Μου άρεσε το βιβλίο του Νταν Γεωργακά. Κατ’ αρχήν, σαν αφήγημα. Είναι όμορφο, απλό, μεστό, με πολλές πληροφορίες, πολλά περιστατικά, πολλά πρόσωπα και χαρακτήρες, με στοιχεία από τη ζωή στην Αμερική, όχι όλα άγνωστα, αλλά ιδωμένα μέσα από τα μάτια μιας ελληνικής οικογένειας, με ρίζες από Σμύρνη και Κυπαρισσία, και ενός νέου που γεννιέται και μεγαλώνει στις ΗΠΑ. Μια από τις πάμπολλες προσωπικές ιστορίες Ελλήνων μεταναστών και όμως πολύ ενδιαφέρουσα. Όχι μόνο γιατί κάθε εξιστόρηση, ακόμα και του κάθε μέλους μιας οικογένειας, έχει πάντα ένα προσωπικό τόνο, μια διαφορετική σκοπιά, είναι μοναδική σαν το αποτύπωμα των δαχτύλων. Αλλά και γιατί ο Νταν δεν είναι ένας τυπικός Έλληνας μετανάστης δεύτερης γενιάς. Γιατί βασικά είναι πολιτικοποιημένος, σε προοδευτική κατεύθυνση, αυτό που με τους κώδικες της δεκαετίας του 1960 θα λέγαμε progressive, ένας αριστερός διανοούμενος, Έλληνας και Αμερικάνος. Και είναι αυτή η σκοπιά που κάνει την αφήγησή του να διαφέρει από άλλες που προσεγγίζουν τη μετανάστευση μέσα από μια συντηρητική οπτική γωνία, συχνά με μπόλικη συγκίνηση και κομπασμό ιδίως στα μυθιστορήματα και τις αυτοβιογραφίες ή αποφεύγουν να θίξουν τα λεπτά σημεία της αμερικάνικης πραγματικότητας. Ο περίγυρος στην Αμερική είναι δεκτικός και φιλικός μέχρι το σημείο που δεν τον γρατζουνάς και δεν τον παρενοχλείς.
Ο Νταν Γεωργακάς έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο, αναμίχθηκε με τα κοινά, έγραψε βιβλία και μέχρι σήμερα είναι ενεργό στέλεχος της ομάδας που εκδίδει το περιοδικό Cineaste. Το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα «Dan Georgakas: Επαναστάτης της Διασποράς» συμπληρώνει και προεκτείνει το βιβλίο «Το δικό μου Ντιτρόιτ – Μεγαλώνοντας ως Έλληνας και Αμερικανός στην αυτοκινητούπολη» που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων».
Κουλτούρα και καθεστώς διακρίσεων
«Η πίεση εξαιτίας της καταγωγής των ονομάτων δεν σταμάτησε ποτέ. Όλοι καταλάβαιναν ότι ακόμα και στο πιο ευχάριστο περιβάλλον, ένα περίεργο όνομα προκαλούσε αμήχανες συστάσεις και δημιουργούσε εθνοτικά ζητήματα που μπορούσαν να παρεμποδίζουν τις επιχειρηματικές ή επαγγελματικές σχέσεις. Πολλοί επέλεγαν να αμερικανοποιηθούν με ονόματα όπως Καρράς, Σύρος και Πάππας. Μερικοί πέτυχαν την αγγλική τους ολοκλήρωση μετατρέποντας το Λιακωνής σε Λίνκολ.»
Η ξενιτιά είναι ξενιτιά. Όσο πιο αυξημένες είναι οι ευαισθησίες ενός ανθρώπου τόσο πιο έντονος είναι ο ξενιτεμός. Κι όσο πιο απαιτητική είναι η κοινωνία υποδοχής τόσο πιο επώδυνος είναι ο ξενιτεμός. Γιατί βάζει τον άνθρωπο σε μία διαδικασία προσαρμογής στην οποία καθόλου δεν θα ήθελε να έχει μπει.
