Eπιμέλεια: Γιάννης Σχίζας
Την 1η Οκτωβρίου 2021 μια θαλάσσια έκταση ίση με το μέγεθος της Γαλλίας στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό, θεσπίζεται επίσημα ως θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή. Ο εντοπισμός αυτού του απομονωμένου παράδεισου για πολλά είδη θαλάσσιας πανίδας αλλά κυρίως για τα θαλασσοπούλια, αποτελεί ένα εκπληκτικό παράδειγμα συνεργασίας πολλών ερευνητικών ομάδων και το προϊόν μια τεράστιας προσπάθειας συλλογής δεδομένων τηλεμετρίας, από το 2016, υπό τον συντονισμό της BirdLife International. Η ανάλυση όλων των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν οδήγησε τελικά στη θέσπιση της Θαλάσσιας Προστατευόμενης Περιοχής NACES (North Atlantic Current and Evlanov Seamount, δηλαδή του Ρεύματος του Βόρειου Ατλαντικού και του θαλάσσιου όρους Εβλάνοφ), ενώ είναι η πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο που αναγνωρίζεται και οριοθετείται μια θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή στην ανοικτή θάλασσα με τη χρήση δεδομένων παρακολούθησης και, συγκεκριμένα, τηλεμετρίας. Για τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της NACES, η BirdLife International χαρτογράφησε την αφθονία και την ποικιλότητα 21 ειδών θαλασσοπουλιών, αναλύοντας δεδομένα παρακολούθησης, φαινολογίας καθώς και πληθυσμιακές εκτιμήσεις.
Η διαδικασία ανέδειξε ένα σημαντικό κέντρο βιοποικιλότητας (hotspot) που χρησιμοποιείται ετησίως από 5 εκατομμύρια θαλασσοπούλια από περισσότερες από 56 αποικίες του Βόρειου και Νότιου Ατλαντικού, κυρίως ως χώρος τροφοληψίας. Οι αριθμοί αυτοί είναι από τους σημαντικότερους που έχουν καταγραφεί για μεταναστευτικά πουλιά στον Ατλαντικό και σίγουρα η πρώτη φορά που τεκμηριώνονται τέτοιου μεγέθους συγκεντρώσεις θαλασσοπουλιών στην ανοιχτή θάλασσα!
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι πληθυσμοί των θαλασσοπουλιών έχουν μειωθεί κατά 70% τα τελευταία 50 χρόνια και σήμερα αποτελούν την πιο απειλούμενη ομάδα πουλιών στον κόσμο.
Καθώς η περιοχή βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα και δεν υπάγεται σε καμία εθνική δικαιοδοσία, η διαδικασία καθορισμού της NACES ως θαλάσσιας προστατευόμενης περιοχής υπήρξε περίπλοκη. Η αρχική πρόταση έγινε το 2017 στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος του Βορειοανατολικού Ατλαντικού (Σύμβαση OSPAR) η οποία είναι το νομοθετικό μέσο που ρυθμίζει τη διεθνή συνεργασία για την προστασία του περιβάλλοντος στον Β.Α. Ατλαντικό. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια ελέγχων και αναθεωρήσεων για να ανακηρυχθεί τελικά η NACES προστατευόμενη περιοχή!
Ο θαλάσσιος πυθμένας της NACES περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα βιοτόπων και η περιοχή χαρακτηρίζεται από μια πολύπλοκη σειρά βαθυμετρικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένων αβυσσικών πεδιάδων, κορυφογραμμών, φαραγγιών και θαλασσίων ορέων ‒ συμπεριλαμβανομένου του θαλάσσιου όρους Εβλάνοφ από το οποίο πήρε το όνομά του η περιοχή. Η BirdLife International έχει ζητήσει την πλήρη προστασία της NACES, από τον πυθμένα έως την επιφάνεια της θάλασσας, για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημικών διαδικασιών που υποστηρίζει.
Η τεχνολογία στην υπηρεσία των μεταναστευτικών πουλιών
Το νησί των Αντικυθήρων, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, στην απόληξη της Βαλκανικής χερσονήσου, προσελκύει κάθε χρόνο μεγάλο αριθμό μεταναστευτικών πουλιών που μετακινούνται κάθε άνοιξη και φθινόπωρο μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, καθιστώντας το νησί μία από τις σημαντικότερες μεταναστευτικές στενωπούς της Ελλάδας.
Η συγκέντρωση τόσο μεγάλων πληθυσμών πουλιών σε ένα τόσο μικρό νησί προσφέρει ιδανικές συνθήκες για τη συστηματική μελέτη τους, γι’ αυτό και στο νησί λειτουργεί από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία ο Ορνιθολογικός Σταθμός Αντικυθήρων, ένας από τους σημαντικότερους Ορνιθολογικούς Σταθμούς στην ανατολική Μεσόγειο.
Από φέτος το φθινόπωρο, στον Ορνιθολογικό Σταθμό Αντικυθήρων λειτουργεί ένας πλήρως λειτουργικός αυτοματοποιημένος σταθμός τηλεμετρίας! Πρόκειται για τον πρώτο σταθμό τέτοιου τύπου που λειτουργεί στη Βαλκανική Χερσόνησο, στην υπηρεσία των μεταναστευτικών πουλιών.
