Σε μια περίοδο παγκόσμιας αταξίας, σε μια περιοχή όπου με ένταση προωθείται ένας μεγάλος γεωπολιτικός αναδασμός (Ν.Α. Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Αιγαίο, Μαύρη Θάλασσα), δεν επαρκούν οι «συμμαχίες» και οι «προστασίες» που δίνουν η Chevron ή η Exxon στα θαλάσσια οικόπεδα, το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε., το… καλό Ισραήλ. Η εθνική υπόσταση και η κυριαρχία της Ελλάδας δεν υπολογίζονται από κανέναν, και μια μείωσή τους δεν ενοχλεί και κανέναν από όσους μετέχουν στις «μοιρασιές». Μοιρασιές που γίνονται δια της ισχύος, δια των όπλων, με αλλαγή μέχρι και συνόρων, με καταπατήσεις, με υβριδικούς και ανοικτούς πολέμους, με δορυφοροποιήσεις και απειλές επεμβάσεων. Για να ποντίσεις ένα καλώδιο θα ρωτάς την Άγκυρα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα έξω από τα 6 μίλια, και πολλές περιοχές της σημερινής Ελλάδας (και Κύπρου) θα τουρκοποιηθούν. Η περαιτέρω ΝΑΤΟποίηση και το φύτεμα νέων αμερικανικών βάσεων ή μια ισραηλινή ομπρέλα (πληρώνοντας έναν ισραηλινό εποικισμό) απλώς δεν προστατεύει την αποικία Ελλάς. Τουρκοποίηση, αμερικανοποίηση και ισραηλινοποίηση βουλιάζουν και διαλύουν τη χώρα.
Αλλά όλα αυτά συσσωρεύονται ως παράγοντες και δημιουργούν μια πιο εκρηκτική κατάσταση, αν λογαριάσουμε και την εσωτερική πλευρά της διάλυσης (ή επιθετικού μεταπρατικού αποικιακού «εκσυγχρονισμού») που επέβαλαν τα 3 μνημόνια και το παραπαίον και σε βαθιά κρίση πολιτικό σύστημα. Διότι είναι ένα πράγμα να διαπιστώνεις ότι «τίποτα μάλλον δεν μπορεί να γίνει», και είναι άλλο πράγμα μια πιο αντικειμενική ματιά στην πραγματική κατάσταση κοινωνίας και πολιτικού συστήματος. Στο παρόν σημείωμα θα ασχοληθούμε με ορισμένα ζητήματα εσωτερικής υφής και εξελίξεων.
Ρευστότητα και ωδίνες
Παρά τις δηλώσεις της κυβέρνησης ότι όλα πάνε προς το καλύτερο, όλα τα σημάδια (δηλαδή εξελίξεις, σκάνδαλα, δηλώσεις δυναμικών παραγόντων, δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης, δυσφορία και κινητοποιήσεις) δείχνουν ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο που:
α) Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει πάρει την κατιούσα, έχει χάσει κάθε αξιοπιστία, δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς τραντάγματα, έρχεται το τέλος της.
β) Στον πολιτικό στίβο υπάρχει ένας μεγάλος κατακερματισμός και μεγάλων διαστάσεων κρίση αντιπροσώπευσης· τα κόμματα είναι μικρά, χωρίς ακροατήρια, χωρίς ρεύμα μέσα στην κοινωνία.
γ) Δεν προβάλλει κανένα εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα ή σχέδιο που να συσπειρώνει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
δ) Η αναξιοπιστία όλων των φορέων του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος είναι σε άνοδο.
ε) Κανένας δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για ένα μεγάλο εθνικό και κοινωνικό εγχείρημα που να αντιμετωπίσει το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας.
Άρα σε πολιτικό επίπεδο έχουμε την εξής εικόνα: Η Ν.Δ. στο είκοσι και κάτι. Το ΠΑΣΟΚ κολλημένο στο 13%, χωρίς να μπορεί να απογειωθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ στο 5-6%. Η Ελληνική Λύση στο 8-9%. Κάπου εκεί και η Πλεύση Ελευθερίας, που βλέπει να μειώνονται τα ποσοστά που της έδιναν προηγούμενες μετρήσεις. Το ΚΚΕ σταθερά γύρω στο 8%. Όλα τα άλλα κάπου μεταξύ 3-4%, με κόπο να μπαίνουν ή να μην μπαίνουν στη Βουλή. Ο Κανένας (στην ερώτηση «Ποιος είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός;») προηγείται με σταθερότητα και διαφορά. Υπάρχουν όμως και ορισμένα καινούργια στοιχεία:
– Κινητικότητα στον χώρο της Δεξιάς. Δελφινομαχία και προετοιμασία για την επόμενη μέρα. Αγωνία για το αν ο Σαμαράς θα προχωρήσει ή όχι σε νέο κόμμα.
