ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΚΕΙΜΕΝΑ: Νίκος Ταυρής, Γιώργος Παπαϊωάννου
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί με κάθε τρόπο να μειώσει ή να διαχειριστεί τη μεγάλη φθορά που εισπράττει από την πολιτική της. Μετά τη λήξη του τρίτου μνημονιακού προγράμματος, επιζητεί χώρο ώστε να ασκήσει κάποια πολιτική με βασικό στόχο την παράταση της παραμονής στην εξουσία.
Ο πρώην υπουργός Ν. Φίλης, που προβάλει θέσεις αμφισβήτησης του πυρήνα γύρω από τον πρωθυπουργό, έθεσε πρώτος το θέμα της επιστροφής σε μια «αριστερή κανονικότητα». Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, ο Π. Καμμένος με το κόμμα του θα πρέπει να δουν την πόρτα της εξόδου και ο ΣΥΡΙΖΑ να προσανατολιστεί προς αυθεντικά «κεντροαριστερές» συμμαχίες, δίνοντας το σήμα της επιστροφής σε μια αριστερή πολιτική μετά τα μνημόνια.
Η άλλη πλευρά, εκείνη που υποστηρίζει «ανεπιφύλακτα» τις επιλογές του Αλ. Τσίπρα, τονίζει ότι ο Καμμένος δεν θολώνει τον προσανατολισμό της κυβέρνησης. Ο Ν. Παππάς δήλωσε πριν λίγες μέρες: «Η επιλογή του 2015 ήταν η αριστερή επιλογή. Δεν ήταν παρέκβαση από την αριστερή κανονικότητα», ενώ ο πρώην γραμματέας του κόμματος Π. Ρήγας, απαντώντας ουσιαστικά στον Φίλη, είπε ότι η «αριστερή κανονικότητα» είναι ήδη γεγονός!
Οι όποιες διαφωνίες εντός του ΣΥΡΙΖΑ δεν σχετίζονται με την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η κυβέρνηση. Οι δύο πτέρυγες, αν μπορούν πλέον να χαρακτηριστούν έτσι, αφού η εξουσία έχει οδηγήσει σε διαφόρων ειδών οσμώσεις, ερίζουν κατά καιρούς για τις συμμαχίες του κόμματος. Οι πιο κοντινοί στο Μαξίμου, απλώς μετρούν περισσότερο τις ψήφους των ΑΝΕΛ, καθιστώντας έτσι αναγκαστικά πιο άτολμα τα «κεντροαριστερά ανοίγματα», τα οποία διακηρυγμένα και εκείνοι επιδιώκουν. Την ίδια στιγμή, επιχειρείται να αποψιλωθεί ο –κατά τα άλλα– σύμμαχος χώρος, με τον Αλέκο Φλαμπουράρη να εμφανίζεται να βολιδοσκοπεί συστηματικά στελέχη των ΑΝΕΛ.
Η κυβέρνηση πρέπει να εμφανιστεί ότι μεριμνά για τους πιο αδύναμους, ψάχνοντας χαραμάδες στα τείχη των δανειστών, ότι δίνει κάποιες μάχες με το «παλιό πολιτικό σύστημα», ότι προάγει τα δικαιώματα και αναβαθμίζει τη δημοκρατία. Απαραίτητο στοιχείο, η όξυνση της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. που θα πρέπει να εμφανίζεται ως ακροδεξιά και ρεβανσιστική. Με αυτή τη συνταγή, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει να «μαζέψει» ό,τι μπορεί από τον αριστερό και κεντρώο χώρο
Το βασικό αφήγημα είναι κοινό. Στα της εξωτερικής πολιτικής, ουδείς αμφισβητεί την προσκόλληση στις επιδιώξεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Στα οικονομικά και κοινωνικά θέματα, θα πρέπει να εμφανιστεί ένα «αριστερόστροφο» προφίλ, χωρίς σε καμιά περίπτωση να αμφισβητούνται οι «δεσμεύσεις της χώρας» και το πλέγμα που έχει δημιουργηθεί από το ειδικό καθεστώς του 2010 κι έπειτα.
