Όταν τον περσινό Δεκέμβριο με το νόμο 3899/17.12.2010 εφευρέθηκαν οι ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, ως ένα μέσο για να διατηρηθούν τα προσχήματα στο επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να περάσουν με πιο έμμεσο τρόπο οι μειώσεις των αποδοχών, ίσως οι επικεφαλής του υπουργείου Εργασίας πίστευαν ότι «ξέφυγαν» από την ασφυκτική πίεση της τρόικας. Να που σήμερα καλούνται να καταργήσουν εντελώς τις κλαδικές συμβάσεις, αφού όπως φαίνεται οι συμφωνίες που έχουν κάνει, αλλά και τα σχέδια των υποψήφιων επενδυτών δεν συμβιβάζονται με τη σημερινή μισθολογική πτώση που (επίσημα) κινείται σε επίπεδα μικρότερα του 10%.
Έτσι εμφανίζονται οι μεν επικεφαλής της τρόικας να «πιέζουν» για νομοθετική κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, οι δε επικεφαλής του υπουργείου Εργασίας να «ανθίστανται», αντιπροτείνοντας αλλαγές στο καθεστώς των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων και περιορισμούς στην επέκταση των κλαδικών.
Ως γνωστόν, οι ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις έδιναν τη δυνατότητα στους επιμέρους εργοδότες να συνομολογήσουν με τους εργαζόμενούς τους μειώσεις στο επίπεδο της γενικής συλλογικής σύμβασης, με την προϋπόθεση να συνυπογράψουν τα επιχειρησιακά σωματεία, ή στις μικρές επιχειρήσεις οι ομοσπονδίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει το ίδιο το υπουργείο ο αριθμός τέτοιων συμβάσεων δεν ξεπέρασε τις δέκα σε όλη την Ελλάδα.
Βέβαια, το ίδιο διάστημα έχει γίνει ένα όργιο υπογραφής ατομικών συμβάσεων εργασίας με μειώσεις μισθών που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν φτάσει και το 25%, ενώ οι ελαστικές μορφές εργασίας παρουσιάζουν αλματώδη αύξηση καλύπτοντας συνολικά το 40% των νέων προσλήψεων στους έξι πρώτους μήνες του 2011. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται ο στόχος εξαρχής ήταν το πλήρες ξήλωμα της εργατικής νομοθεσίας, ώστε μέσα στο καθεστώς της επιτηρούμενης οικονομίας μας να υπάρχει ένα σταθερό, και άρα «ελκυστικό» για τους επενδυτές, θεσμικό πλαίσιο.
Πού φαίνεται ότι «καταλήγουν» οι δυο πλευρές; Αφενός στην μεγαλύτερη διευκόλυνση υπογραφής των ειδικών συμβάσεων, με την κατάργηση της αιτιολογικής έκθεσης και την εμπλοκή του ΟΜΕΔ στη σύναψη τέτοιων συμβάσεων, αλλά και την επίσπευση της δικαστικής διαδικασίας ίδρυσης επιχειρησιακών σωματείων. Και αφετέρου στη διατύπωση πιο αυστηρών προϋποθέσεων για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων. Είναι φανερό από όσα διατυπώνει ανεπίσημα το υπουργείο, ότι άμεσα θα επιβληθεί καθεστώς ελέγχου(;) της αντιπροσωπευτικότητας των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών και κατάργηση της αναδρομικότητας ισχύος των επεκτάσεων (αν μια σύμβαση καταλήγει να κηρυχτεί υποχρεωτική το Σεπτέμβριο, να ισχύει από τότε και όχι από την ημερομηνία που ζήτησαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις την επέκτασή της).
Τέχνασμα ή ενδιάμεσο στάδιο;
Αν πιστέψουμε τις ανεπίσημες δηλώσεις της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, φαίνεται ότι οι κ. Κουτρουμάνης και Κουτσούκος αξιοποιούν την προηγούμενη συνδικαλιστική εμπειρία τους και φροντίζουν να δίνουν την εικόνα μιας αέναης διαπραγμάτευσης, που έτσι κι αλλιώς «ξεδοντιάζει» την όποια ισχύ διατηρούν οι κλαδικές και ομοιεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.
Βέβαια, υπάρχουν και οι πιο… καθαρές φωνές, όπως αυτή της Δράσης του Στέφανου Μάνου, που εγκαλεί την κυβέρνηση γιατί με τεχνάσματα «διατηρεί ένα απηρχαιωμένο εργασιακό περιβάλλον», όπου «εργαζόμενοι και επιχειρήσεις παραμένουν όμηροι των αντιδραστικών συνδικάτων και της γραφειοκρατίας». Και διατυπώνει με σαφήνεια τους επιδιωκόμενους στόχους: Κατάργηση του ΟΜΕΔ, της επέκτασης των συμβάσεων, άρση όλων των εμποδίων για σύναψη επιχειρησιακών συμβάσεων και θεσμοθέτηση «πραγματικά ευέλικτων σχέσεων εργασίας με την άρση κάθε είδους εμποδίου και περιορισμού».
Μήπως απλά αυτό είναι το πραγματικό σχέδιο;