσίως. Είμαστε μικρό χωριό βλέπετε… Δυστυχώς βλέπουμε συγγραφείς να εναλλάσσονται σε διάφορες επιτροπές και να δίνει ο ένας στον άλλο βραβείο.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Έρικα Αθανασίου στη συνέντευξη που θα διαβάσετε: «Δεν είναι δύσκολο να ξέρεις ποιος θα βραβευτεί, απλώς διαβάζοντας τα ονόματα. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις τα βιβλία»…
Όμως θα φτώχαινα το βιβλίο τονίζοντας μόνο αυτό το στοιχείο. Οι χαρακτήρες είναι πολύ ζωντανοί, τα πορτρέτα των συγγραφέων που παρουσιάζονται τους σκιαγραφούν με χιούμορ και γνώση και η ιδέα του διαγωνισμού εξαιρετικά πρωτότυπη.
Ένα βιβλίο που θα απολαύσουν μικροί και μεγάλοι.
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το νέο σου μυθιστόρημα;
Αρχική έμπνευση αποτέλεσε η πρώτη επίσκεψη στην Καστοριά ως μέλος της ομάδας συγγραφέων που βρεθήκαμε στην Περιφέρεια Καστοριάς για τη δράση «Η φαντασία πάει σχολείο». Η δεύτερη επίσκεψη στην Καστοριά, δυο χρόνια μετά, επιβεβαίωσε ότι υπάρχουν πολλές ιστορίες να ειπωθούν όχι μόνο μέσα από τα βιβλία αλλά και για τα ίδια τα βιβλία και τους δημιουργούς τους. Το μυθιστόρημά μου ξεκινάει με ένα χειρόγραφο που έχει εξαφανιστεί, κάτι που είχαμε συζητήσει σε μια αντίστοιχη δράση στο Δημοτικό Σχολείο Μεσοποταμίας. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακές οι ιδέες που διατυπώθηκαν εκεί, καθώς και οι προτάσεις για τα μέρη της Καστοριάς που θα ήθελαν να δουν σε ένα βιβλίο μυστηρίου. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν το πώς φαντάζονται ότι θα έπρεπε να είναι ένας συγγραφέας. Άλλος τον φανταζόταν με παπούτσια πουά και άλλος με καπέλο γεμάτο λουλούδια. Σε κάθε επίσκεψη σε σχολείο είναι φανερό ότι τα παιδιά δεν θέλουν να μάθουν μόνο για το μυστήριο που εκτυλίσσεται στο βιβλίο αλλά και για το μυστήριο της δημιουργίας του.
Θα μπορούσες να μοιραστείς μαζί μας τα βασικά σημεία της υπόθεσης;
Ο Άγγελος και η Βίκη, φίλοι από προηγούμενες ιστορίες, βρίσκονται στην Καστοριά ως μέλη μιας λέσχης ανάγνωσης παιδιών που συνοδεύουν συγγραφείς σε μια λογοτεχνική δράση. Εκεί θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα χειρόγραφο που εξαφανίστηκε αλλά και με την ευθύνη της επιλογής του βιβλίου που θα πάρει βραβείο για να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε έναν διεθνή διαγωνισμό. Μόνο που από ό,τι φαίνεται οι επιτροπές βραβεύσεων κρύβουν τα δικά τους μυστικά.
Πιστεύεις πως δράσεις σαν κι αυτές της Καστοριάς θα έπρεπε να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση;
Είναι παράξενο όταν δεν αποτελούν παράδειγμα. Αυτό που γίνεται στην Καστοριά δεν είναι απλώς προσκλήσεις συγγραφέων που θα μιλήσουν σε παιδιά, προωθώντας τη φιλαναγνωσία. Είναι η συνύπαρξη των συγγραφέων για τρεις ημέρες, οι γνωριμίες που γίνονται και μπορούν να εξελιχτούν σε διαφόρων ειδών συνεργασίες, οι συζητήσεις που προκαλούν εμπνεύσεις. Είναι κάτι που βοηθάει και την ίδια την πόλη. Στην Καστοριά γνωριστήκαμε και μεταξύ μας και ήδη από εκείνο το ταξίδι προέκυψε το δικό σου βιβλίο «Η Σπηλιά του Δράκου» και τώρα το δικό μου «Μυστήριο πίσω από τις σελίδες». Νομίζω ότι μια πόλη κερδίζει όταν καλεί δημιουργικούς ανθρώπους από άλλα μέρη. Το μόνο αντίστοιχο που έχω δει είναι στον Πύργο, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους. Και εκεί υπάρχει μια γιορτή με προσκεκλημένους κυρίως ανθρώπους του κινηματογράφου αλλά και συγγραφείς, ανθρώπους που μπορούν να εμπνεύσουν ο ένας τον άλλον.