– Στο ΠΑΣΟΚ είναι έτοιμη μια νέα κρίση. Ήδη προσχωρούν στη Ν.Δ. ο Λοβέρδος και μια μικρή του παρέα, ενώ η κα Διαμαντοπούλου με τις δηλώσεις της προκαλεί αναταράξεις. Οι Γερουλάνος και Δούκας θέτουν προβλήματα. Ο Ανδρουλάκης πιέζεται, αλλά το ΠΑΣΟΚ οφείλει να διαλέξει (ακόμα και μέσα από διάσπαση) ανάμεσα σε κεντροδεξιά ή κεντροαριστερή πλεύση, σε χαμηλό όμως ποσοστό σε κάθε περίπτωση. Κάπου πρέπει να κολλήσει εντός συστήματος, Δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει.
– Τα θραύσματα του ΣΥΡΙΖΑ (τουλάχιστον 4-5 κόμματα) βιώνουν μια βαθιά κρίση αναξιοπιστίας και τελούν υπό την αναμονή κινήσεων Τσίπρα.
– Το ΚΚΕ είπαμε, σταθερό, αναγγέλλει το 22ο συνέδριό του, ενώ αντιμετωπίζει μια εσωτερική γκρίνια και διάσταση για τη συστημική συμπεριφορά του, πράγμα που φάνηκε με τις αποχωρήσεις πολλών συνδικαλιστικών στελεχών του, καθώς και τη στάση του για τον πόλεμο στην Ουκρανία (ίσες αποστάσεις, ιμπεριαλιστικός πόλεμος κ.λπ.).
– Η Ελληνική Λύση και η Νίκη αναμένεται να πιεστούν εφόσον ο Σαμαράς προχωρήσει στη δημιουργία κόμματος.
– Τέλος, υπάρχει ο απόηχος για το αν η κα Καρυστιανού προχωρήσει στη δημιουργία κάποιου φορέα και πάρει μέρος στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, οπότε αρκετά μπορούν να αλλάξουν στον πολιτικό στίβο και στα ποσοστά των κομμάτων.
Το σχετικό αδιέξοδο διακυβέρνησης που μπορεί να προκύψει μετά από εκλογική αναμέτρηση (ή δύο αναμετρήσεις) τροφοδοτεί ήδη πολλές διεργασίες σε πολλά επίπεδα. Οι ελληνικές ελίτ (παραδοσιακοί αλλά και σχετικά νέοι ολιγάρχες) ανακατεύονται πιο ενεργά με το πολιτικό σκηνικό: ήταν ενδεικτική η πολιτική παρέμβαση του εφοπλιστή και ιδιοκτήτη ΜΜΕ κ. Μαρινάκη πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα οι Πρεσβείες δραστηριοποιούνται και ήδη προαναγγέλλονται εξελίξεις με την άφιξη –μάλλον στις 10 Οκτωβρίου– της νέας Αμερικανίδας πρέσβειρας στην Αθήνα.
Η ρευστότητα μεγεθύνεται και λόγω της πιθανής ίδρυσης νέων κομματικών φορέων και κινήσεων. Είναι παράδοξο, αλλά υπάρχουν δηλώσεις, ενδείξεις, κινήσεις που προαναγγέλλουν την πιθανή δημιουργία 3 νέων φορέων: γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα, τον Αντώνη Σαμαρά, την κα Καρυστιανού. Αν δημιουργηθούν ή όχι θα φανεί. Αλλά ήδη όλοι κάνουν λογαριασμούς και υπολογισμούς (μοιάζει σαν να παίζεται «Στοίχημα») με την πιθανότητα αυτή. Ένα στα τρία, δύο στα τρία ή τρία στα τρία; Θα το δούμε σχετικά σύντομα. Υπάρχει και το πιο απίθανο: να μην γίνει κανένα στα τρία. Όλα αυτά εντείνουν τη ρευστότητα αλλά και τις ωδίνες για νέο πολιτικό σκηνικό.