Το βάρος ρίχνεται κυρίως στη δημιουργία μιας γενικής πολιτικής ατμόσφαιρας που να ευνοεί την επιδιωκόμενη πόλωση. Η κυβέρνηση πρέπει να εμφανιστεί ότι μεριμνά για τους πιο αδύναμους, ψάχνοντας χαραμάδες στα τείχη των δανειστών, ότι δίνει κάποιες μάχες με το «παλιό πολιτικό σύστημα», ότι προάγει τα δικαιώματα και αναβαθμίζει τη δημοκρατία. Απαραίτητο στοιχείο, η όξυνση της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. που θα πρέπει να εμφανίζεται ως ακροδεξιά και ρεβανσιστική. Με αυτή τη συνταγή, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει να «μαζέψει» ό,τι μπορεί από τον αριστερό και κεντρώο χώρο.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η επιχείρηση αυτή δεν πατά στην ίδια την πραγματικότητα και εκεί είναι το μεγάλο της πρόβλημα. Η ανάσχεση της κατάστασης που κληροδοτούν τα τρία μνημονιακά προγράμματα, αλλά και η γενικότερη μεταπολιτευτική και «εκσυγχρονιστική» διαχείριση, δεν έχει καμία σχέση με τις πολιτικές που πλασάρονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστη τμήμα του «παλιού πολιτικού συστήματος», αφού πρώτα ο ίδιος το διέσωσε το 2015. Στα οικονομικά θέματα, ο κυβερνητικός ορίζοντας φτάνει μέχρι τις κάλπες και οι αλχημείες που γίνονται, σχετίζονται μόνο με την προεκλογική διαχείριση των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί. Οι δε παρεμβάσεις που γίνονται σε πεδία όπως αυτό της εκπαίδευσης και ευρύτερα της κοινωνικής ζωής, δεν συνιστούν φυσικά «αριστερή πολιτική» παρά μόνο κατά την έννοια που ορίζουν οι διαλυτικές συνταγές της παγκοσμιοποίησης.
Η Ελλάδα δεν είναι σε «κανονικότητα», ούτε φυσικά σε κάποια «αριστερόστροφη» πορεία. Αυτό δεν θέλει και πολύ για να το καταλάβει κανείς. Ούτε και θα μπορούσε να μπει σε διαφορετική πορεία με τον λαό να αντιμετωπίζεται σαν ψηφοφόρος και αντικείμενο επικοινωνιακών πειραματισμών.
Το «στανταράκι» Παπαντωνίου
Ένα από τα θέματα που χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση για να αλλάξει την πολιτική ατζέντα είναι οι δικαστικές διώξεις πρώην υπουργών και στελεχών των κυβερνήσεων της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτό το πλαίσιο, ήρθε η καταδίκη του ζεύγους Παπαντωνίου, μια υπόθεση που φαινόταν ότι είναι «στανταράκι» για περάσουν οι κατηγορούμενοι το κατώφλι των φυλακών.
Είναι σίγουρο ότι η προεκλογική περίοδος που διανύουμε ευνοεί την ανάδειξη τέτοιων υποθέσεων (Novartis, εξοπλιστικά κ.λπ.). Η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί έτσι να φιλοτεχνήσει το προφίλ του τιμωρού της διαφθοράς. Ένα προφίλ που υπολογίζεται ότι μπορεί δυνητικά να της δώσει ορισμένες ψήφους, αφού θα ασκηθεί πολιτική πίεση τόσο προς τον κεντροαριστερό χώρο όσο και προς την Δεξιά.
