Για το βιβλίο του Φρεντερίκ Λορντόν με τίτλο Σκοτώνουν τους Έλληνες… Χρονικά του ευρώ 2015.
Του Ορέστη Σταμόπουλου
Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε στην χώρα μας το βιβλίο του, Γάλλου οικονομολόγου και κοινωνιολόγου, Φρεντερίκ Λορντόν με τίτλο Σκοτώνουν τους Έλληνες… Χρονικά του ευρώ 2015. Το βιβλίο αποτελεί συλλογή άρθρων – αναλύσεων του Λορντόν αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα την προηγούμενη πολυτάραχη χρονιά. Τα άρθρα, γραμμένα σε μαχητικό και κριτικό τόνο, αναρτήθηκαν στο blog La Pompe Phynance (Η αντλία της φυλλοξήρας) του γαλλικού εντύπου Le Monde Diplomatique.
Ο Λορντόν, είναι ένας ριζοσπάστης διανοούμενος που ανήκει στην επονομαζόμενη Σχολή της Ρύθμισης που έχει τις ρίζες της στην σκέψη των Μαρξ και Κέυνς. Επίσης, αποτελεί ιδρυτικό μέλος της συσπείρωσης των Economistes Atterres (Αηδιασμένων οικονομολόγων). Ο Λορντόν ήταν, επίσης, από αυτούς που προοϊκονομούσαν την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και όταν αυτός βρισκόταν στον προθάλαμο της κυβερνητικής εξουσίας, τον Γενάρη του 2015.
Από το πρώτο κιόλας άρθρο του βιβλίου, Οι εναλλακτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ: να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι ή να το αναποδογυρίσει, ο Λορντόν παραθέτει εκτενώς στον αναγνώστη την ρηξιακή συλλογιστική του. Τα άρθρα του αφενός διαπνέονται από την συνεπή και τεκμηριωμένη κριτική στην ιδέα του «φαντασιακού ευρωπαϊσμού», και αφετέρου από την κριτική στην θέση του «εφικτού άλλου ευρώ».
Επιστροφή στην πολιτική κυριαρχία
Το μείζον, όμως, πολιτικό διακύβευμα για τον συγγραφέα, το οποίο και υπερσκελίζει όλα τα υπόλοιπα, είναι ένα: η επιστροφή εδώ και τώρα της λαϊκής – πολιτικής κυριαρχίας όλων των λαών της Ευρώπης. Τον πυρήνα της σκέψης του διαπερνά σταθερά η προσπάθεια αποδόμησης του πολιτικού αφηγήματος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για άρση της λιτότητας εντός της ευρωζώνης, αλλά και της συνακόλουθης δυνατότητας για «δημοκρατική επανίδρυση της Ευρώπης».
Ο συγγραφέας, θέτει στο στόχαστρο των πυρών του τον «επιτηδευσισμό» και τις «αυτολογοκρισίες», όπως τις αποκαλεί. Δηλαδή, την προσπάθεια των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς να προβάλουν ένα προφίλ φιλοευρωπαϊκών υπεύθυνων κομμάτων που σε καμία περίπτωση δεν προτίθενται να αμφισβητήσουν την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ, το γαλλικό Μέτωπο της Αριστεράς και το ισπανικό Podemos. Δυνάμεις, τις οποίες μέμφεται, γιατί λόγω της πολιτικής τους τύφλωσης και της ρεφορμιστικής τους ατολμίας, αφήνουν άπλετο χώρο για την επέλαση της, δήθεν αντισυστημικής, ακροδεξιάς.
Ακόμα, ο καθηγητής σημειώνει ότι η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ για σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό, «μόνο και όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες σε ευρωπαϊκό επίπεδο» διακατέχεται από το σύνδρομο του «ζακαταλισμού». Της πεποίθησης, δηλαδή, ότι σε μια μεμονωμένη χώρα δεν δύναται να πετύχει μια εξέγερση και ότι θα πρέπει να περιμένουμε καρτερικά μια ταυτόχρονη έκρηξη όλων των εξεγέρσεων. Άλλωστε και η Παρισινή Κομμούνα, όπως αναφέρει ενισχυτικά, δεν αποτέλεσε κατά κύριο λόγο μια διεθνιστική εξέγερση, αλλά σε μεγάλο βαθμό υπήρξε ένας πατριωτικός – εθνικός ξεσηκωμός.