Δεν πρέπει βαδίσουμε την πεπατημένη, αλλά αντίστροφα και ουσιαστικά. Έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη μαζική εξωκοινοβουλευτική δράση και κινητοποίηση της κοινωνίας, από την προβολή στόχων και αιτημάτων, από την άσκηση πίεσης και αποτελεσμάτων πριν προχωρήσουν άλλα βήματα
Το ελλείπον και συνάμα αναγκαίο
Η διάσταση κοινωνίας και πολιτικού συστήματος είναι δεδομένη και βαθαίνει. Ιδιαίτερα με τα δύο μείζονα θέματα που είναι ενεργά: Τα Τέμπη και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Το καθεστώς Μητσοτάκη είναι μια παραλλαγή της «δημοκρατορίας» με ελληνικά χαρακτηριστικά, και εκβιάζει όλες τις πλευρές με το ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στο προσκήνιο. Η δυσφορία όμως και η οργή του κόσμου μεγαλώνει, ακόμη κι αν δεν είναι εύκολο να αποκτήσει μια αξιόπιστη πολιτική φωνή. Η ακρίβεια, η διαφθορά και σαπίλα, η διάλυση όλων των υποδομών (υγεία, παιδεία, μεταφορές κ.λπ.), η επιθετικότητα της εξουσίας, όλα αυτά κάνουν πάρα πολύ δύσκολο τον αγώνα του κάθε πολίτη για επιβίωση (εκτός μιας μικρής μειοψηφίας που πλουτίζει σε αυτές τις συνθήκες). Η μαφιοποίηση της δημόσιας ζωής εντείνει ακόμα περισσότερο τη δυσφορία και αγανάκτηση.
Υπάρχει η ανάγκη να μπει ένα τέλος σε αυτή τη σαπίλα και αποσύνθεση, σε αυτήν την κοινωνική διάλυση και εκποίηση της χώρας και του μέλλοντος. Υπάρχει ανάγκη να φύγει αυτή η κυβέρνηση και να ανοίξει ο δρόμος για έναν βαθύ και ουσιαστικό εκδημοκρατισμό σε όλα τα πεδία. Δυναμώνει η ανάγκη κάτι να γίνει, να υπάρξει μια αλλαγή, μια αποτελεσματικότητα.
Σε αυτές τις συνθήκες λείπει κραυγαλέα ένα μεγάλο πολιτικό εγχείρημα – κίνημα – φορέας που να είναι σε θέση να αλλάξει συσχετισμούς, να ανοίξει δρόμους, να συμβάλει στην αντιμετώπιση του Υπαρξιακού Προβλήματος της χώρας. Αυτό το κενό, αυτή η έλλειψη πρέπει να καλυφθεί. Να καλυφθεί σε όλες τις αναγκαίες διαστάσεις της: Μέσα στην κοινωνία με μια νέα συνείδηση και μια συλλογική θέληση. Με εφεύρεση τρόπων και μέσων ώστε να μπορεί να εκφράζεται και να συμμετέχει, δηλαδή με μορφές συγκρότησης, οργάνωσης, συμμετοχής, διαβούλευσης. Με διαδικασίες που να δίνουν αυτές τις δυνατότητες.
Η ίδρυση απλά ενός κόμματος δεν τα καλύπτει όλα αυτά. Αυτά πρώτα πρέπει να υπάρξουν με τη μορφή ενός γειωμένου πραγματικού εγχειρήματος, και μετά να εκφραστούν, εφόσον κριθεί απαραίτητο, και στα υπόλοιπα πεδία (π.χ. εκλογές). Δεν πρέπει βαδίσουμε την πεπατημένη, αλλά αντίστροφα και ουσιαστικά. Έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη μαζική εξωκοινοβουλευτική δράση και κινητοποίηση της κοινωνίας, από την προβολή στόχων και αιτημάτων, από την άσκηση πίεσης και αποτελεσμάτων πριν προχωρήσουν άλλα βήματα.
