του Γιάννη Σχίζα

Ξεκίνησα να γράφω αυτό το έργο εμπνεόμενος από κάποιον συνδρομητή/συγγραφέα στο περιοδικό «Οικοτοπία», που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Εραστής Μετεωρολογικών Φαινομένων»: που μπήκε στη ζωή μου εκ του μακρόθεν και για λίγο, αλλά με κάποια σημασία. Για μένα ήταν ένας γνωστός-άγνωστος, που τον αναζήτησα σε κάποια φάση αλλά τελικά έκρινα πως είναι καλύτερο να μείνει εκεί που είναι – θα ‘λεγα σάμπως μέσα στο θολό τοπίο μιας φθινοπωρινής ημέρας. Πάντως μέσα από τους συνειρμούς που μου υπαγόρευσε οδηγήθηκα σε μια προσέγγιση του τοπίου – όπως αυτό αναδύεται μέσα από τη κοινή δράση σχετικά σταθερών και ασταθών παραγόντων: της εδαφικής ιδιομορφίας και των στοιχείων του κλίματος.

Το μήκος, το πλάτος, το ύψος, ορίζουν ένα σώμα. Το εισόδημα, το είδος της εργασίας και ο ελεύθερος χρόνος, η ποιότητα ζωής ως αίσθηση και αντικειμενικό πλαίσιο, ορίζουν τη ζωή του ανθρώπου. Το τοπίο ως φαινομενικότητα των πραγμάτων είναι διάσταση μιας διάστασης, που λέγεται «ποιότητα ζωής». Είναι κοινόχρηστη και δημόσια αναψυχή, είναι «πόρος». Και η προβληματική γι’ αυτό είναι σημαντικό βήμα για την αναβάθμιση της έννοιας της περιβαλλοντικής προστασίας…

Αντίσταση δεν είναι μόνο η αντίδραση σε ένα πολιτικό κέντρο – που στον τρέχοντα ελληνικό χρόνο είναι η μνημονιακή επιτροπεία: επί πλέον είναι η συμβολή στην συντήρηση των δημιουργικών ονείρων

Το τοπίο είναι σύμπτωμα

Η ενασχόληση με το τοπίο φαίνεται σε πολλούς ως κάτι το δευτερεύον, σαν μια υπόθεση ικανή να απασχολήσει εξωραϊστικούς συλλόγους και τουριστικούς παράγοντες. Όμως το τοπίο μπορεί να είναι σύμπτωμα – μιας υγείας ή μιας αρρώστιας. Η μορφή είναι δεμένη με τη λειτουργικότητα και η δυσμορφία είναι αποκαλυπτική της δυσλειτουργίας: Η διαχείριση του ορεινού τοπίου με τις ανεμογεννήτριες είναι σύμπτωμα μιας απίστευτης μπαναλιτέ – όπως επανέλαβα σε χίλιες μύριες περιστάσεις. Η διαχείριση του τοπίου της Ηπείρου για την εξαγωγή υδρογονανθράκων είναι έκφραση ενός ολέθρου για τη φύση. Η μεταφορά του αεροδρομίου Ηρακλείου συνεπάγεται ριζική και μάλιστα καταστρεπτική αλλαγή του αγροτικού τοπίου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ορατή η μανία της εξουσίας να μην υπολογίζει τη γραφικότητα, ενδίδοντας σε σχέδια παράλογα, μορφικώς αποκρουστικά .Η Ελλάδα των μνημονίων είναι ιδιαίτερα πρόθυμη να διεκπεραιώσει τις εντολές των αφεντικών της, νομίζοντας ή θέλοντας να νομίζει ότι η ομορφιά είναι παντοτινή – όμως αυτό είναι μια αυταπάτη.

Κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιάννη Σχίζα «Εραστής Μετεωρολογικών Φαινομένων – Δοκίμιο για το Τοπίο». Η έκδοση και η επιμέλεια του κειμένου έγινε από τον Σάκη Κουρουζίδη (Ευώνυμος Βιβλιοθήκη). Η φωτογραφία του εξώφυλλου είναι του Δημήτρη Βερούχη.

