Kινηματογραφόφιλος από μικρή ηλικία ο 55χρονος Πολ-Τόμας Άντερσον, αναδείχθηκε στον ταλαντούχο σκηνοθέτη των «Θα χυθεί αίμα» (2007), «The Master» (2012), «Αόρατη Κλωστή» (2017), δημιουργώντας ταινίες γεμάτες απρόβλεπτες καταστάσεις, με διαφορετικές θεματικές και οριακούς χαρακτήρες, που ενσαρκώνουν αριστουργηματικοί ηθοποιοί (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Χοακίν Φοίνιξ). Στη νέα ταινία του «Μια μάχη μετά την άλλη», εμπνέεται ξανά από τον συγγραφέα Τόμας Πίντσον, μετά το «Έμφυτο ελάττωμα» (2014), μεταφέροντας το βιβλίο «Vineland» (1990), σε μια πολιτικών αιχμών αντιρατσιστική ταινία δράσης, με τρυφερές χιουμοριστικές εκφάνσεις, αισθησιασμό και ανατροπές. Γνήσιος συνεχιστής ανεξάρτητων Αμερικανών σκηνοθετών, όπως οι Μάρτιν Σκορσέζε, αδερφοί Κοέν και Κουέντιν Ταραντίνο, ο Άντερσον εμποτισμένος από την αγωνιστικότητα της μαύρης κουλτούρας του ’60, εμπλουτίζει τη νέα ταινία του με το αντιεξουσιαστικό πνεύμα των ανεξάρτητων ταινιών «Πάση Θυσία» (2016/Ντέιβιντ Μακένζι), «Τρεις πινακίδες έξω από τον Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (2017 Μάρτιν ΜακΝτόνα) και «Υποκινητής» (2006/Σπάικ Λι), δίχως να λησμονήσει και την επαναστατική σκηνοθετική κληρονομιά του Άρθουρ Πεν («Μπόνι και Κλάιντ»/1967, «Μεγάλο ανθρωπάκι»/1970), δημιουργώντας μια απολαυστική ταινία-αγωνιστική γροθιά ενάντια στην τραμπική Αμερική.
Κυριευμένοι από επαναστατική ορμή και ερωτική φλόγα, η αισθησιακή Περφίντια (Τεγιάνα Τέιλορ) με τον ακτιβιστή σύντροφό της Μπομπ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), μέλη της ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης «French 75», κηρύσσουν πόλεμο στο αμερικάνικο ιμπεριαλιστικό κατεστημένο με βομβιστικές επιθέσεις κατά πολυεθνικών και ληστείες τραπεζών. Σε μια επιχείρηση απελευθέρωσης μεταναστών, από φρουρούμενο κέντρο κράτησης, έρχονται αντιμέτωποι με τον σκληροτράχηλο ρατσιστή Συνταγματάρχη Λόκτζο (Σον Πεν), έναν βαθιά εμμονικό χαρακτήρα που ερωτεύεται παράφορα την Περφίντια, παρά το μαύρο χρώμα της. Ανάμεσα σε δύο άντρες, η αδάμαστη Περφίντια γεννάει μια κόρη, που δίχως ενοχές αφήνει στον Μπομπ, συνεχίζοντας την επαναστατική δράση, μέχρι να συλληφθεί, αντιμετωπίζοντας πολυετή φυλάκιση. Επιχειρώντας αρχικά διακανονισμό με τον Λόκτζο, καταφέρνει τελικά να εξαφανιστεί, τη στιγμή που η οργάνωση ξεπαστρεύεται και ο Μπομπ καταφεύγει μαζί με τη νεογέννητη κόρη, σε άλλη πολιτεία αλλάζοντας ταυτότητα. Δεκαέξι χρόνια μετά, η έφηβη Γουίλα (Τσέις Ινφίνιτι) μαθαίνει καράτε στο πλάι του ήρεμου δασκάλου της Σενσέι Σέρτζιο (Μπενίσιο Ντελ Τόρο) και ετοιμάζεται να πάει στη σχολική χοροεσπερίδα, αλλά ένα προειδοποιητικό τηλεφώνημα πως ο Λόκτζο τους εντόπισε, αφυπνίζει το κρυμμένο επαναστατικό παρελθόν του Μπομπ, εμπλέκοντας και την Γουίλα.