Το αίτημα της δικαιοσύνης πηγάζει από την ελληνική κοινωνία. Στην περίοδο μετά το 2010, πήγε μαζί με τον αντιμνημονιακό αγώνα. Το αίτημα αυτό τυγχάνει σήμερα επικοινωνιακής διαχείρισης και δεν βρίσκει καμιά δικαίωση. Η σημερινή κυβέρνηση αποκτά ερείσματα τόσο στον μεγαλοεπιχειρηματικό κόσμο (και μάλιστα σε πλήρως μαφιοποιημένα του τμήματα), όσο και σε κομμάτια του πολιτικού προσωπικού που υπηρέτησε στο παρελθόν Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Άνθρωποι του Σημιτικού περιβάλλοντος, καραμανλική πτέρυγα, Λαλιώτης, πλευρά ΓΑΠ και πολλοί άλλοι είναι προνομιακοί συνομιλητές της. Ταυτόχρονα, αξιοποιούνται και διεθνείς «πλάτες», κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για να ανοίξουν ορισμένα θέματα που πλήττουν άλλες πλευρές (παράδειγμα Novartis).
Αυτά θα συνεχιστούν. Κινήσεις όπως αυτή με τον Παπαντωνίου έχουν γίνει άλλωστε και στο παρελθόν, με πιο γνωστή την περίπτωση Τσοχατζόπουλου. Πρακτικά, θα έχουν το γνωστό αποτέλεσμα. Ονόματα θα βγαίνουν στην φόρα, απαγγελία κατηγοριών σε κάποιους, μερικοί θα πάνε σε δίκη, οι περισσότεροι θα πέσουν στα μαλακά και ελάχιστοι θα καταδικαστούν. Σε δουλειά να βρισκόμαστε και «πολιτική» να γίνεται. Βέβαια, ξεχνιέται πόσοι αθωώθηκαν ή «την γλύτωσαν φτηνά» επί ΣΥΡΙΖΑ –σε αυτές τις περιπτώσεις, θυμόμαστε την «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη που δεν κάνει καλά την δουλειά της– ή σε πόσους έχει δοθεί συγχωροχάρτι επειδή με διάφορους τρόπους συνεργάζονται με το κυβερνητικό κόμμα.
Μέτρα με ορίζοντα κάλπης
Ο πρωθυπουργός, γνωρίζοντας ότι μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο, είχε φροντίσει από το βήμα της ΔΕΘ, αλλά και της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ να εξαγγείλει οικονομικά μέτρα, ελαφρύνσεις και υποσχέσεις. Σε αυτή του την κίνηση του, ποντάρει σε κάποια «κατανόηση» από την μεριά των δανειστών λόγω των δεσμεύσεων που έχει επιβάλει στην ελληνική κοινωνία για τα επόμενη χρόνια, αλλά και σαν επιβράβευση για το κατόρθωμα να επιβάλει το περιβόητο «μνημόνιο χωρίς πεζοδρόμιο».
Βέβαια, όλοι γνωρίζουν ότι τα μέτρα που επιδιώκει η κυβέρνηση να τα περάσει με διάφορα νομοσχέδια, δεν τροποποιούν τη γενική κατάσταση και την ζωή των πολιτών, ειδικά από τη στιγμή που μένει ανέπαφο όλο το πλέγμα δεσμεύσεων της πολιτικής λιτότητας στη «μεταμνημονιακή εποχή». Λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί κατοικιών, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, συντριβή εργασιακών δικαιωμάτων ζουν και βασιλεύουν, ενώ παράλληλα ανθίζει η υψηλή ανεργία και η ελαστική εργασία, παράλληλα με τη φυγή και παραμονή εκατοντάδων χιλιάδων νέων στο εξωτερικό.
Πιο συγκεκριμένα, οι μειώσεις του ΕΝΦΙΑ σε ορισμένες κατηγορίες, υπολογίζεται να φέρουν μειώσεις της τάξης των 40 και 50 ευρώ για κάποιους ιδιοκτήτες. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών σε κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών, επιστημόνων συνεταιρισμών κ.ο.κ. θα φτάσουν, στην καλύτερη περίπτωση, σε ετήσιο οικονομικό όφελος της τάξης των 300-400 ευρώ για ορισμένους, ενώ την ίδια στιγμή μόνο από τη μείωση του αφορολόγητου, η αύξηση στο φόρο τους θα είναι της τάξης των 600 ευρώ.