Από μικρός μου έκανε εντύπωση που οι Έλληνες της Αμερικής άλλαζαν τα ονόματά τους. Όχι μόνο τα επώνυμα, αλλά και τα μικρά τους ονόματα. Ο Κωνσταντίνος γινόταν Γκας, Ντιν ή Νταν, ο Ξενοφώντας Φρανκ, ο Βασίλης Μπιλ, ο Δημήτρης Τζιμ και ο Δήμος Τομ. Προσωπικά, μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα ζούσα σε άλλη χώρα και θα με φώναζαν Στηβ, συνήθως έτσι αποδίδεται το Στέλιος παρ’ όλο που το Στηβ ταιριάζει περισσότερο με το Σταύρος. Κι ότι θα ξεμάθαινα τη μητρική μου γλώσσα. Κι ότι έπρεπε να κάνω του κόσμου τις υποχωρήσεις, προσαρμογές και συμβιβασμούς για να γίνω αρεστός από τους πραγματικά σε μένα ξένους. Να καταβάλω, δηλαδή, σε όλη μου τη ζωή, μια αδιάκοπη προσπάθεια να γίνω ένας άλλος, να σκέφτομαι σαν Αμερικάνος, Γερμανός ή Γάλλος, να υποκλίνομαι σε μια άλλη σημαία, σε άλλα σύμβολα, σε άλλα πρόσωπα που δεν με συνδέουν με κανένα παρελθόν, ούτε καν το πιο κοντινό και άμεσο. Και να φτάσω στο σημείο, για να μην είμαι πάντα ένας ξένος με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να στρέφομαι εναντίον της ίδιας μου της χώρας, όπως έγινε με πολλούς Έλληνες της Αμερικής στα χρόνια της αμερικανοκίνητης δικτατορίας.
Η Αμερική δεν είναι ένα melting pot, που όλοι απλώς αναμιγνύονται. Στην πραγματικότητα δεν αναμιγνύονται. Συνήθως, λιώνουν και μεταβάλλονται σε σημείο που να μην κρατούν τίποτα απ’ αυτό που ήταν, παρά μόνο ίσως κάτι σαν μια απόμακρη ανάμνηση, ένα κειμήλιο, ή, αλλιώς, εάν δεν προσαρμοστούν παραμένουν πολίτες βήτα κατηγορίας. Και με δεδομένο ότι οι Έλληνες είχαν το «προνόμιο» να είναι λευκοί και όχι κίτρινοι, μαύροι ή μελαμψοί, αυτή η ενσωμάτωση ήταν πιο εύκολη. Γιατί, για τους άλλους, τους έγχρωμους όπως τους αποκαλούν, το στίγμα πιο δύσκολα εξαλείφεται. Μπορεί να σβήσουν όλα τα γνωρίσματα της καταγωγής και του πολιτισμού προέλευσής τους, να αμερικανοποιηθούν σε βαθμό που ούτε οι λευκοί Αμερικάνοι είναι Αμερικάνοι, θα παραμείνουν, όμως, στη συνείδηση του κυρίαρχου λευκού Αμερικάνου, σαν ξένοι. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από του προέδρου της Αμερικής δεν υπάρχει. Ακόμα και πολλοί απ’ αυτούς που τον ψήφισαν, λευκοί και «έγχρωμοι», δεν τον θεωρούν γνήσιο Αμερικάνο, κι ας είχε πατέρα λευκό.
Γλωσσική αφομοίωση
Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς, στην Πόλη. 500 χρόνια μέσα στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν χάσαμε ούτε τη γλώσσα μας, ούτε τα ονόματά μας, ούτε την κουλτούρα μας (θρησκεία, ήθη, μουσικές, ιστορικές αναφορές κ.λπ.), ούτε την ταυτότητά μας. Δεν μας υποχρέωναν να φιλήσουμε την τούρκικη σημαία, ούτε να μιλάμε τούρκικα. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου στο Φανάρι δεν ήξεραν τούρκικα χωρίς να είναι κρυφό ούτε αποτελούσε εξαίρεση. Αυτό έγινε πρόβλημα στη δεκαετία 1955-65 που παρά λίγο να κηρυχτεί πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας και πάλι με την υπόθαλψη των Άγγλων και των Αμερικάνων.
