Γράφει ο Τρύφων Χρυσοφρύδης.
Ο ιδανικός θεατής που θα μπορούσε να θεάται ταυτοχρόνως το σύνολο των δημόσιων γεγονότων στη διαχωρισμένη από την κοινωνία εκδοχή τους (θα παρακολουθούσε λοιπόν, πλήρης προσδοκιών, το σίριαλ «του ενός εκατομμυρίου», που κατέληξε στο μονόπρακτο «ο κροίσος σύζυγος» και σε ένα χορικό για το διωκόμενο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο ή -αλλάζοντας κανάλι- θα γέμιζε ανακούφιση μαθαίνοντας ότι οι Φινλανδοί επιτέλους δέχτηκαν να σωθούμε ή -αλλάζοντας ημέρα όπως κανάλι- θα ευωχείτο με την επί αγνώστου αντικειμένου, σφοδρή πάντως σύγκρουση Βενιζέλου-Σαμαρά κ.λπ. κ.λπ.), αλλά και θα μπορούσε να προβάλει τα συγκλονιστικά αυτά δρώμενα διαρκώς στο φόντο που αφαιρέθηκε (θα έβλεπε δηλαδή τους πάλαι ποτέ πολίτες άστεγους, πτωχευμένους, καταθλιπτικούς, μόνους προπάντων, θα έβλεπε έρημους δρόμους, άδεια μαγαζιά και συσκοτισμένα από το καθημερινό ζόρι σπίτια, θα έβλεπε διαλυμένες παρέες κι απεγνωσμένες συνομαδώσεις ανθρώπων που είναι έτοιμοι αύριο ν’ αλληλοσφαχτούν για μια θέση στον ήλιο), ο ιδανικός αυτός θεατής θα σχημάτιζε μεν μιαν ολοκληρωμένη, κατά την έκταση, εικόνα εφιαλτικής καρικατούρας, και ως εκ τούτου τη γενική εικόνα της «μεταμοντέρνας συνθήκης» μες στην οποία έμελλε να καταρρεύσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία μας, θα έχανε όμως την αίσθηση βάθους που μόνον η προσήλωση προσφέρει: θα του ήταν αδύνατον, φερ’ ειπείν, να εστιάσει το βλέμμα του, τη σκέψη του και τις συγκινήσεις του συνεπώς, στις δημόσιες διακυμάνσεις της συνείδησης του βουλευτή Μαγκούφη.
Ώστε δεν ζηλεύω αυτόν τον ιδανικό θεατή: βλέπει πολλά και απολαμβάνει ελάχιστα. Γιατί, όπως μας δίδαξε η Μεγάλη Τέχνη, απόλαυση εκλεπτυσμένη κι ανώτερη είναι και το ρίγος της διαρκούς αγωνίας, απόλαυση πλουσιότερη και οξύτερη είναι και η περιπλάνηση στους δαιδάλους της ταραγμένης ψυχής, απόλαυση αινιγματική κι αμετάδοτη είναι και η ψυχή τε και σώματι συμμετοχή στον επί σκηνής σπαραγμό: Δι’ ελέου και φόβου περαίνεται η κάθαρση του βουλευτή Μαγκούφη – κι αισθάνομαι τυχερός που βρήκα τη δύναμη ν’ απαλείψω κάθε τι από τον ορίζοντά μου (φτηνές έγνοιες της κάθε μέρας, αφραγκίες, σκοτούρες για τα παιδιά, φιλίες και έρωτες και διαβάσματα) και να απομονώσω αυτό το αριστοτέλειας κανονικότητας δράμα.