Ο σταθμός αυτός θα επιτρέψει στους ερευνητές να μετρήσουν τη διάρκεια στάθμευσης των μεταναστευτικών πουλιών στο νησί, ώστε στη συνέχεια να προσφέρουν νέα δεδομένα στην κατανόηση της συμπεριφοράς και της φυσιολογίας των μεταναστευτικών πουλιών που σταθμεύουν στα Αντικύθηρα, αφού έχουν ήδη διασχίσει τα μεγάλα οικολογικά φράγματα της ερήμου Σαχάρας και της Μεσογείου.
Ο σταθμός τηλεμετρίας θα ενταχθεί σύντομα στο σύστημα Motus, ένα παγκόσμιο δίκτυο ερευνητών που χρησιμοποιούν ραδιοπομπούς ώστε να παρακολουθούν τις μετακινήσεις χιλιάδων μεταναστευτικών πουλιών. Παρόλο που η παρακολούθηση των μικρών σε μέγεθος πουλιών μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, τόσο από τεχνική όσο και από οικονομική άποψη, η πρόοδος στην τεχνολογία ραδιοπαρακολούθησης μας επέτρεψε να χρησιμοποιήσουμε πομπούς βάρους μόλις μισού γραμμαρίου (0,45 gr) και ως εκ τούτου να είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε ακόμη και τους πιο μικροσκοπικούς φτερωτούς μετανάστες!
Η εγκατάσταση του σταθμού έγινε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Routes» που υποστηρίζεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας. Η υλοποίηση του προγράμματος γίνεται από το Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε συνεργασία με την Ελληνική Ορθολογική Εταιρεία.
Κοινή ιαπωνική και ευρωπαϊκή αποστολή
Η πρώτη κοινή ευρω-ιαπωνική διαστημική αποστολή με προορισμό τον Ερμή, η BepiColombo, φθάνει στις 2/10/21 στον κοντινότερο στον Ήλιο πλανήτη. Όμως, επειδή κινείται πολύ γρήγορα θα προσπεράσει τον Ερμή, ο οποίος θα επιβραδύνει κάπως την ταχύτητα του σκάφους. Θα χρειαστούν και άλλες κοντινές διελεύσεις του BepiColombo πριν καταφέρει να τεθεί σε σταθερή και ελεγχόμενη τροχιά γύρω από τον πλανήτη προς το τέλος του 2025.
Κατά την αποψινή πρώτη προσέγγιση το σκάφος θα περάσει σε απόσταση περίπου 200 χιλιομέτρων από τον Ερμή, τον οποίο θα φωτογραφήσει, αν και όχι με τις κάμερες υψηλής ανάλυσης που διαθέτει, κάτι που θα συμβεί τα επόμενα χρόνια. Ένα μέρος του σκάφους έχει κατασκευαστεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος (ESA) και ένα άλλο από την Ιαπωνική Διαστημική Υπηρεσία (JAXA). Αυτά τα δύο ξεχωριστά τμήματα έχουν «παντρευτεί» για να δημιουργήσουν μία ενιαία διαστημοσυσκευή, αλλά θα διαχωριστούν όταν αυτή τεθεί στην τελική τροχιά της το 2025. Τότε θα τεθούν το καθένα σε ξεχωριστή τροχιά και θα ακολουθήσουν διαφορετικούς επιστημονικούς ρόλους.
Το ευρωπαϊκό Mercury Planetary Orbiter (MPO) θα έχει ως προτεραιότητα να χαρτογραφήσει τη γεμάτη κρατήρες επιφάνεια του πλανήτη (που θυμίζει τη Σελήνη) και να συλλέξει στοιχεία για τη δομή και σύνθεση της επιφάνειάς του, καθώς και του υπεδάφους του. Το ιαπωνικό Mercury Magnetospheric Orbiter (MMΟ) θα μελετήσει το μαγνητικό πεδίο του Ερμή και την αλληλεπίδρασή του με τον ηλιακό «άνεμο», τη μάζα φορτισμένων σωματιδίων που ο Ήλιος εκτοξεύει στο διάστημα.
Η επόμενη κοντινή βαρυτική διέλευση θα γίνει τον Ιούνιο του 2022, επιβραδύνοντας περαιτέρω το σκάφος. Θα ακολουθήσουν νέες διελεύσεις τον Ιούνιο του 2023, τον Σεπτέμβριο του 2024, τον Δεκέμβριο του 2024 και τον Ιανουάριο του 2025. Το σκάφος αναμένεται να αρχίσει την πλήρη λειτουργία των επιστημονικών οργάνων του το 2026.
Η νέα αποστολή ελπίζεται ότι θα φωτίσει περισσότερο τα μυστήρια του Ερμή, όπως τον υπερμεγέθη σιδερένιο πυρήνα του, που εκτιμάται ότι αποτελεί περίπου το 60% της μάζας του πλανήτη. Το σκάφος φέρει το όνομα του Ιταλού επιστήμονα και μηχανικού Τζιουζέπε «Μπέπι» Κολόμπο (1920-1984), ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη του Ερμή και οι υπολογισμοί του επέτρεψαν στο σκάφος Mariner 10 της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) να φθάσει στον πλανήτη το 1974-75. Ακολούθησε η αποστολή του Messenger της NASA που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Ερμή το 2011-15.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