Η επιδότηση ενοικίου, με εισοδηματικά κριτήρια, από 1/1/2019, υπολογίζεται ότι θα αφορά 300.000 οικογένειες, με διάφορους περιορισμούς και εξαιρέσεις. Την ίδια στιγμή, έχουν περικοπεί φυσικά δραστικά οι δαπάνες για μια σειρά άλλα επιδόματα (ανεργίας, θέρμανσης κ.λπ.) ακόμα και σε σχέση με τα πεπραγμένα των αμέσως προηγούμενων κυβερνήσεων.
Στον τομέα των έμμεσων φόρων, μιλάμε για οριακές μειώσεις του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ από 24% στο 22% και του κατώτατου από 13% σε 12%. Αυτές βέβαια υπολογίζονται για το 2021, ενώ από τέλους του χρόνου έχουμε την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ σε πέντε νησιά του Β. Αιγαίου.
Είναι σαφές ότι συνεχίζεται η τακτική της επικοινωνιακής διαχείρισης των προσθαφαιρέσεων που γίνονται στο πάρε-δώσε της κυβέρνησης με τους πολίτες, ενώ οι δεσμεύσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα εξακολουθούν να μειώνουν συνολικά το (σμπαραλιασμένο) κοινωνικό κράτος και την οικονομική δύναμη της μεγάλης πλειοψηφίας.
Συνταγματική… κουβέντα να γίνεται
Η κυβέρνηση ανοίγει και πάλι τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ποιος πιστεύει όμως ότι κόπτεται για τομές και αλλαγές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα; Αποκλειστική επιδίωξη του Μαξίμου είναι η εδώ και τώρα αλλαγή της ατζέντας. Η «συνταγματική αναθεώρηση» χρησιμοποιείται εργαλειακά για να προσανατολίσει την πολιτική αντιπαράθεση σε πεδία που κρίνονται συμφερότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος πιστεύει, για παράδειγμα, ότι η κυβέρνηση νοιάζεται να περάσει άρθρα που θα προστατεύουν τη δημόσια ιδιοκτησία π.χ. του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας, τη στιγμή που η ίδια έχει προωθήσει όλα τα μέτρα για την εκποίησή τους; Γιατί όμως να μην ανοίξει μια αντιπαράθεση με την Ν.Δ. στα τηλεοπτικά πάνελ, όπου οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ θα ξιφουλκούν ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον… Πινοσέτ; Άλλο παράδειγμα, τα δημοψηφίσματα. Αν ήθελε δημοψηφίσματα η κυβέρνηση, «πεδίο δόξης λαμπρό» το Μακεδονικό, όπου είναι εμφανές ότι η πλειοψηφία των πολιτών διαφωνεί με την κυβερνητική πολιτική. Ο ίδιος ο Τσίπρας δήλωσε με θράσος ότι εφαρμόζει την πολιτική του κόντρα στην πλειοψηφία και ότι εν ολίγοις η πολύ δημοκρατία βλάπτει. Σιγά μην στενοχωρήσουμε άλλωστε τους Αμερικάνους φίλους μας. Αντίθετα, μια αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ να θέλει να γίνουν (στο μέλλον) δημοψηφίσματα και να διευρύνει τη δημοκρατία, θα είχε τη χρησιμότητά της… Το Σύνταγμα κουρελιάζεται χρόνια τώρα και η δημοκρατία καταστρατηγείται με κάθε τρόπο. Η αναθεώρησή του, για πολλοστή φορά μπαίνει στη δημόσια συζήτηση με όρους αποπροσανατολισμού και εξαπάτησης.