Το καλοκαίρι του 2017 η θεατρική ομάδα «Μίμου Άπτου» παρουσίασε την παράσταση με τίτλο Non è possibile ,στα σοκάκια της Άνω Σύρου. Πρόκειται για 4 διηγήματα της συριανής συγγραφέως Λουκρητίας Δούναβη από το βιβλίο Φωνές του Σώματος που δραματοποιήθηκαν για πρώτη φορά στον φυσικό τους χώρο. Η προσέλευση του κόσμου ήταν τόσο εντυπωσιακή που η παράσταση ανέβηκε ξανά πριν λίγες μέρες. Το καλοκαίρι ήταν εκεί παρούσα και η συγγραφέας Λουκρητία Δούναβη, η οποία διάβασε συγκινημένη το παρακάτω κείμενο για την Απάνω Χώρα, αν και αρχικά είχε γραφτεί και διαβαστεί τον Μάιο του 2017 στα πλαίσια εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Πινακοθήκη Κυκλάδων με θέμα Γνωριμία με την Απάνω Μεριά – Η σημασία της Προστασίας, Διατήρησης και Ανάδειξης της Απάνω Μεριάς και στόχο τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως Περιβαλλοντικού και Γεωλογικού Πάρκου.

Ενθυμίσεις μου παλιές

της Λουκρητίας Δούναβη*

Γεννήθηκα στην Απάνω Χώρα και δεν θα ‘θελα να ζω σε άλλο τόπο εκτός από τη Σύρα.

Οι μνήμες, εικόνες συντροφικές, τρυφερές, καθόλου φευγαλέες, μ’ ακολουθούν. Πέτρα, σκαλιά και δώματα. Ξεχνώ τα ίχνη της σκλαβιάς και του πρέπει από αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες, το ξεχώρισμα της Απάνω Χώρας, “τώρα Άνω Σύρος στο πιο σικ” και της Χώρας, δηλαδή της Ερμούπολης.

Τα νοητά τείχη της μικρής μας κοινωνίας. Ασπάζομαι τις εικόνες εκείνης της εποχής που με μαγνήτιζαν και που έπαιρνα μαζί στα όνειρά μου.

Η εγκλωβισμένη μυρωδιά του ασβέστη στα στεγάδια και στις κάμαρες, η ίδια μυρωδιά τρεχάτη πλέον από τους ξασπρισμένους τοίχους, τις αυλές και τους δρόμους, ειδικά την άνοιξη που άρχιζαν οι λιτανείες. Ο ήχος από τις τένεμπρες της Μεγάλης Παρασκευής, ο ύμνος της Ανάστασης “χαίρετε τέκνα της Σιών”. Όλα ήταν περπατητά, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες και οι λιτανείες με το “σαντίσιμο” στα χέρια του Μον Σινιόρε. Ψαλμωδίες ατελείωτες μαζί με την εξαντλητική αθωότητά μας.

Κι όταν έβρεχε η πέτρα κλαίουσα στο κατώι του σπιτιού μου, ζωντανά τα δάκρυά της – Φλέβα νερού έλεγε ο πατέρας- Ύστερα ακούγαμε το χοροπήδημα της βροχής στα κανάλια, κι απέ το κατρακύλισμα του νερού στα σκαλιά της κατηφόρας της αδιάβατης από την ορμή του.

«Οι μνήμες, εικόνες συντροφικές, τρυφερές, καθόλου φευγαλέες, μ’ ακολουθούν. Πέτρα, σκαλιά και δώματα. Ξεχνώ τα ίχνη της σκλαβιάς και του πρέπει από αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες, το ξεχώρισμα της Απάνω Χώρας, “τώρα Άνω Σύρος στο πιο σικ” και της Χώρας, δηλαδή της Ερμούπολης.»

Το φτου λαλάι με το κρυφτό στα σκοτεινά καντούνια και τα πηδήματα με το σχοινάκι στις μεγάλες αποστάσεις των σκαλιών, μικρές αυλές θαρρούσαμε. Πόσες χιλιάδες σκαλοπάτια τρέξαμε μετρώντας τη ζωή μας! Στην εφηβεία ο άνεμος ντελάλης των ερώτων των προσευχών και των καημών.