Στα όρια νευρωτικού-κωμικού γουντιαλενικού αντιήρωα σε κρίση πανικού, ο Ντι Κάπριο πλάθει απολαυστικά τον ευαίσθητο αγωνιστή Μπομπ, που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ως πατέρας. Αποσυντονισμένος από τα χρόνια και τις εξαρτήσεις, μπορεί να λησμόνησε κρίσιμα συνθήματα της επαναστατικής πάλης, παραπέμποντας στους Μόντι Πάιθονς, ωστόσο παρέμεινε ακέραιος πολιτικά, στο μεταίχμιο του χαλαρού κοενικού Μάγκα, απ’ τον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» (1998), καθώς φορά καρό ρόμπα και του γοητευτικού βομβιστή του IRA, στο αντιεξουσιαστικό σπαγγέτι γουέστερν «Κάτω τα κεφάλια» (1971/Σέρτζιο Λεόνε). Στον αντίποδα, η φλογερή γυναικεία επαναστατική παρουσία της ατίθασης σοκολατένιας Περφίντια κορυφώνει ερωτισμό και ακτιβισμό, στον απόηχο της περήφανης μαύρης δύναμης του ’70. Ελεύθερο πνεύμα, «υπέρ ελεύθερων συνόρων και σωμάτων», όπως αναφέρει, σημαδεύει ανεξίτηλα τους δυο αντιδιαμετρικά αντίθετους αρσενικούς πρωταγωνιστές, παρότι αποσύρεται σύντομα απ’ το προσκήνιο. Εξαιρετικός και ο Σον Πεν στο ρόλο του ρατσιστή Λόκτζο, που στα όρια υστερίας και εμμονής «βρίσκει τον μάστορά του» στην κυριαρχική Περφίντια, φανερώνοντας το καταπιεσμένο προσωπείο ενός βιτσιόζου Λευκού Γιάνκη, που επιχειρεί να εισχωρήσει σε λέσχη μασόνων, με τραγικά αποτελέσματα. Ο πάντα ψύχραιμος Σενσέι Σέρτζιο, μείγμα των ευγενικών χαρακτήρων των Τζιμ Τζάρμους και Γουές Άντερσον, με διασυνδέσεις με το εξεγερμένο μεξικάνικο περιθώριο, εμφανίζεται ως προστάτης-άγγελος του Μπομπ, που συστήνει ως «Λευκό Ζαπάτα», ενώ προφέρει την ατάκα «Ελευθερία είναι η έλλειψη φόβου».
Οι έξυπνες χιουμοριστικές στιγμές ελαφραίνουν το πολιτικό υπόβαθρο αντιστασιακών μηνυμάτων, ως ηχηρή απάντηση στη φασιστική Αμερική του Τραμπ, μετά τα ρατσιστικά πογκρόμ και τις απελάσεις μεταναστών. Το καλογραμμένο σενάριο περιέχει σπάνιες αναφορές σε πρωταγωνιστές μέλη επαναστατικής οργάνωσης, διαφυλετικά ζευγάρια και πρωτότυπα πολιτικά συνθήματα, που ανακαλούν το λησμονημένο εδώ και μισό αιώνα, ένδοξο παρελθόν της αντιιμπεριαλιστικής Αμερικής του ’60 και του ’70, των Μαύρων Πανθήρων και των Weather Underground.

Το πολιτικό σημαινόμενο εισάγεται εξαρχής μέσα από την κινηματογράφηση. Η Περφίντια περπατάει πάνω σε μια γέφυρα, πλάι σε θορυβώδη φορτηγά, ενώ στο πίσω πλάνο καταγράφεται ένα κέντρο κράτησης μεταναστών, σε μια σπάνια αμερικάνικη ταινία που απεικονίζει το τείχος στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ. Μέσα από συνεχόμενα κατακόρυφα τράβελινγκ, καθώς ο Λόκτζο προχωρά στο κέντρο κράτησης μεταναστών, δεξιά και αριστερά διαφαίνονται οι στοιβαγμένοι σε κλουβιά μετανάστες, θυμίζοντας Κιούμπρικ στο αντιμιλιταριστικό «Μέταλ Τζάκετ» (1987), όσο και τον τρόπο που διαφαίνονταν σε δεύτερο πλάνο οι μετανάστες, στα «Παιδιά των ανθρώπων» (2006/Αλφόνσο Κουαρόν). Η επιχείρηση διάσωσης του Μπομπ από τον Σενσέι στα διάφορα σπίτια μεταναστών, μεταφέρεται μέσα από τα συνεχόμενα μονοπλάνα, κορυφώνοντας την αγωνία. Στη στιβαρή αυτή ταινία δράσης δυναμικός ρυθμός κρατιέται με καταιγιστικό μοντάζ, με κοφτά πλάνα που προχωρούν συνοπτικά την αφήγηση, με σύντομη περιεκτική αναδρομή των επαναστατικών δράσεων της ομάδας και με επεξηγηματικά εμβόλιμα πλάνα από το παρελθόν, που συμπληρώνουν το νόημα μέσα από σύντομες εικόνες.
