Πολιτική και γεωπολιτική παίρνουν την πρωτοκαθεδρία από την οικονομία

 

Τον τελευταίο διάστημα δεν περνά ούτε μία εβδομάδα χωρίς κάποιο μεγάλο γεγονός, τέτοιο που να απασχολεί ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονται. Είναι τόσο πυκνά και συχνά τα μεγάλα γεγονότα, τα σημαντικά γεγονότα, που καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την κατανόηση και την ερμηνεία τους. «Εκπλήξεις» είναι στην ημερήσια διάταξη και ο κόσμος γίνεται πιο ρευστός και θολός, πιο αβέβαιος και συγκρουσιακός.

Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε το δημοψήφισμα στην Τουρκία, που σωστά απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου, την Τερέζα Μέι να εξαγγέλλει εκλογές στη Μ. Βρετανία για τις 8 Ιουνίου, ενώ η επόμενη βδομάδα θα κυριαρχηθεί από το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Πριν 15 μέρες είχαμε το βομβαρδισμό της Συρίας από τις ΗΠΑ, καθώς και τις απειλές Τραμπ προς τη Β. Κορέα – στα σύνορα της οποίας λέγεται ότι συγκεντρώνονται στρατεύματα της Κίνας και της Ρωσίας.

Παράλληλα, πολλές ευρωπαϊκές πόλεις γεύονται τον τρόμο που δημιουργούν χτυπήματα φανατικών ή του ίδιου του ISIS. Τα προσφυγικά κύματα απειλούν τον «πολιτισμένο κόσμο», ενώ τεράστιες περιοχές ανεργίας και δυστυχίας περικυκλώνουν νησίδες φθίνουσας και κρισιακής ευημερίας/πολυτέλειας. Τι συμβαίνει λοιπόν;

 

1. Το τέλος του «οικονομισμού»

Ο κόσμος, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα, κυβερνήθηκε εδώ και δυο-τρεις δεκαετίες μέσα από το μονόδρομο του νεοφιλελευθερισμού και των δογμάτων της παγκοσμιοποίησης, μέσα από το ξήλωμα και την αποσάθρωση κάθε κρατικής εποπτείας και παρέμβασης ώστε να είναι απρόσκοπτη η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Ήταν οι δεκαετίες που η οικονομία και η αγορά βρίσκονταν στο τιμόνι και ένας αυτόματος πιλότος είχε τεθεί σε λειτουργία, καθιστώντας την πολιτική σχετικά άχρηστη και μετατρέποντας τους φορείς της σε ομοιόμορφους πρωτοκολλητές αποφάσεων τις οποίες έπαιρναν οι «αγορές», τα υπερεθνικά ιδρύματα. Στην Ε.Ε., για παράδειγμα, το Γιούρογκρουπ και η ΕΚΤ, με επικεφαλής τον Σόιμπλε, καθόριζαν την πορεία ακόμα και κυβερνήσεων και ολόκληρων χωρών.

Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που αυτού του τύπου ο «οικονομισμός» έχει φάει τα ψωμιά του. Δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει την «κυβερνησιμότητα» χωρών και περιοχών, πόσο μάλλον μορφών καπιταλιστικής ολοκλήρωσης όπως η Ε.Ε. Η κρίση, στην οποία υποτίθεται ότι θα απαντούσαν αυτές οι επιλογές, δημιούργησε άλλα «τέρατα και δαιμόνια» που ο αυτόματος πιλότος του «οικονομισμού» δεν μπορεί να τιθασεύσει. Πρώτα και κύρια, γέννησε τα άγρια κύματα της λαϊκής αμφισβήτησης και απονομιμοποίησης των δογμάτων και συνταγών που απεργάζονται οι «θεσμοί» της παγκοσμιοποίησης. Στη συνέχεια, η φθίνουσα πορεία της Δύσης έδωσε έδαφος σε πολλές άλλες δυνάμεις να προκύψουν και να αποτελούν πλέον «παίκτες» στην παγκόσμια σκακιέρα και στις εστίες έντασης ενός χαοτικού κόσμου. Η προσφιλής στάση, ειδικά των ΗΠΑ, να προκαλείται μια χαώδης κατάσταση σε μια ευαίσθητη περιοχή και μετά αυτές να παρεμβαίνουν δυναμικά επιβάλλοντας λύσεις, ανήκει κι αυτή σαν συνταγή στο παρελθόν. Δεν υπάρχει πλέον αυτή η ικανότητα τιθάσευσης.

