του Σπύρου Κακουριώτη

Τίποτε δεν είναι δυσκολότερο από αυτό που εμφανίζεται εύκολο. Στο θέατρο, όπως και στη ζωή, τα πιο «απλά», λαϊκά θεάματα απαιτούν από τον καλλιτέχνη τη μεγαλύτερη επινοητικότητα προκειμένου να αγγίξουν, με τρόπο έντιμο και ουσιαστικό, το κοινό τους.

Οι κωμωδίες του Ζωρζ Φεντώ (1862-1921), του τεχνίτη που οδήγησε τη γαλλική κωμωδία καταστάσεων, το βωντβίλ, στην τελειότητα, παρομοιάζονται συχνά με ρολόι· ένα εξαιρετικά καλοκουρδισμένο ρολόι. Βλέποντάς το απέξω, από τη θέση του κοινού, μοιάζει εξαιρετικά απλό, αν όμως ανοίξει κανείς τον μηχανισμό του, θα παρατηρήσει ένα πλήθος από γρανάζια και γραναζάκια, που συνεργάζονται αρμονικά για τον αποτελεσματικό χρονισμό…

Ο Ράφτης κυριών, το 1886, υπήρξε το πρώτο έργο με το οποίο ο συγγραφέας άρχισε να γίνεται αποδεκτός από την κριτική της εποχής του, ενώ η καθιέρωση θα έρθει αργότερα, με έργα όπως Η κυρία του Μαξίμ (1899) ή το Ψύλλοι στ’ αυτιά (1907), που οδήγησαν στην τελειοποίηση του ιδιαίτερου στυλ του γάλλου συγγραφέα και, για πολλούς μελετητές, άνοιξαν τον δρόμο για το ντανταϊστικό χιούμορ αλλά και το κατοπινό θέατρο του παραλόγου.

Απευθυνόμενος στο αστικό και μικροαστικό παρισινό κοινό του τέλους του 19ου αιώνα ο Φεντώ, μέσα από τις τρίπρακτες κωμωδίες του (δομή χαρακτηριστική της δραματουργίας του), φαινομενικά καυτηριάζει τα ήθη και την υποκρισία των αστικών στρωμάτων της εποχής. Ο γάμος και η μοιχεία αποτελούν το βασικό θέμα μιας «ερωτικής κομεντί», όπου όμως δεν υπάρχει ψήγμα έρωτα, παρά μόνο λιβιδινική ορμή, μετά δυσκολίας κρυμμένη κάτω από τα βαρύτιμα κοστούμια των πρωταγωνιστών του. Ορμή που ταυτίζεται με την αρσενική κυριαρχία, την πλεονεξία για γυναίκες «αντικείμενα» που «ανήκουν» σε άλλους άνδρες. Ο άνδρας-κυνηγός θα περιπλανηθεί στον λαβύρινθο των παρεξηγήσεων που στήνει ο συγγραφέας, μόνο και μόνο για να επιστρέψει νικητής στη συζυγική εστία, με τη βεβαιότητα ότι το γαϊτανάκι του γάμου και της μοιχείας θα συνεχιστεί επ’ άπειρον.

Αυτά τα δύο στοιχεία, πιστεύω, κάνουν ακόμη και σήμερα ενδιαφέρον ένα έργο σαν τον Ράφτη κυριών. Από τη μια, ο φρενήρης χορός των εισόδων και εξόδων των ηθοποιών, σε ρυθμούς που απαιτούν ακρίβεια δευτερολέπτου, οδηγώντας σε ένα πανηγύρι ολόκληρο από γκαγκ και ευρηματικές καταστάσεις, κι από την άλλη οι παράλογοι διάλογοι που μέσα από την παρεξήγηση παράγουν το κωμικό, αφήνοντας όμως, στον σημερινό θεατή, μια πικρή επίγευση…

Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά στην παράσταση του Από Μηχανής αναγνώρισε την ανάγκη γι’ αυτόν τον φρενήρη ρυθμό, τον οποίο διατήρησε από την αρχή μέχρι το τέλος –στην πραγματικότητα, οι θεατές εξοικειώνονται με αυτόν τον ρυθμό πριν καν αρχίσει το έργο, χάρις στον ευρηματικό τρόπο με τον οποίο ο υπηρέτης Ετιέν (απολαυστικός ο Ευθύμης Μπαλαγιάννης, ένα από τα «ατού» της παράστασης) τοποθετεί τους θεατές στη θέση τους.

Έχοντας στη διάθεσή του ένα επιτελείο καλών ηθοποιών (τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τους Δημοσθένη Φίλιππα και Γιάννη Σαμψαλάκη, τις Ελένη Βαΐτσου, Άννα Ελεφάντη, Ελεάνα Στραβοδήμου, Μαρία Χάνου, αλλά και την Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου στον μόνο κυριαρχικό γυναικείο ρόλο, αυτόν της πεθεράς), ο σκηνοθέτης επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην επίτευξη της ακρίβειας που απαιτείται για την ανταπόκριση στους ρυθμούς αυτούς. Έτσι, οι σκοτεινότεροι τονισμοί, συνήθως ασυμβίβαστοι με έναν τέτοιο ρυθμό, το υπόστρωμα σεξουαλικής ορμής και αρσενικής κυριαρχίας, χάνονταν, προς όφελος μιας περισσότερο ευφρόσυνης, «σαμπανιζέ» πλευράς, που χάρισε άφθονο γέλιο στους θεατές.

Από Μηχανής Θέατρο, Δευτέρα – Τρίτη, 21.00 (έως Μεγάλη Τρίτη 3 Απριλίου).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!