Η έγκυος Περφίντια με αυτόματο όπλο στο χέρι πυροβολεί εκστασιασμένη, δηλώνοντας πως νιώθει σαν τον Τόνι Μοντάνα, στον «Σημαδεμένο» (1983/Μπράιαν Ντε Πάλμα). Το προειδοποιητικό τηλεφώνημα στον Μπομπ γίνεται όσο παρακολουθεί τηλεοπτικά την επική πολιτική ταινία «Η μάχη του Αλγεριού» (1966/Τζίλο Ποντεκόρβο), το ερημικό τοπίο όπου ο Λόκτζο φτάνει με την Γουίλα, ανακαλεί το «Ζαμπρίσκι Πόιντ» (1970/Αντονιόνι), η συσκευή αναγνώρισης έμπιστου προσώπου βάση μουσικής, περιέχει χιτσκοκικές κατασκοπευτικές καταβολές, η ανατίναξη πυλώνων ηλεκτρικού ρεύματος παραπέμπει στη «Γυναίκα σε πόλεμο» (2018/Μπένεντικ Έρλινγκσον), ενώ η σέλφι των ένστολων αστυνομικών με την δαρμένη Περφίντια σε αναπηρικό καροτσάκι, ανακαλεί τις πόζες των Αμερικανών στρατιωτών στους κρατούμενους του Γκουαντάναμο.
Την πρωτότυπη μουσική με ατονικές ποιότητες πρωτοποριακής προσέγγισης υπογράφει στην τέταρτη συνεργασία του με τον σκηνοθέτη ο Τζόνι Γκρίνγουντ. Πιανιστικά ατονικά γεμάτα ρυθμική ένταση, ενίοτε με κορύφωση πνευστών ακούγονται σε κρίσιμες στιγμές, ανακαλώντας τη ρυθμικότητα του Μορικόνε, ενώ ηχόχρωμα ντραμς και ορχηστρικά περάσματα εγχόρδων χρωματίζουν εσώτερες εντάσεις των πρωταγωνιστών και αίσθημα απειλής. Ξεχωρίζουν θλιμμένες μελωδικές κιθαριστικές συνθέσεις, σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης. Συγκεκριμένα τραγούδια χρησιμοποιούνται για να σχολιάσουν τις καταστάσεις, όπως στον Ταραντίνο. Το «Soldier boy» (1962/The Shirelles) διακωμωδεί τον Λόκτζο που ενδίδει στην Περφίντια, το «Ready or not» (1970/Jackson 5) όταν ο Μπομπ ελευθερώνεται από τον Σενσέι, ενώ κάποια χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο κρησφύγετο των Μασόνων σαμποτάρουν την εορταστική ατμόσφαιρα, ανακαλώντας τον «Εμφύλιο Πόλεμο» (2024/Άλεξ Γκάρλαντ). Το θρυλικό «The Revolution Will Not Be Televised» (1971/ Gil-Scott Heron), αποτελεί μελωδία αναμονής της τηλεφωνικής γραμμής της επαναστατικής οργάνωσης, η λατινοαμερικάνικη μπαλάντα «Perfidia» (1947/Los Panchos), στιγματίζει την τύχη του Λόκτζο, ενώ στους τίτλους τέλους το «American Girl» (1976/Tom Petty & The Heartbreakers) υποδεικνύει μέσα από την στάση της Γουίλα, το πέρασμα της σκυτάλης στη νέα γενιά.
Στον απόηχο της ερώτησης του συνθήματος τι ώρα είναι, που συνειρμικά επαναφέρει και την αλλοτινή ερώτηση για τη χαμένη ώρα της επανάστασης, ο Άντερσον απαντάει μέσα από τον τίτλο της ταινίας –ατάκα της Περφίντια- «μια μάχη μετά την άλλη», καθώς ο αγώνας συνεχίζεται και δίνεται διαρκώς εδώ και τώρα, όπως υποδηλώνεται στο τέλος, από την Γουίλα, ενάντια στον ακροδεξιό οχετό και το ρατσιστικό παραλήρημα της τραμπικής Αμερικής. Σε μια κρίσιμη ακροδεξιά ιστορική συγκυρία, ο Άντερσον αισιόδοξος κρούει τον κώδωνα για νέα επαναστατική δράση και επιχειρώντας να αποκαταστήσει το ξεθωριασμένο γόητρο της επαναστατημένης Αμερικής του ’70, διαμορφώνει μια νέα πολύχρωμη, πολυφυλετική και διεμφυλική γενιά αγωνιστών.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com