Το τέλος του οικονομισμού μας βάζει σε μια νέα φάση που έχει δύο παρεπόμενα, δύο βασικά χαρακτηριστικά, μια διπλή άφιξη: της γεωπολιτικής και της πολιτικής.

 

2.Η άφιξη της γεωπολιτικής

Τα γεωπολιτικά ζητήματα και οι σχέσεις ανάμεσα στους μεγαπαίκτες αποκτούν κεντρική σημασία. Σαν γεγονός αυτό υποδηλώνει την ωρίμανση, μάλλον την υπερωρίμανση, των αντιθέσεων που υπάρχουν τόσο μέσα σε κάθε μεγάλη χώρα ή περιφέρεια όσο και στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων χωρών και περιφερειών. Πρόκειται για μια ωρίμανση αντιθέσεων διεθνικής διάστασης, οι οποίες δεν επιλύονται χωρίς διεθνείς συνεργασίες, με σημεία τριβής και πολεμικής έντασης, σημεία σύγκρουσης ζωνών και τόξων συμφερόντων για έλεγχο ζωτικών τομέων. Σε μια τέτοια περίοδο οι χθεσινές συμμαχίες επανακαθορίζονται, όπως επανακαθορίζονται ζώνες επιρροής και ζωτικοί χώροι.

Δεν είναι μόνο οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας ή ΗΠΑ-Κίνας που έχουν έρθει στο επίκεντρο. Στην Ευρώπη, η διάσπαση και η αποσυναρμολόγηση π.χ. της ΕΕ είναι σε εξέλιξη. Η Γερμανία οφείλει να επαναπροσδιορίσει τις επιλογές της. Η Γαλλία, αν θέλει να έχει ένα ρόλο, πρέπει να αποφασίσει αν θα το κάνει ως συνέταιρος της Γερμανίας ή διαφορετικά. Η Μεγάλη Βρετανία αποκολλάται από την Ε.Ε. Η απάντηση σε όλα αυτά έρχεται από τη Μέρκελ που έχει πάρει τη δυτική σκυτάλη της παγκοσμιοποίησης (από τον Ομπάμα) με τη δημιουργία ενός διευθυντηρίου (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία) – και, εντελώς περίεργα, η Ισπανία θέτει στην Αγγλία ζήτημα Γιβραλτάρ. Η Αγγλία θυμίζει τον πόλεμο των Φόκλαντ (δηλαδή των Μαλβίνων) και στέλνει ένα αντιτορπιλικό για να δείξει αποφασιστικότητα. Με παρότρυνση των παγκοσμιοποιητών τίθεται ζήτημα επανασύνδεσης Σκωτίας, και εγείρεται το Ιρλανδικό απέναντι στην Αγγλία. Η Μέι απαντά και με προκήρυξη εκλογών. Ο Γιούνκερ, προσπαθώντας να πιάσει το πνεύμα της εποχής (αν και σαν γραφειοκράτης ίσως πέσει στα αζήτητα την εποχή της γεωπολιτικής), νουθετεί τον Τραμπ να μην επιτίθεται τόσο πολύ στην Ε.Ε. γιατί θα γίνει πόλεμος στα Δυτικά Βαλκάνια. Από τα οικονομικά εμπάργκο, τις πολιτικές του οικονομικού στραγγαλισμού μέσα από τα προγράμματα λιτότητας, περνάμε στα τελεσίγραφα, στις αποσχίσεις, στις αποχωρήσεις από συνασπισμούς. Από ομαδοποιήσεις κρατών με βάση κάποιο σημαντικό πρόβλημα (π.χ. ομάδα Βίζεγκραντ για το προσφυγικό) περνάμε στην αποστολή κανονιοφόρων και συστοιχιών πυραύλων.