Άνθρωποι φτωχοί κι ανερμάτιστοι, που παραπαίετε στους δρόμους ζητώντας δουλειά και ψωμί, άνθρωποι βλοσυροί, που λιτανεύετε τις ξεπερασμένες αρχές σας (φιλότιμο, αίσθηση του χιούμορ, αξιοπρέπεια, τρόμο για την ξεφτίλα: τόσα συνώνυμα κι όλα άχρηστα πια…), άνθρωποι μικροί, που νομίζετε πως αποκτάτε ανάλογο μέγεθος αν νοιαστείτε για τη χώρα που καταρρέει ή για τις μάζες των ρακοσυλλεκτών, άνθρωποι τυφλοί, που νομίζετε πως όλοι οι γελοίοι είναι ίδιας κοπής, πόσο μακριά σας αισθάνομαι τώρα! Ήμουν κι εγώ ένας από σας ώς πριν από λίγο καιρό. Και θα ήμουν ακόμη, αν δεν είχε καταψηφίσει ο βουλευτής Μαγκούφης αυτό ακριβώς που μία εβδομάδα μετά υπερψήφισε – κι όχι για πρώτη φορά. Θα ήμουν ακόμη αν δεν είχα ζήσει αυτή τη μεταστροφή, ξανά και ξανά που όμοιά της όμως άπαξ αυτός, υπέστη μόνον καθ’ οδόν προς Δαμασκόν ο Σαούλ. Θα ήμουν ακόμη αν δεν είχα αποφασίσει να βρεθώ νοερώς στη θέση του και να ζήσω, τρόπος του λέγειν, τον εκάστοτε συγκλονισμό της συνείδησής του.
Ο Κίρκεγκωρ, ο βουλευτής Μαγκούφης και ο Τολστόι -γέροντας πια- είναι τώρα τα ινδάλματά μου. Γιατί ένιωσα, ξέρω: τη συνείδηση που κλυδωνίζεται, τρέμει, συστρέφεται, που παλεύει ν’ απαλλαγεί από τα βρόχια του κόσμου, τα παιδάκια που πεινάνε, τους γέρους δίχως φάρμακα, τόσες εικόνες απατηλές, τη συνείδηση που διά τραχείας της αναβάσεως και ανάντους πορεύεται προς το γαλαζωπό φως των καναλιών και πάλι γκρεμίζεται στην αφάνεια και αρχίζει ν’ ανηφορίζει ξανά και ξανά… Ώς το λυτρωτικό όραμα της κάλπης – αλλ’ από δρόμο αγκαθωτό, στενό, δύσβατο. Όχι σαν τον βουλευτή Κουρουμπλή που απεγκλωβίστηκε από το ΠΑΣΟΚ κι αμέσως στεγάστηκε αλλού με τους ψηφοφόρους του, σαν τον πατριάρχη Αβραάμ («Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου εις την γην, ην αν σοι δείξω») απεμπολώντας την ουσία του δράματος. Όχι! Ο βουλευτής Μαγκούφης, γονυπετής στα έρημα ρεικοτόπια της Γιουτλάνδης, μόνος ενώπιον του Κυρίου των Δημοσκοπήσεων, ψηφίζει, καταψηφίζει, υπερψηφίζει, κυλά την ψήφο του σαν τον Σίσσυφο – κι η πέτρα κυλάει πίσω ξανά γιατί δεν γίνονται οι ρημάδες οι εκλογές. Κι ο βουλευτής Μαγκούφης ξανά ψηφίζει, καταψηφίζει, υπερψηφίζει…
Ώστε δεν ζηλεύω αυτόν τον ιδανικό θεατή: βλέπει πολλά και απολαμβάνει ελάχιστα. Γιατί, όπως μας δίδαξε η Μεγάλη Τέχνη, απόλαυση εκλεπτυσμένη κι ανώτερη είναι και το ρίγος της διαρκούς αγωνίας, απόλαυση πλουσιότερη και οξύτερη είναι και η περιπλάνηση στους δαιδάλους της ταραγμένης ψυχής, απόλαυση αινιγματική κι αμετάδοτη είναι και η ψυχή τε και σώματι συμμετοχή στον επί σκηνής σπαραγμό: Δι’ ελέου και φόβου περαίνεται η κάθαρση του βουλευτή Μαγκούφη – κι αισθάνομαι τυχερός που βρήκα τη δύναμη ν’ απαλείψω κάθε τι από τον ορίζοντά μου (φτηνές έγνοιες της κάθε μέρας, αφραγκίες, σκοτούρες για τα παιδιά, φιλίες και έρωτες και διαβάσματα) και να απομονώσω αυτό το αριστοτέλειας κανονικότητας δράμα.