Γυρολόγοι και μανάβηδες με φορτωμένα τα καφάσια στο γάιδαρο με ό,τι της εποχής προφαντό ή όχι. Ψαράδες με το κοφίνι στο κεφάλι- Δεν ξεχνώ τον κυρ-Μήτσο πραματευτή από τη Νεάπολη- Προίκες κεντημένες με αζούρ, νυχτικές και εσώρουχα σατινέ, ρόμπες και κόκκινα πασούμια με φούντα για λούσο, όλα με δόσεις.

Το χειμώνα, πυρωμένα κάρβουνα στα μαγκάλια να καίγονται φλούδες μανταρινιού, πορτοκαλιού, ακόμα ξερά σύκα και κάστανα.

Αν δεν αναφερθώ στη ζωή της Απάνω Χώρας πώς να αντιληφθεί κανείς το ρόλο που έπαιξε για μας η Απάνω Μεριά.

Για τους χωρικούς βέβαια ήταν δεδομένη η σχέση τους μαζί της. Είχαν τα σπίτια τους εκεί και πήγαιναν με την οικογένεια το καλοκαίρι. Το χειμώνα με κρύο ή βροχή πηγαινοέρχονταν για τα ζώα τους ή για τα χωράφια τους.

Πανηγύρια ομορφιάς και αγιοσύνης. Το πρώτο του καλοκαιριού του Αγι’ Αντώνη στη Φοινικιά και στις 3 Οκτωβρίου της Αγίας Θηρεσίας στην Κυπερούσα. Τι να θυμηθώ! Τον Άγιο Γιώργη τον Φυσώντα, την Παναγιά την Καρδιανή, η Χαλανδριανή τον Δεκαπενταύγουστο, στο Παπούρι ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Σα Μιχάλης, στον Κάμπο ο Αϊ Γιώργης, στο Πλατύ Βουνί ο Αϊ Γιάννης, στο Αμυγδαλό, στο Σύριγγα και άλλα. Τι να πω εγώ γι’ αυτά! Αφού υπάρχει το εξαιρετικό αφιέρωμα για τα καθολικά ξωκλήσια από τον Πλάτωνα Ριβέλλη και τη Μαρία Θηρεσία Δαλεζίου που εργάστηκαν τόσο επίπονα γι’ αυτή την έκδοση.

Όμως το ανεπανάληπτο για μένα πανηγύρι ήταν 24 Σεπτέμβρη των Αγίων Αναργύρων. Καραβάνι από τα γαϊδούρια και τα μουλάρια στολισμένα με χαϊμαλιά και τα σαμάρια τους ντυμένα με χράμια και χαλάκια χρωματιστά.

Από το χάραμα ξεκινούσαν από όλα τα χωριά του νησιού με προορισμό το ξωκλήσι. Ανάμεσά τους και πεζοί, ακούραστοι πεζοπόροι. Η άσφαλτος ήταν μακριά! Άλλες εποχές. Παρακαλούσα να έχει πέσει ένα ψιλόβροχο να δροσιστεί το χώμα για να μυρίσω το χνώτο του. Ήταν ο ασπασμός της γης για όσους είχαν το προνόμιο να τον δέχονται και να αγαλλιάζουν. Η πορεία μας ένα συλλείτουργο με τη φύση. Κι όταν βασίλευε ο ήλιος, χρυσό φλουρί στα μάτια μας, το βιολετί χρώμα της δύσης φαινόταν σα να χρωμάτιζε με ροζ τον άνεμο.

Αυτό τουλάχιστον μπορούμε και τώρα να το απολαμβάνομε λες και αγιάζονται έτσι οι μέρες μας με το δειλινό στην Απάνω Μεριά.

Και ανάλογα την εποχή, λογιώ-λογιών φυντάνια ξεπετούσαν. Ασφόδελοι, μαντελίδες και ξινούλες, ανεμώνες, κυκλάμινα και κρινάκια, αστιβές, αλιφώνια, μολόχες και ασπάλαθοι, θυμάρια και φασκομηλιές που μυροκοπούσαν μαζί με τις αρεφτιές και τα σχίνα.