Δυστυχώς όμως σήμερα ο πολιτισμός περνάει μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Και επειδή οι ζωντανές δράσεις απαιτούν και χρηματοδότηση, ίσως με αφορμή την πανδημία, στο εξής οι συγγραφείς να προσκαλούνται μόνο μέσω βιντεοκλήσης.
«Η πλειονότητα των βραβείων που δίνονται σε βιβλία, σε βιβλία για παιδιά αλλά και οπουδήποτε αλλού, αποτελεί εξαίρεση αν δίνονται με κριτήρια αξιοκρατικά»
Τι είναι αυτό που σε έκανε να ασχοληθείς με το δύσκολο είδος που λέγεται «νεανικό-εφηβικό μυθιστόρημα»;
Η Κίρα Σίνου. Η συγγραφέας που δεν είναι πια μαζί μας και μαζί γράψαμε το βιβλίο για τη ναυμαχία της Ναυπάκτου «Στο σταυροδρόμι της ημισελήνου». Η Κίρα Σίνου ήταν συγγραφέας εφηβικής λογοτεχνίας και η γνωριμία μου μαζί της, ως δημοσιογράφος τότε που της είχα πάρει συνέντευξη και επίδοξη συγγραφέας, με έκανε να ασχοληθώ αρχικά με το είδος αυτό. Στην πορεία διαπίστωσα ότι μου αρέσει να μιλάω σε αυτούς τους αναγνώστες. Έχω όμως πάντα στο μυαλό μου ότι θα πρέπει να σταματήσω όταν δεν θα μπορώ πλέον να καταλάβω πώς σκέφτονται και ενεργούν οι έφηβοι. Έχοντας αυτή την ανησυχία, παίρνω συμβουλές συχνά από τα ανίψια μου, που βρίσκονται στην ηλικία αυτή και με έχουν γλιτώσει πολλές φορές από κακοτοπιές.
Στο βιβλίο σου είναι καυστική η κριτική σου για τον τρόπο που δίνονται τα λογοτεχνικά βραβεία ειδικά στο παιδικό βιβλίο. Τι πιστεύεις πως θα έπρεπε να αλλάξει; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει και μια γνώμη των παιδιών;
Νομίζω ότι η πλειονότητα των βραβείων που δίνονται σε βιβλία, σε βιβλία για παιδιά αλλά και οπουδήποτε αλλού, αποτελεί εξαίρεση αν δίνονται με κριτήρια αξιοκρατικά. Όταν είχε ανακοινωθεί η υποψηφιότητα του βιβλίου που είχαμε γράψει με την Κίρα Σίνου για το κρατικό βραβείο, με είχε πάρει μια φίλη να μου το πει, προσθέτοντας ότι φυσικά ήξερα ότι το βραβείο θα το έπαιρνε η γυναίκα του τάδε. Τελικά η γυναίκα του τάδε το πήρε. Η φίλη μου δεν είχε διαβάσει κανένα από τα υποψήφια βιβλία, ήξερε όμως με έναν μαγικό τρόπο ποιος θα έπαιρνε το βραβείο. Δεν είναι δύσκολο να ξέρεις ποιος θα βραβευτεί, απλώς διαβάζοντας τα ονόματα. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις τα βιβλία.
Σε ένα ανάγνωσμα για παιδιά, σίγουρα θα ήταν σημαντικό να μετρήσει η γνώμη τους. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, θα μπορούσε στη χειρότερη να εξαγοραστεί ή το πιο αναμενόμενο να εξελιχτεί σε επίπεδο socialmedia, όπου κάποιοι που δεν έχουν καν διαβάσει ένα βιβλίο μπορούν να ψηφίζουν για το αν είναι καλύτερο από άλλο. Για να αλλάξει πραγματικά κάτι θα έπρεπε να αλλάξουν τα πάντα και αυτό μάλλον είναι δύσκολο να συμβεί.
Νομίζω ότι τα βραβεία σπάνια αντικατοπτρίζουν την πραγματική αξία ενός πνευματικού έργου. Αυτό το κρίνει ο χρόνος, οι αναγνώστες, οι θεατές του.