Θα λέγαμε λοιπόν, ότι η ασχήμια ταιριάζει στην εξουσία. Πέραν τούτων, θα υπενθυμίζαμε: Σε ένα κόσμο όπου μεγάλο τμήμα του ΑΕΠ καταναλώνεται για αισθητικές παρεμβάσεις κάθε κλίμακας –στο σώμα, στον εσωτερικό χώρο των σπιτιών, στη γειτονιά, στον αστικό και περιαστικό χώρο– η παραγνώριση της αισθητικής του μείζονος χώρου συνιστά πολιτιστικό πισωγύρισμα μεγάλης κλίμακας. Ιδιαίτερα το μαχόμενο οικολογικό κίνημα, πρέπει να αντισταθεί στον ιδεολογικό ζουρλομανδύα που επιχειρούν διάφοροι να επιβάλουν στη κοινωνία. Όλοι πρέπει να ορθωθούν ενάντια στην αηδιαστική προοπτική μιας φύσης κουρελού, υπό την εποπτεία διαφόρων τεχνοβάνδαλων.

Τοπίο και ματαιοδοξία

Η διαδρομή της σκέψης με οδήγησε ως το τοπίο του διαστήματος! Με έφερε ακόμη ως τα «αρνητικά τοπία» –μιας πυρηνικής έκρηξης, μιας πυρκαγιάς– που είναι συγκυριακά, αλλά δεν παύουν να εντυπωσιάζουν. Πολύ πιο πέρα όμως από την αξία του τοπίου, μέσα από αυτή τη μεταβλητή φαινομενικότητα που ξανοιγόταν στα μάτια μου, διείδα την αξία του παρόντος, την αξία της τωρινής στιγμής. Γιατί κι εγώ προσλάμβανα αυτό που δημιουργούσε μελαγχολία και πεσιμισμό σε πολλούς, για την «αποκαρδιωτική προσωρινότητα», σύμφωνα με την έκφραση ενός ψυχαναλυτή (Αλεξάντερ Μίτσιρλιχ) που συνέταξε ένα υπέροχο βιβλίο για τον αστικό χώρο: για την προσωρινότητα ενός κόσμου που μέλλει να χαθεί μέσα σε ένα πλανητικό περίγυρο μεταβατικό, χωρίς να μας κάνει –λόγω αυτής της ολικής απώλειας– πιο στοχαστικούς και επιεικείς, κατά πως έλεγε ο Εντγκάρ Μορέν. Όμως, απέστρεφα το νου μου από το γίγνεσθαι με τις «εσχατολογίες» και όλο τον πεσιμισμό που προκαλούσε, παρέκαμπτα τις μεγακλίμακες του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου και εντρυφούσα στο φαίνεσθαι της ενεστώσας στιγμής. Και μέσα από τα τρέχοντα μικρογεγονότα και τα μικροσκηνικά της ζωής που ζούσα, διέβλεπα μιαν αόριστη σχέση με το γνωμικό ενός Ιταλού διανοούμενου σε συνέδριο στη Φλωρεντία: «Ο θεός έπλασε τη γάτα για να μπορεί ο άνθρωπος να χαϊδεύει την τίγρη». Κάπως έτσι κι εγώ, μέσα από τα μικρά και προσαρμοσμένα στα μέτρα μου, μέσα από την Αττική κι όχι από τα Ιμαλάια, μέσα από τον Ευβοϊκό Κόλπο κι όχι από τον Ειρηνικό Ωκεανό, μέσω μιας γάτας που δεν ήταν τίγρης, μπορούσα να προσλαμβάνω αυτό το απείρως μεγαλύτερο, που ήταν η Ελλάδα, τα Βαλκάνια, η Ευρώπη, η γαία, το ηλιακό σύστημα, τα ζώα, το μεγαπεριβάλλον του μικροπεριβάλλοντός μας…

Κατά τα άλλα, πρόταξα στο έργο μου μερικές σκέψεις, που όσο κι αν φαίνονται κοινότοπες έχουν μια πρόθεση «πολιτικής περικύκλωσης» του κακού. Τις καταθέτω εδώ: «Αντίσταση δεν είναι μόνο η αντίδραση σε ένα πολιτικό κέντρο – που στον τρέχοντα ελληνικό χρόνο είναι η μνημονιακή επιτροπεία: επί πλέον είναι η συμβολή στην συντήρηση των δημιουργικών ονείρων. Είναι η εκπομπή ενέργειας για ζητήματα που δεν επείγουν αλλά προοιωνίζονται τους μέλλοντες αγώνες για τη μέλλουσα ποιότητα ζωής. Είναι η έκφραση μιας υποβόσκουσας δύναμης, μιας μαραθώνιας αντοχής και ενός αμετακίνητου πάθους για ολοκληρωμένη ζωή – με αισθητική και καλλιτεχνικό οίστρο, με εθνική αυτονομία, οικονομική ασφάλεια, κοινωνική αλληλεγγύη».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!