Δεν περνά ούτε μέρα χωρίς να πλέξει κάποιος διεθνής συστημικός ιθύνων το εγκώμιο του Αλ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του. Κατάφερε πράγματι αρκετά αυτά τα 4 σχεδόν χρόνια. Προσέφερε «μνημόνια χωρίς πεζοδρόμιο», βάθυνε όλους τους όρους αποδόμησης της χώρας και έβγαλε δουλειά για την πλήρη συμβατότητά της με τους δυτικούς σχεδιασμούς σε μια τόσο ευαίσθητη περιοχή.

Ο ειδικός διαπραγματευτής κ. Νίμιτς, ενώνοντας τη φωνή του με όσους πιέζουν την αντιπολίτευση στην ΠΓΔΜ να στηρίξει τη συμφωνία των Πρεσπών, προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει καλύτερη συμφωνία: «Τους απαντώ: Δεν ξέρετε πού θα βρίσκεται τότε η Ε.Ε., αν θέλουν να εντάξουν ένα νέο μέλος, δεν ξέρετε τι θα συμβεί στο ΝΑΤΟ, δεν ξέρετε τι θα γίνει στην Ελλάδα με τις αλλαγές κυβέρνησης». Δηλαδή, τώρα είναι η ώρα, η μεγάλη ευκαιρία, τώρα που υπάρχει αυτή η κυβέρνηση…

Ο ειδικός άνθρωπος των ΗΠΑ, ο Τζ Πάιατ, αλωνίζει στη Β. Ελλάδα τούτες τις μέρες. Παντού πλέκει το εγκώμιο της κυβέρνησης για τα επιτεύγματά της, ιδιαίτερα για την αποκατάσταση του φιλοαμερικάνικου κλίματος και τη στενή προσέγγιση των δύο χωρών.

Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών από την πλευρά τους, επισημαίνουν τα σπουδαία βήματα που έγιναν επί Τσίπρα και δεν παραλείπουν να συμπληρώσουν ότι είναι τεράστιας σημασίας η τήρηση όλων των δεσμεύσεων μέχρι τέλους.

Κι όμως, «πίσω από τις λέξεις» κρύβεται η εκτίμηση όλων πως πρόκειται για μια απερχόμενη –μετ’ επαίνων– κυβέρνηση. Παίζονται τώρα οι τελευταίες σκηνές, ακούγονται οι «ατάκες» πριν το φινάλε και γίνονται τα πονταρίσματα για τη μεταΣΥΡΙΖΑ περίοδο. Αυτό διαφαίνεται και από κινήσεις μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και σε χώρους όπως η Δικαιοσύνη και Αυτοδιοίκηση.

Αδύνατη η αντιστροφή

Ο Αλέξης Τσίπρας, πριν έναν περίπου χρόνο, πόνταρε σε δύο ισχυρά χαρτιά για να αλλάξει το σκηνικό και να προσπαθήσει να παραμείνει κυρίαρχος των εξελίξεων: Στην έξοδο από το τρίτο μνημόνιο και την κεντροαριστερή συσπείρωση. Από τότε, μεσολάβησε η απαίτηση να κάνει την εκδούλευση προς τις ΗΠΑ για το Μακεδονικό. Υποτίμησε τότε τις αντιδράσεις, νόμισε ότι θα ήταν εύκολο να παρουσιαστεί ως ο ικανός και αποτελεσματικός ηγέτης που κλείνει τα ακανθώδη και χρονίζοντα ζητήματα, βάζοντας τη χώρα σε νέα τροχιά.

Σήμερα, γνωρίζει πλέον ότι τα εθνικά ζητήματα (όπως Κυπριακό, Μακεδονικό, ελληνοτουρκικές σχέσεις) κοστίζουν πολύ ακριβά στις κυβερνήσεις, μιας και τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Ο «ετερόκλητος όχλος» δημιουργεί δεδομένα απρόσμενα αλλά πραγματικά, υποσκάπτοντας σχεδιασμούς και επικοινωνιακά τρικ. Οι μετρήσεις άρχισαν να πέφτουν επικίνδυνα, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα.

Το καλοκαίρι, κι ενώ η κυβέρνηση έψαχνε να βρει τρόπους να περάσει από τη στενωπό της περικοπής συντάξεων και της μείωσης του αφορολόγητου, ήρθε να προστεθεί η καταστροφή στο Μάτι. Τότε, εμφανίστηκε τελείως γυμνή, ανέτοιμη και κυρίως κυνική και ψεύτρα στα μάτια της κοινωνίας. Οι μετρήσεις έπεφταν πλέον με ιλιγγιώδη ρυθμό, προκαλώντας πανικό στο Μαξίμου.

Για μια άλλη πολιτική, έχει σημασία να αποτύχει ο εγκλωβισμός. Αλλά και να επενδυθεί η όποια δυσπιστία και αποξένωση από την κυρίαρχη πολιτική, σε ένα εναλλακτικό σχέδιο διεξόδου και αλλαγής της χώρας. Να μη σπαταληθεί, να μην εξοστρακιστεί σε ατομικό ή εκτονωτικό επίπεδο

Έπρεπε με κάθε τρόπο να ανακοπεί αυτή η ραγδαία κατακρήμνιση. Να κερδηθεί λίγος χρόνος, να ξεχαστεί κάπως η τεράστια τραγωδία και βεβαίως να στηθεί μια επικοινωνιακού τύπου αξιοποίηση της ΔΕΘ. Η Ιθάκη και ο ανασχηματισμός είχαν δώσει πενιχρά αποτελέσματα. Με τη σειρά τους, έδειχναν ότι όλες οι πρωτοβουλίες καίγονται γρήγορα, ότι δεν «βγαίνουν» και ότι η αντιστροφή της κατάστασης ήταν αδύνατη. Αυτό το κλίμα τροφοδότησε και αρκετές εσωτερικές γκρίνιες στον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που εκφράστηκε με τη «σιωπή» του Τσακαλώτου και την «προαγωγή» Σκουρλέτη στο άδειο «κόμμα». Όλα πλέον ποντάρονταν στη ΔΕΘ: Η Ελλάδα, μεγάλη σύμμαχος των ΗΠΑ, υποσχέσεις για προεκλογικές παροχές και στήσιμο ενός αντιδεξιού, δήθεν αντινεοφιλελεύθερου μετώπου.

Επειδή όμως η παράσταση της ΔΕΘ διαρκεί 2 μέρες και κάτι, πρέπει να μπει σε λειτουργία ένας μονιμότερος διπολισμός ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα. Σε αυτό φαίνεται να συναινούν και οι δύο «μονομάχοι», για ευνόητους λόγους.

Πριμοδοτούν κι οι δύο

Ο διπολισμός είναι αναγκαίος και για τα δύο κόμματα γιατί εισέρχονται σε μια προεκλογική χρονιά, χρονιά ανακατατάξεων σε πολλούς τομείς (κυβέρνηση, αυτοδιοίκηση, Ευρώπη). Δημιουργεί όρους μεγάλων συσπειρώσεων γύρω τους (ίσως συρθούν στην τροχιά του κι άλλα, μικρότερα κόμματα) και όρους εγκλωβισμού των πολιτών στα διλλήματα που θα θέσουν.

Ο Τσίπρας και η ομάδα του, θέλουν να πετύχουν μέσω του διπολισμού ένα αποτέλεσμα διατήρησης μέσα στο πολιτικό σκηνικό, να αποφύγουν μια συντριβή. Ο Μητσοτάκης, μέσω της πόλωσης θέλει να εξασφαλίσει όρους αυτοδυναμίας και μάλιστα σε συνθήκες που δεν φαίνεται να έχει μεγάλες δυνατότητες συμμαχιών.

Ο Τσίπρας θέλει να εμφανίσει τον Μητσοτάκη ως ακραίο εκπρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού και εμπνευστή μιας στυγνής ακροδεξιάς ατζέντας. Με στόχο να παρουσιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως βασικός κορμός μιας κεντροαριστερής πρότασης ρεαλισμού και κοινωνικά ευαίσθητης πολιτικής.

Ο Μητσοτάκης διεκδικεί να εμφανιστεί ως η διάδοχη κατάσταση που μόνο αυτή μπορεί να φέρει την κανονικότητα, βγάζοντας την χώρα από την προχειρότητα, τις κωλοτούμπες και τις ατσαλιές του ΣΥΡΙΖΑ που τόσο κόστισαν. Θέλει να αποφύγει την ταύτισή του με την ακροδεξιά και εντείνει τα ανοίγματά του προς το χώρο του Κέντρου. Στόχος η αυτοδυναμία, αλλά αν δεν επιτευχθεί πρέπει να υπάρχουν οι γέφυρες προς το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ).

Ο χώρος του ΚΙΝΑΛ βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση και θα συμπιεστεί κι άλλο όσο θα ενισχύεται ο επιχειρούμενος διπολισμός. Είναι εξαναγκασμένος να κάνει διμέτωπο αγώνα για να μην φθαρεί, να βρει τρόπους να απορρίψει τις προτάσεις φιλίας που του γίνονται –ώστε να μην ψαλλιδιστεί η επιρροή του– και παράλληλα να μην κόψει τις γέφυρες συνεργασίες και με τους δύο χώρους.

Οι ΑΝΕΛ θα δώσουν τη μάχη της επιβίωσης (αν δεν βρουν θέσεις στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που φαίνεται ότι παζάρευαν) μέσα από μια «έντιμη» και σχεδιασμένη-συμφωνημένη από καιρό αποχώρηση από την κυβέρνηση (λίγο πριν τις εκλογές), επικαλούμενοι διαφορές στο Μακεδονικό. Στόχος το 3%, να κόψουν από τη Ν.Δ. ότι μπορούν και να είναι διαθέσιμοι στο μετεκλογικό τοπίο.

Το μεγάλο εμπόδιο

Πόσο πειστικός θα είναι ο επιχειρούμενος διπολισμός; Κατά πόσο θα λειτουργήσει εγκλωβίζοντας μεγάλα ακροατήρια; Μέχρι στιγμής κυριαρχεί η γενική δυσπιστία και η αηδία προς το πολιτικό σύστημα. Ο Τσίπρας έχει δύσει και ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να δημιουργήσει ρεύμα υπέρ του.

Το μεγάλο ερώτημα για την αστική πολιτική έγκειται στο πώς και σε ποιο βαθμό θα αντιστραφεί η αποστροφή του κόσμου προς την πολιτική όπως εφαρμόζεται, και μάλιστα σε τρεις απανωτές εκλογικές διαδικασίες. Έχει, για αυτούς, μείζονα σημασία να ανακοπεί αυτό το ρεύμα, να εγκλωβιστεί στα γρανάζια και τις απολήξεις του διπολισμού. Η κεντροαριστερή ρητορική θα είναι «πιασάρικη» σε μια συρρικνωμένη βάση που θα θέλει να χάψει το παραμύθι του «κακού λύκου».

Για μια άλλη πολιτική, έχει σημασία να αποτύχει ο εγκλωβισμός. Αλλά και να επενδυθεί η όποια δυσπιστία και αποξένωση από την κυρίαρχη πολιτική, σε ένα εναλλακτικό σχέδιο διεξόδου και αλλαγής της χώρας. Να μη σπαταληθεί, να μην εξοστρακιστεί σε ατομικό ή εκτονωτικό επίπεδο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!