 

3. Η άφιξη της πολιτικής

Είναι τέτοια η έκταση, το βάθος και η ποιότητα των ζητημάτων που τίθενται ώστε ο οικονομικός αυτόματος πιλότος είναι εντελώς ανίκανος να τα διαχειριστεί. Επομένως, είναι αναγκαία η επανεμφάνιση της πολιτικής. Η πολιτική πρέπει να πετύχει να συσπειρώσει γύρω από στόχους, ιδέες, προγράμματα τέτοια που να είναι κάπως βιώσιμα σε ένα ταραγμένο τοπίο, ένα τοπίο κοινωνικά και οικονομικά συγκρουσιακό. Είναι αναγκαία συνθήματα, πολιτικοί ηγέτες, στόχοι που να δημιουργούν συνοχή, να δημιουργούν ισχύ και προβλήματα σε αντιπάλους και ανταγωνιστικές δυνάμεις. Που να ανοίγουν δρόμους σε περιβάλλοντα και αναμορφώσεις που εξελίσσονται.

Πολλοί κάνουν λόγο για επιστροφή του λαϊκισμού. Εδώ υπάρχουν ορισμένα ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν. Οι ελίτ της παγκοσμιοποίησης δυσαρεστούνται από την επιστροφή της πολιτικής γιατί αυτή σημαίνει, συν τοις άλλοις, και κάποια μορφή συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες της – και οι ελίτ απεχθάνονται τη λαϊκή συμμετοχή, τη θεωρούν εν δυνάμει επικίνδυνη. Θα προτιμούσαν τους πολίτες να αναζητά ο καθένας την ιδιαίτερη ταυτότητά του και να εξαντλεί τη συμμετοχή του σε κάποια ακίνδυνη ΜΚΟ. Η εμφάνιση του λαϊκισμού, δεξιάς ή αριστερής κοπής, σημαίνει και τη συγκρότηση μιας συλλογικής θέλησης και παρέμβασης, που δεν μπορεί να γίνεται με παντελή αφαίρεση των υλικών συνθηκών διαβίωσης και την αναμονή μιας μεγέθυνσης της «πίτας» που ποτέ δεν έρχεται.

Η επιστροφή της πολιτικής φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα της κυριαρχίας μιας χώρας και βάζει ένα τέρμα –σε μεγάλο βαθμό– στην ιδέα ότι η διαχείριση γίνεται από κάπου αλλού, μακριά, από τις Βρυξέλες, τη Φρανκφούρτη ή, έστω, από μια σουίτα του Χίλτον. Η εθνική και λαϊκή κυριαρχία επανεμφανίζονται μετά από μια ηγεμονία των παγκοσμιοποιητικών κοσμοπολίτικων συνθημάτων και αυταπατών.

Η πολιτική επιστρέφει στο εσωτερικό κάθε χώρας, στην επικράτειά της, και υποδεικνύει ότι αυτό είναι ένα πεδίο διεξαγωγής της πολιτικής πάλης και των αποφασιστικών ρήξεων. Και μέσα από αυτήν την «επιστροφή» δημιουργούνται όροι για περιφερειακά και διεθνικά κύματα και ενεργές μορφές περιφερειακού δι-εθνισμού.

 

4. Ποιες οι διαχωριστικές στον κόσμο;

Το ερώτημα δεν είναι τόσο εύκολο να απαντηθεί. Κυρίως επειδή απουσιάζει ένας πόλος προοδευτικός, που να έχει κάποια εμβέλεια και ένα κάποιο σχέδιο πιο κοινό, πιο επεξεργασμένο και πιο συντονισμένο στην προώθησή του. Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί και επειδή υπάρχει μια συστημική ενδόρρηξη, μια διαφορετική επιλογή ανάμεσα σε βασικές δυνάμεις της Δύσης. Η Δύση έχει να αντιμετωπίσει τη «δύση» της σε παγκόσμιο επίπεδο, και την απειλή που νοιώθει να έρχεται από Ρωσία και Κίνα. Παράλληλα στο εσωτερικό της Δύσης, στα πιο βαθιά κέντρα, υπάρχει μια διάρρηξη για το πώς θα γίνει αυτό. Οι απαντήσεις συνήθως δεν είναι μόνο αυτές που φαίνονται. Για παράδειγμα, δεν προβάλλονται πολύ αλλά κερδίζουν έδαφος εξτρεμιστικές απόψεις για έναν πυρηνικό πόλεμο που θα προκαλέσει δύο αποτελέσματα: πρώτο, θα οδηγήσει ορισμένους ανταγωνιστές σε μια άλλη εποχή αφού πληγούν, και δεύτερο, θα εξαφανίσει 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους που ίσως περισσεύουν. Μην σας φαίνεται παράξενο – μελετούνται και τέτοια σενάρια.

