Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης
(www.gtozidis.wordpress.com)
Η συνάντηση των ηγετών των κρατών που αποτελούν το G7 (ΗΠΑ, Ην. Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Καναδάς και Ιαπωνία) που γίνεται αυτές τις ημέρες στην Ιαπωνία χαρακτηρίζεται, για πρώτη φορά, από την ύπαρξη τόσο πολλών και δύσκολων προβλημάτων. Η πληθώρα των πολεμικών εντάσεων και κρίσεων που καλύπτουν ολόκληρο, σχεδόν, τον πλανήτη, η τρομοκρατία των ποικιλώνυμων οργανώσεων των ισλαμιστών, η οικονομική στασιμότητα που προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερες κοινωνικές εντάσεις λόγω και της όξυνσης της ανισότητας, η προσφυγική κρίση, οι συνέπειες από την κλιματική αλλαγή και η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι συνοπτικά τα προβλήματα στα οποία καλούνται να βρουν λύσεις οι αυτόκλητοι ηγέτες του πλανήτη.
Οι ηγέτες του G7 εξακολουθούν να λειτουργούν ως μία κλειστή και αντιδημοκρατική λέσχη παρά το γεγονός ότι το μερίδιό τους στο παγκόσμιο AEΠ έχει μειωθεί από 68% το 1992 σε 47% το 2015. Η απουσία της Κίνας, που είναι, πλέον, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, της Ινδίας που αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς αλλά και της Ρωσίας που διαδραματίζει έναν ολοένα αυξανόμενο γεωπολιτικό ρόλο, περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων στην κατεύθυνση ουσιαστικής εξυπηρέτησης των συμφερόντων των επτά χωρών.
«Το μεγαλύτερο κοινό πρόβλημα που αξίζει την προσοχή τους», σύμφωνα με άρθρο του Martin Feldstein στο Project Syndicate, είναι η μη διατηρήσιμη αύξηση του εθνικού χρέους των αναπτυγμένων χωρών. Η αποτυχία να διαχειριστούν την έκρηξη του κυβερνητικού δανεισμού θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και στις ίδιες τις υπερχρεωμένες χώρες. Η κατάσταση είναι δύσκολη και χειροτερεύει συνέχεια σχεδόν παντού. Στις ΗΠΑ το Γραφείο Προϋπολογισμού υπολογίζει ότι το ομοσπονδιακό κυβερνητικό χρέος διπλασιάστηκε κατά την προηγούμενη δεκαετία από 36% του ΑΕΠ σε 74% του ΑΕΠ». Ανάλογη είναι η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου το δημόσιο χρέος είναι στο 90% περίπου του ΑΕΠ, ενώ στην Ιαπωνία το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο 209% του ΑΕΠ.
Σε άρθρο του, που ανάρτησε στο blog του, o Michael Roberts αναφέρει ότι «η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας είναι το κύριο ζήτημα». Προβλέπει ότι «δεν θα υπάρξει καμία συμφωνία για το τι πρέπει να γίνει για την αναιμική οικονομική ανάπτυξη, την υψηλή ανεργία σε πολλές χώρες, τα μειούμενα πραγματικά εισοδήματα σε πολλές άλλες και πάνω από όλα για τη χαμηλή παραγωγικότητα και τη μείωση των επιχειρηματικών επενδύσεων». Σύμφωνα με τον M.R., οι πολιτικές που θα προκρίνουν οι ηγέτες του G7 δεν θα είναι διαφορετικές από αυτές που ακολουθούνται μέχρι σήμερα: ακόμη μεγαλύτερη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, απορρύθμιση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις.
Όμως, γιατί οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν, πλέον, στη νέα τεχνολογία ώστε να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους; Ο M.R. αναφέρει το επιχείρημα του επικεφαλής της Goldman Sachs, L. Blankfein, που ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι απουσιάζει η εμπιστοσύνη («βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον χαμηλής εμπιστοσύνης»). Με αυτό το επιχείρημα ο L.B. αποκρύπτει την πραγματική αιτία που οι επιχειρηματικές επενδύσεις μειώνονται σε ολόκληρο τον πλανήτη: η κερδοφορία παραμένει χαμηλή και τα κέρδη έχουν σταματήσει να αυξάνονται, παρά την εκτεταμένη φοροαποφυγή και τους φορολογικούς παραδείσους.
Αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη κρίση, μεταπολεμικά, του καπιταλισμού, οι ηγέτες του G7, δέσμιοι των επιχειρηματικών συμφερόντων που εκπροσωπούν, δεν είναι σε θέση να πάρουν αποφάσεις που θα βελτιώνουν την κατάσταση στον πλανήτη. Ο γερο-τυφλοπόντικας θα εξακολουθεί να σκάβει και το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» θα γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρο…