Από τη Δευτέρα 4 Μαΐου μπαίνουμε και επισήμως στη δεύτερη περίοδο της πανδημίας. Πρόκειται για την προσπάθεια σταδιακής επαναφοράς της οικονομικής κυρίως δραστηριότητας η οποία προσπαθεί να πιάσει το νήμα της προηγούμενης κανονικότητας. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους, η επαναφορά δεν μπορεί να γίνει με σταθερό ρυθμό, αλλά θα προωθηθεί μέσα από συνεχείς πειραματισμούς και αβέβαια βήματα. Αρχικά θα επιτραπεί η κυκλοφορία χωρίς υπεύθυνη δήλωση, στην συνέχεια η λειτουργία των καταστημάτων, μετά τα σχολεία κ.ο.κ. Οι πιο φιλόδοξοι βλέπουν πως ίσως μπορεί αν γίνουν γρήγορα βήματα να μην πάει χαμένο το καλοκαίρι για την βαριά βιομηχανία της χώρας μας, τον τουρισμό.
Επιστημονικές ή πολιτικές αποφάσεις
Γίνεται μια προσπάθεια η επιλογή ανοίγματος της κοινωνίας και άρσης των καθολικών μέτρων καραντίνας να παρουσιαστεί ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των επιδημιολογικών δεικτών και ως αντικειμενικό εξαγόμενο της επιστημονικής έρευνας. Είναι η επιτροπή των εμπειρογνωμόνων που εισηγείται και η κυβέρνηση που αποφασίζει και εφαρμόζει. Είναι ο κ. Τσιόδρας, με το θετικό φορτίο στην κοινή γνώμη, που έρχεται να διαβεβαιώσει για την ορθότητα της απόφασης. Όπως είπε και ο Σαββόπουλος στην πολυσυζητημένη του συνέντευξη «η πολιτική ηγεσία έβαλε μπροστά τη γνώση και πάνω στη γνώση έκτισε την πολιτική, τη ρητορική της και την προπαγάνδα της».
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μάλλον όχι. Όπως την έγκαιρη επιβολή μέτρων δεν την επέβαλε η έγκαιρη και έγκυρη προετοιμασία των επιστημόνων, αλλά ο πανικός των κυβερνόντων για κατάρρευση του συστήματος υγείας μετά την εμπειρία της Ιταλίας. Όπως την ελλιπή διενέργεια διαγνωστικών τεστ, δεν την επέβαλε καμία οδηγία του ΠΟΥ (αντιθέτως μάλιστα), αλλά απαξιώθηκαν –επιστημονικά πάντα– ως λύση, ακριβώς γιατί η χώρα μας δεν είχε έγκαιρα καταφέρει να προμηθευτεί τα απαραίτητα υλικά, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Έτσι και τώρα το η σταδιακή άρση των μέτρων είναι μια ευθυγράμμιση της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Κίνητρο δεν αποτελεί η διασφάλιση της δημόσιας υγείας αλλά η επανεκκίνηση όπως-όπως της οικονομικής δραστηριότητας κατ’ απαίτηση των διεθνών αλλά και ελληνικών ελίτ.
Απαραίτητη η διατίμηση στις μάσκες
Ένα αντίστοιχο θέατρο του παραλόγου, όπου οι πολιτικές σκοπιμότητες ντύθηκαν τον μανδύα του επιστημονικού λόγου, παίχτηκε και με τη χρήση της μάσκας. Με διαλυμένη την εγχώρια παραγωγή, η χώρα μας δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες χώρες στην αγορά των δυσεύρετων μασκών, αφήνοντας απροστάτευτο μέχρι και το προσωπικό των νοσοκομείων. Τότε οι υπεύθυνοι διαβεβαίωναν πως η χρήση μάσκας δεν βοηθά, αντιθέτως ίσως να έχει και αρνητικές επιπτώσεις. Σήμερα που δύο μονάδες, άρχισαν με την στήριξη της κυβέρνησης την παραγωγή μασκών, η χρήση της γίνεται καθολικά επιβεβλημένη, ενώ επιβάλλεται και νομικά σε συγκεκριμένους χώρους.
Δυστυχώς η συζήτηση για την μάσκα γίνεται για ακόμη μια φορά αλά ελληνικά, με τα κόμματα να κοκορομαχούν για το ποιος κολλητός ποιανού υπουργού είναι τελικά ο εκλεκτός που θα πάρει το πακέτο της κατασκευής της μάσκας. Την ίδια στιγμή οι πολίτες θα κληθούν να ξοδέψουν αρκετά χρήματα, απ’ τον ήδη επιβαρυμένο οικογενειακό προϋπολογισμό, για να προμηθευτούν μάσκες για τα ΜΜΜ, το σουπερ μάρκετ, τους μαζικούς χώρους εργασίας, για να είναι ασφαλείς αλλά και νόμιμοι.
Αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι ο κίνδυνος ενός πάρτι κερδοσκοπίας σαν αυτά που είδαμε τον πρώτο καιρό της πανδημίας με τα αντισηπτικά. Είναι υποχρέωση του κράτους να φροντίσει αυτό να μη συμβεί. Η διατίμηση στις μάσκες είναι ένα μέτρο που θα έπρεπε να έχει ληφθεί πριν την άρση των μέτρων και όχι να αφήνεται ανοιχτό σαν ενδεχόμενο σύμφωνα με τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη ή να απορρίπτεται σαν μέτρο που θα οδηγούσε σε έλλειψη μασκών όπως δήλωσε ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Γεωργιάδης.