Του Μάριου Διονέλλη.
Συγγνώμη, αλλά εγώ δεν έχω αυθαίρετο.
Και μένω τόσα χρόνια στο νοίκι γιατί δεν πήγα να το χτίσω το οικοπεδάκι εκτός σχεδίου. Όχι επειδή ήμουν τίμιος, αλλά επειδή δεν είχα λεφτά. Και τώρα που νομιμοποιούνται τα αυθαίρετα για να βγάλει φράγκα η κυβέρνηση, ανακαλύπτω πως ήμουν απλά ηλίθιος. Γιατί θα έπρεπε να κάνω το σκατό μου παξιμάδι και να τα βρω τα λεφτά, να βάλω έστω ένα κεραμίδι και ένα ράντσο. Για να το λέω σπίτι και για να πληρώσω σήμερα το πρόστιμο και να το νομιμοποιήσω. Και τελικά θα είχα πράγματι ένα σπίτι ή για μείνω από κάτω ή για να παίρνω το νοίκι και να το δίνω στο άλλο νοίκι.
Και σήμερα είμαι απέναντι στον φουκαρά που κάπως έτσι πρόλαβε να χτίσει το δικό του. Απέναντι και στο λαμόγιο που πέταξε τη βιλάρα στο δάσος, μέσα σε μια νύχτα. Τώρα χωριστήκαμε στα δύο. Όσοι προλάβανε και όσοι πιαστήκαμε κορόιδα.
Και για έναν ακόμα λόγο είμαστε απέναντι. Γιατί δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή δικαιολογία. Ούτε τα προσχήματα, ούτε σχέδιο για το που πρέπει πράγματι να μεγαλώσουν οι πόλεις και που όχι. Ούτε χωροταξία, ούτε σκέψη για το ποιοι έχουν πραγματικά ανάγκη και ποια πρέπει να ξηλωθούν εκ βάθρων και εκ πλακακίων της πισίνας.
Αρκεί να έχεις λεφτά. Τίποτα άλλο. Δώσε λεφτά στο κράτος και παρανόμησε. Λίγο ή πολύ, ανάλογα με το κομπόδεμά σου. Ελεύθερα. Κάνουμε και δόσεις. Δεν απελπίζομαι όμως. Έτσι ακριβώς, χωρίς σχέδιο, ελπίζω στην επόμενη γενιά αυθαιρέτων, που σίγουρα θα ‘ρθει. Και στα επόμενα δέκα χρόνια θα έχω χτίσει και το δικό μου. Και τότε κάποιος Παπακωνσταντίνου θα θέλει να μαζέψει λεφτά. Και τότε θα έρθει η σειρά μου και θα περάσω στην απέναντι όχθη. Θα είμαι σ’ αυτούς που προλάβαμε και όχι σ’ αυτούς που πιάστηκαν κορόιδα.
Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να έχω και παιδιά και να είναι τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα τότε και να είναι το σπίτι πραγματική σωτηρία.
Και τότε, από την πολλή μου την ανάγκη, μπορεί και να τον ψηφίσω τον αντίστοιχο μπαγάσα. Το ξέρει και με περιμένει στη γωνία από τώρα.