Για παράδειγμα τα Τέμπη πρέπει να υπάρξουν ως κίνημα, να συνεχίσουν ως μεγάλο μαζικό κίνημα με διαδικασίες και γενικό αίτημα τον εκδημοκρατισμό, και όχι να βιάζονται να γίνει ένα προσωποπαγές κόμμα χωρίς διαδικασίες και πρόγραμμα γιατί τάχα αυτό είναι μια «ιστορική ευκαιρία». Το κίνημα των Τεμπών έχει δώσει πολλά τα τελευταία 2 χρόνια, και πρέπει να δώσει κι άλλα. Όμως για να υπάρξει ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό εγχείρημα συντρέχουν και άλλοι όροι, που πρέπει να τους γνωρίζουμε και να πασχίζουμε για την επίτευξή τους: χρειάζεται μια πολιτική και ιδεολογική πυκνότητα, μια πιο ουσιαστική συμφωνία σε βασικά ζητήματα. Και τούτο γιατί το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας δεν έχει μία μόνο διάσταση. Χρειάζονται απάντηση –κι όχι απλά γενικά λόγια, καταγγελίες και συνθήματα– μια σειρά ζητήματα: γεωπολιτικής φύσης, σχέσεων με Ε.Ε., τουρκικού επεκτατισμού, σχέσεων με ΗΠΑ και Ρωσία, τι είδους οικονομική ανασυγκρότηση και πώς, τι είδους πολιτεία θέλουμε και μπορούμε, ποια παιδεία, ποια δημόσια διοίκηση.
Το «πάνω» και το «κάτω»
Όλα αυτά (και άλλα συναφή) θέτουν ένα άλλο ζήτημα, ας το πούμε προγραμματικό και επιτελικό. Με άλλα λόγια, πρόβλημα ηγεσίας και συγκρότησής της. Δεν είναι εύκολο, και ούτε ο «ελληνικός τρόπος» βοηθά πολύ στην επίλυσή του. Το πρόβλημα του «πάνω» και του «κάτω» είναι σύνθετο. Το «πάνω» είναι συμπύκνωση πολλών παραγόντων (εποχής, ιδεών, ρευμάτων, προσώπων), αλλά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να εκφράζει το «κάτω» και να στηρίζεται σε αυτό, να είναι τμήμα του. Το «κάτω», όσο ωραίο και αν ακούγεται, όσο απαραίτητο, αναγκαίο, ζωογόνο και πλούσιο και αν είναι, δεν φθάνει να ολοκληρώσει στόχους και προοπτικές χωρίς το μπόλιασμα με ιδέες, χωρίς την ανάδειξη μιας άξιας ηγεσίας που να το υπηρετεί με αφιέρωση και χωρίς ιδιοτέλεια.
Τα 15 χρόνια που πέρασαν πρόσφατα με μνημόνια και μεγάλες κινητοποιήσεις και ενεργοποίηση της κοινωνίας (αντιμνημονιακό, κίνημα Τεμπών κ.λπ.) έδειξαν πως υπάρχουν πολλά βήματα, πολλές υπερβάσεις που πρέπει να γίνουν. Το χειρότερο είναι να παρασύρεται κανείς από τις σειρήνες του «κάνω πολιτική» με ποσοστά και κοινοβουλευτικές προδιαγραφές, αδιαφορώντας τελικά για το «κάτω», ή στην καλύτερη να το επικαλούμαστε ενώ το μυαλό είναι στα ποσοστά. Το «κάτω» έχει δικές του ανάγκες, που όλα τα μέχρι σήμερα εγχειρήματα δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους. Όπως δεν φρόντισαν να δημιουργηθεί μια σύγκλιση σε προγραμματικό επίπεδο, σε προτάσεις διεξόδου της χώρας, καταλήγοντας τις περισσότερες φορές σε εντελώς προσωποπαγή σχήματα, κόμματα, κινήσεις.
Δεν επιδιώχθηκε συνολική ματιά στο Υπαρξιακό Πρόβλημα της χώρας και τις Προϋποθέσεις για την επίλυσή του, ούτε καταβλήθηκε σοβαρή σκέψη για το τι θα σήμαινε σήμερα ένα σύγχρονο Υποκείμενο, και ποιες ανάγκες θα έπρεπε να καλυφθούν, ούτε έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια συσπείρωσης και σύνθεσης. Φτιάχτηκαν ομοιώματα ή ρέπλικες του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, φτιάχτηκαν εντελώς προσωποπαγή κόμματα χωρίς βάση και χωρίς διαδικασίες, κι ό,τι πήγε λίγο να ξεχωρίσει καταπολεμήθηκε, ή με τον εισοδισμό αλώθηκε (π.χ. Σπίθα).