Όμως ας εξετάσουμε αυτά που προβάλλονται: Υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα αφενός σε δυνάμεις που ποντάρουν στην παγκοσμιοποίηση όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα (Ομπάμα,. Μέρκελ, αλλά και η κινεζική ηγεσία εν μέρει, μεγάλες επιχειρήσεις του διαδικτύου κ.λπ.), και αφετέρου σε τάσεις μιας άλλης παγκοσμιοποίησης που εμφανίζονται και έχουν στη ρητορική τους την εθνική κυριαρχία (Πρώτα η Αμερική, Πρώτα η Αγγλία, Πρώτα η Γαλλία κ.λπ.). Στην ουσία αυτή η εκδοχή είναι η απάντηση που δίνει μια μερίδα των ελίτ για τη δική τους μορφή ιμπεριαλιστικού οικουμενισμού, που θα εξασφαλίσει τα δικά τους συμφέροντα απέναντι στων άλλων, με τις ανάλογες νέες συμμαχίες και επιλογές.

Αυτή η αντιπαράθεση που υπάρχει αντικειμενικά θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει θετικό παράγοντα για την προώθηση ενός πολυπολικού κόσμου, με κριτήριο τη δημιουργία όρων ώστε να αναπνέουν πιο ελεύθερα άλλα εγχειρήματα, τα οποία θα ξεφεύγουν από τον ασφυκτικό ζυγό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

 

5. Το επίδικο της εθνικής κυριαρχίας

Σήμερα, και με αυτό εννοούμε μια φάση σημαντική, κεντρικό επίδικο της πάλης των λαών και των υποτελών τάξεων αλλά και των εθνών αποτελεί το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας. Όχι με την έννοια της απομόνωσης και της νησίδας μέσα σε έναν κόσμο που περιβάλλει, αλλά ως οντότητας και κοινότητας-χώρου όπου παίρνονται καθοριστικές αποφάσεις για τα κοινωνικά σύνολα, ως όρου για μια οικειοθελή αποδοχή συνεργασιών και συμμαχιών με αμοιβαίο όφελος και καλή γειτονία. Ως αναγκαίου όρου ανάπτυξης μια πραγματικής δημοκρατίας και ενός ελέγχου που θα εγγυώνται βαθιούς και συλλογικά επεξεργασμένους σχεδιασμούς και μετασχηματισμούς.

Καμιά χώρα και κοινωνία δεν μπορεί να προαχθεί χωρίς να έχει κατοχυρώσει την εθνική και λαϊκή κυριαρχία της, η οποία δεν μπορεί να ανταλλαχθεί στο όνομα ενός κίβδηλου ιμπεριαλιστικού οικουμενισμού που θα προσφέρει ομπρέλα προστασίας σε αποικιακούς ζήτουλες.

Ακόμα κι ο δρόμος ενός ριζικού μετασχηματισμού, ενός σοσιαλισμού, περνά μέσα από την κατάκτηση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας κι όχι μέσα από άλλου τύπου απελευθέρωση, που δεν προϋποθέτει την κατάκτησή της ή τη θεωρεί μη αναγκαία. Κανένα ταξικό δίπολο (κεφάλαιο/εργασία) δεν μπορεί να αδιαφορήσει για το θέμα της κυριαρχίας.

Ακριβώς επειδή έχουμε μπει στην εποχή και περιοχή της γεωπολιτικής, θα δούμε μια σειρά από φαινόμενα που θα συνδυάζουν ορισμένες τάχα αρχαϊκές μορφές με εικόνες επιστημονικής φαντασίας. Αλλά και θα τεθούν διλήμματα και τελεσίγραφα που χωρίς το επίδικο της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας δεν μπορούν να απαντηθούν. Όποιος δεν κατανοήσει ότι το ταξικό, το κοινωνικό, διασταυρώνεται και συμπλέκεται με το εθνικό, δεν θα μπορεί καν να υπάρξει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!