Άνθρωποι φτωχοί κι ανερμάτιστοι, που παραπαίετε στους δρόμους ζητώντας δουλειά και ψωμί, άνθρωποι βλοσυροί, που λιτανεύετε τις ξεπερασμένες αρχές σας (φιλότιμο, αίσθηση του χιούμορ, αξιοπρέπεια, τρόμο για την ξεφτίλα: τόσα συνώνυμα κι όλα άχρηστα πια…), άνθρωποι μικροί, που νομίζετε πως αποκτάτε ανάλογο μέγεθος αν νοιαστείτε για τη χώρα που καταρρέει ή για τις μάζες των ρακοσυλλεκτών, άνθρωποι τυφλοί, που νομίζετε πως όλοι οι γελοίοι είναι ίδιας κοπής, πόσο μακριά σας αισθάνομαι τώρα! Ήμουν κι εγώ ένας από σας ώς πριν από λίγο καιρό. Και θα ήμουν ακόμη, αν δεν είχε καταψηφίσει ο βουλευτής Μαγκούφης αυτό ακριβώς που μία εβδομάδα μετά υπερψήφισε – κι όχι για πρώτη φορά. Θα ήμουν ακόμη αν δεν είχα ζήσει αυτή τη μεταστροφή, ξανά και ξανά που όμοιά της όμως άπαξ αυτός, υπέστη μόνον καθ’ οδόν προς Δαμασκόν ο Σαούλ. Θα ήμουν ακόμη αν δεν είχα αποφασίσει να βρεθώ νοερώς στη θέση του και να ζήσω, τρόπος του λέγειν, τον εκάστοτε συγκλονισμό της συνείδησής του.
Ο Κίρκεγκωρ, ο βουλευτής Μαγκούφης και ο Τολστόι -γέροντας πια- είναι τώρα τα ινδάλματά μου. Γιατί ένιωσα, ξέρω: τη συνείδηση που κλυδωνίζεται, τρέμει, συστρέφεται, που παλεύει ν’ απαλλαγεί από τα βρόχια του κόσμου, τα παιδάκια που πεινάνε, τους γέρους δίχως φάρμακα, τόσες εικόνες απατηλές, τη συνείδηση που διά τραχείας της αναβάσεως και ανάντους πορεύεται προς το γαλαζωπό φως των καναλιών και πάλι γκρεμίζεται στην αφάνεια και αρχίζει ν’ ανηφορίζει ξανά και ξανά… Ώς το λυτρωτικό όραμα της κάλπης – αλλ’ από δρόμο αγκαθωτό, στενό, δύσβατο. Όχι σαν τον βουλευτή Κουρουμπλή που απεγκλωβίστηκε από το ΠΑΣΟΚ κι αμέσως στεγάστηκε αλλού με τους ψηφοφόρους του, σαν τον πατριάρχη Αβραάμ («Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου εις την γην, ην αν σοι δείξω») απεμπολώντας την ουσία του δράματος. Όχι! Ο βουλευτής Μαγκούφης, γονυπετής στα έρημα ρεικοτόπια της Γιουτλάνδης, μόνος ενώπιον του Κυρίου των Δημοσκοπήσεων, ψηφίζει, καταψηφίζει, υπερψηφίζει, κυλά την ψήφο του σαν τον Σίσσυφο – κι η πέτρα κυλάει πίσω ξανά γιατί δεν γίνονται οι ρημάδες οι εκλογές. Κι ο βουλευτής Μαγκούφης ξανά ψηφίζει, καταψηφίζει, υπερψηφίζει…
Σχόλια