***
Η βιασύνη δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Η αξιοπιστία, για να κερδηθεί ξανά, θέλει μέθοδο, σοβαρότητα και δουλειά σε όλα τα επίπεδα. Έχουμε ανάγκη από διαδικασίες, από τρόπο, από συσπείρωση, από κίνηση, από ενότητα, από επιμονή. Έχουμε ανάγκη η λαϊκή διαθεσιμότητα να μπολιαστεί με στοιχεία νέας συνείδησης και αντίστασης. Έχουμε ανάγκη συμμετοχής κι όχι αναμονής Μεσσία ή «ανάθεσης» σε κάποιον κομματικό φορέα. Η χώρα και η κοινωνία χρειάζονται έναν «μπούσουλα», όχι ένα ακόμα κόμμα. Η συζήτηση περί «ευκαιριών» έχει ξαναγίνει και γίνεται συνεχώς. Η ατολμία πολλές φορές τιμωρείται. Πιο γνωστικοί έχουν πει ότι μακάρι το κίνημα των Τεμπών να καταφέρει ό,τι το Πολυτεχνείο του 1973. Καλή κουβέντα. Ας δούμε με προσοχή τι κουβαλούσε το Πολυτεχνείο σαν κεντρικές ιδέες, σαν πρόγραμμα. Ας δούμε μετά τι έφερε η Μεταπολίτευση και τι ιδέες φύτεψε (αυταπάτες, προδοσίες Κύπρου, νομή της εξουσίας, συνέχιση μεταπρατισμού και άλλα). Ας δούμε τι οδήγησε στη Χρεοκοπία του 2010. Ας δούμε τι έφεραν κι αν ποτέ βγήκαμε από τα μνημόνια. Ας σκεφτούμε τι χρειάζεται για να βγούμε από αυτό το καθεστώς και να βαδίσει η Ελλάδα σε έναν δρόμο εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικής αλλαγής. Η χώρα και η κοινωνία χρειάζονται μια Ταυτότητα και ένα Νόημα. «Κάτω», «πάνω», ταυτότητα και νόημα. Και η πολιτική ως μεσολαβητής, ως εγχείρημα μεγάλων ακροατηρίων, ως μεταποιητής αναγκών και θελήσεων, ως χειραφετητική δύναμη. Όχι ως ποσοστό…
Σε κάτι τέτοιο προσπαθούμε να συμβάλλουμε με τη δικτύωση για το Υπαρξιακό Πρόβλημα της Ελλάδας και το 2ο συνέδριο που θα γίνει τον προσεχή Νοέμβριο με τίτλο «Η Ελλάδα που χάνεται – Η Ελλάδα που θέλουμε».
Θα επανέλθουμε.
ΥΓ: Η επίθεση που γίνεται στο κίνημα των Τεμπών, π.χ. «τσαντιροκατάσταση» (Πορτοσάλτε), «να μην γίνουμε σαν την Καρυστιανού» (Διαμαντοπούλου), «συμμαχία τολουολίου» (Μητσοτάκης) και τόσα άλλα αισχρά που κυκλοφορούν, αλλά και δήθεν παραινέσεις προς την κα Καρυστιανού, δείχνουν τον φόβο για την ακηδεμόνευτη, λαϊκή, γνήσια έκφραση του ριζοσπαστισμού. Αυτού που σαν υπόγειο και φανερό ρεύμα κάνει κάθε τόσο την απειλητική προς το σύστημα επανεμφάνισή του. Τι «όχλο», τι «εθνολαϊκιστές», τι «φασιστικό», τι «ψεκασμένους» το αποκάλεσαν, δείχνοντας τον φόβο και την επιθετικότητά τους. Τους ενοχλεί τώρα μια σκηνή όπου κοιμούνται οι δύο απεργοί πείνας· δεν τους ενοχλεί ο «οίκος της δημοκρατορίας», η Βουλή, και όσα γίνονται εντός της, ούτε το λαμπρό ιστορικό κτίριο-σφηκοφωλιά της Γκραν Μπρετάνιας, ή το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ.λπ., που όλα μαζί περικυκλώνουν τη μικρή γωνιά του «τσαντιριού» (τι ρατσιστικός λόγος αλήθεια). Θα ήταν παράξενο ο κόσμος της μεταπρατικής παρασιτικής Ελλάδας να έλεγε καλό λόγο για τον λαό και τα κινήματά του…