Απάνω Μεριά της καρδιάς μας, των τρεχάτων αναμνήσεων, της σιωπηλής εξομολόγησης, των συγκινησιακών συμβάντων μέσα στην πολυλογία της φύσης. Και λες: Εδώ είναι ο οίκος του θεού. Εκεί ν’ ακούς τους θρήνους και τα τραγούδια του δυνατού αέρα να μαστιγώνει τις ράχες των βουνών και τις ασάλευτες ξερολιθιές, φωτοστέφανα θαρρείς χωραφιών και συνόρων. Άλλοτε πάλι ο αέρας σκυφτός να χαϊδολογεί κάθε ευλύγιστο κοτσάνι, ξενιτεύοντας τις μυρωδιές στα πάρα πέρα μέρη.

Ποια καμπάνα μέσα μου με προσκαλεί, ποιος ύμνος με νανουρίζει, ποιο θυμιατό φασκομηλιάς, δυόσμου και δεντρολίβανου με ξεσηκώνει, ενώ τα άνθη τα πολύχρωμα τ’ αμύρωτα μαζί κι οι παπαρούνες, αιμάτινες σταλαματιές, με τον μαΐστρο φαίνονταν χορευτικές φιγούρες ανάμεσα σε στάχυα μεστωμένα. Κι αν δεν πετύχαινε τ’ απόβραδο με ουρανό βαρυφορτωμένο για βροχή, οι αστραπές στιγμιαίες λιτανείες φωτός να δείχνουν απειλητικές τις φιγούρες των βράχων και να φωτίζουν για μια στιγμή τα μικρά λευκά σπίτια, αψεγάδιαστα σημάδια στην ερημιά. Οι βροντές ουράνιοι σαματάδες σάστιζαν τους ανθρώπους και τα ζώα. Τα σκοτάδια της κρησφύγετο φαντασμάτων λέγανε και στο Κεφαλοβούνι μια νύχτα θεοσκότεινη ακούσαν, λέει, ποδοβολητά και χλιμιντρίσματα αλόγων ή με το χάσιμο του φεγγαριού σκιές νεράιδων. Και πέρα η θάλασσα αιγαιοπελαγίτικη ομορφιά με τα πλοία φωτισμένα στον ορίζοντα σαν μικρές πολιτείες ταξιδιάρικες .

Ας μη μείναμε πολλοί πια από την εποχή εκείνη που θυμόμαστε και αναπολούμε, τότε που όταν σουρούπωνε η καμπάνα των μοναστηριών της Απάνω Χώρας σήμαινε το angelus και σταματούσαν τα παιχνίδια, τρέχαμε στα σπίτια μας ενώ αφουγκραζόμαστε τα καμώματα της νύχτας.

Αγαπώ τα παιδικά μου χρόνια γιατί είναι η πατρίδα μου.

Όσο ζω θα πηγαίνω στην Απάνω Μεριά ν’ ακούω τον αέρα να φυσά, ν’ αγναντεύω το πέλαγο με τα καράβια να ‘ρχονται και να φεύγουν για τα γύρω νησιά, αρκεί η απειλή να ‘ναι μακριά και τα καρφιά του κόσμου σκουριασμένα, να μην μπορούν τόσο βαθιά να πάνε και τόσο να πονάνε.

Η μνήμη είναι μάνα και το πέλαγος μεγάλο.

Πού βρέθηκε τόσο πέλαγος!!

Ενθυμήσεις μου παλιές παραδίνομαι…

* Η Λουκρητία Δούναβη γεννήθηκε το 1942 στη Σύρο. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1970, δημοσιεύοντας ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ελάτε άνθρωποι» (Νέα Σκέψη, 1976), «Βροχότοπος» (Δίδυμοι, 1978), «Μπαλκόνι στην Ερμούπολη» (Φιλιππότης, 1987), «Αλάτι στις λακκούβες» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009), καθώς και το αφήγημα «Η Αγία Συνάδελφος» (Κέδρος, 1998), τη σειρά αφηγημάτων με τίτλο «Το βυσσινί φουστάνι» (Γκοβόστης, 1992, Το Ροδακιό, 2001), και αυτή με τίτλο «Φωνές του σώματος» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009). Επίσης κυκλοφορεί το βιβλίο «Ταξίδι ασυνόδευτο» (Γαβριηλίδης, 2016). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στην Αγγλία και την Αίγυπτο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!