Κριτική σε ιδεολογήματα
Μια άλλη παράμετρος, που θέτει επί τάπητος ο Λορντόν, αφορά τον σύγχρονο γερμανικό οικονομικό εθνικισμό που χαρακτηρίζει τις άρχουσες γερμανικές ελίτ, αλλά και το ίδιο το γερμανικό κοινωνικό – εκλογικό σώμα. Χαρακτηριστικά, υπογραμμίζει, ότι η ηγεμονική θέση της Γερμανίας εδράζεται πάνω στην θεμελιώδη αγωνία της «μήπως και δει να αλλοιώνονται οι νομισματικές αρχές της, οι οποίες και αποτελούν την καρδιά της μεταπολεμικής γερμανικής εθνικής ανασυγκρότησης». Ιδεολόγημα που, σήμερα, βρίσκει μεγάλη – και μάλιστα υπερκομματική – απήχηση στον γερμανικό λαό. Αυτό καταμαρτυρά και το γεγονός ότι η θέση της Άνγκελα Μέρκελ στο Eurogroup της 12ης Ιουλίου (σ.σ. όταν και συμφωνήθηκε το 3ο «αριστερό» μνημόνιο) είχε την υποστήριξη του 77% των Πράσινων και του 53% των υποστηρικτών του Die Linke…
Σφοδρή κριτική ασκεί, όμως, και στον οικονομισμό ο οποίος και «είναι εγγεγραμμένος μέσα στις ευρωπαϊκές συνθήκες» οδηγώντας έτσι σε «αυτιστικές, σχεδόν ρατσιστικές πολιτικές».
Παραθέτει, μεταξύ άλλων, στερεοτυπικές ατάκες όπως ότι «οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να πληρώσουν για τους Έλληνες δημόσιους υπαλλήλους» και ότι «εάν η Ελλάδα χρεοκοπήσει, θα πληρώσουν γι’ αυτούς οι Σλοβάκοι και οι Γερμανοί συνταξιούχοι». Καλώντας, ταυτόχρονα τους λαούς να μην δηλητηριάζονται απ’ αυτές αλλά να συμβάλλουν πολιτικά «στον επιθανάτιο ρόγχο του οικονομισμού, αυτού του εκφυλισμού της πολιτικής». Έναν οικονομισμό που έρχεται να επιβάλλει και να υποστηρίξει μέχρι θανάτου μια ελίτ ευρωπαίων πολιτικών, «μια γενιά μη πολιτικών, πολιτικών ανδρών (…) μια γενιά ηλιθίων, ανίκανων να σκεφτούν και βέβαια να κάνουν πολιτική», όπως γλαφυρά αναφέρει.
Από τα βέλη του, όμως, δεν ξεφεύγουν ούτε οι δημοσιογράφοι – φερέφωνα της ευρωπαϊκής «ορθόδοξης σκέψης», η «λεγεώνα παπαγάλων», όπως τους παρομοιάζει σκωπτικά. Μια ελίτ της ενημέρωσης που «γοητευμένη από την οικονομική ψευδογνώση (…) επαναλαμβάνει με σοβαρό ύφος την ανάγκη για οικονομικές εντολές που δεν καταλαβαίνει καθόλου».
Συνεχίζοντας την ριζοσπαστική κριτική του, μας υπενθυμίζει ότι η ανάδυση όλων αυτών των ελίτ, δεν είναι παρά ο ίδιος ο εκφυλισμός των πολιτικών ανδρών και των οργανικών διανοούμενων, από το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Ειδικοί – «αυθεντίες» δημιουργημένοι σε εργοστάσια, τα λεγόμενα think tanks, που τους μετέτρεψαν από ελεύθερα – δημιουργικά πνεύματα σε «μηχανικούς συστημάτων» – όλοι αυτοί είναι που αποτελούν την «κάστα των τεχνοκρατών», κατά τον Λορντόν.
Κλείνοντας, ο γάλλος διανοούμενος προτρέπει τις ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις και τους ευρωπαϊκούς λαούς να τολμήσουν τις «μονομερείς εξόδους», τόσο από το «αντιδημοκρατικό ευρώ» όσο και από την Ευρώπη των «τεχνοκρατικών εξαναγκασμών». Προτρέποντας, παράλληλα, για έναν πραγματικό ευρωπαϊσμό, βασισμένο στην συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών πάνω σε τομείς όπως η επιστημονική έρευνα, η καινοτομία και το πολιτισμικό σίμωμα. Και το πιο σημαντικό, όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο πραγματικής δημοκρατίας και εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας.
Για αυτό τρέμουν τα απανταχού δημοψηφίσματα οι ευρωκράτες…