Αντιθέτως, στις ΗΠΑ, η αφομοίωση ήταν εξαναγκαστική. Πολλοί Έλληνες μετανάστες υποχρεώθηκαν μέσα σε μία και μόνο γενιά να παραιτηθούν από όλες τις πολιτισμικές τους αποσκευές για να εξαμερικανιστούν. Κι όσο κι αν υπήρξε αντίσταση σ’ αυτή την ισοπέδωση, και υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει αντίσταση στην αφομοίωση, το αποτέλεσμα είναι ο ξεχωριστός μας πολιτισμός να μετατρέπεται σε καρικατούρα, όπως μας δείχνει πολύ χιουμοριστικά η εύγλωττη ταινία Γάμος αλά ελληνικά.
Βέβαια, να μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτή η αλλοτρίωση, η κοινωνική προσαρμογή και η πολιτισμική μετάλλαξη δεν συμβαίνει και στις χώρες καταγωγής των μεταναστών. Και στην Ελλάδα, βλέπουμε τη μετάλλαξη με την οικειοθελή προσχώρηση στο άρμα των μητροπόλεων.
Ρατσισμός από κάτω
Στις ΗΠΑ, οι νόμοι πλέον επισύρουν κυρώσεις για την εφαρμογή των διακρίσεων. Όμως, από τον τρόπο που είναι δομημένο το σύστημα εξουσίας, θεοποιώντας τον ατομισμό, την ξενοφοβία και τις ανισότητες, οι διακρίσεις είναι ενσωματωμένες στο κυρίαρχο κοινωνικό σώμα το οποίο λειτουργεί σαν θεματοφύλακας αυτών των διακρίσεων. Οι ίδιοι οι πολίτες που έχουν αυτή την κοινή κουλτούρα, το κοινό σετ αντιλήψεων και συμπεριφορών, αναλαμβάνουν την εφαρμογή αυτών των διακρίσεων στον καθημερινό βίο, τόσο συλλογικά όσο και ατομικά, man to man, που λένε και στο μπάσκετ.
Ο συγγραφέας του βιβλίου αναφέρεται σ’ αυτό μέσα από τα προσωπικά του βιώματα. Πώς, για παράδειγμα, οι δάσκαλοι εφάρμοζαν τις διακρίσεις στο σχολείο, ενώ η νομοθεσία απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση βάσει καταγωγής, φυλής, γλώσσας ή χρώματος.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο το παρελθόν. Το κίνημα «Οι ζωές των μαύρων αξίζουν» που έχει αναπτυχθεί σήμερα στις ΗΠΑ καταμαρτυρεί ότι οι διακρίσεις, και μάλιστα με τίμημα την ίδια τη ζωή των μαύρων πολιτών, είναι έντονες και κυρίαρχες, παρ’ όλο που η νομοθεσία των ΗΠΑ είναι από τις πιο αντιρατσιστικές στον κόσμο.
Κι αυτό συνεχίζεται επειδή η νομοθέτηση, ακόμα και η δημόσια αποδοκιμασία των διακρίσεων από τους θεσμούς, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τον Τύπο, την τηλεόραση και μέσα από διάσπαρτες εκκλησιαστικές κοινότητες, δεν κατάφερε να αλλάξει τη βασική κουλτούρα του κυρίαρχου λευκού σώματος της αμερικάνικης κοινωνίας. Κι αυτές οι διακρίσεις είναι ριζωμένες, αποτελούν συστατικό γνώρισμα της κουλτούρας για δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους∙ αποτελούν στοιχείο του λεγόμενου γνήσιου αμερικανισμού, της αμερικάνικης εθνοτικής, αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, ταυτότητας.
Και είναι τόσο ισχυρή αυτή η κουλτούρα που στη διαδικασία της εξομοίωσης-ενσωμάτωσης διαβρώνει τις εθνικές μειονότητες, ακόμα και τις πολύ μεγάλες όπως είναι η ισπανόφωνη, κάνοντάς τες να την ασπάζονται και να προσπαθούν να την εφαρμόσουν σαν δική τους. Ο Νταν, λοιπόν, είναι από τους άλλους. Επισημαίνει τα προβλήματα, αλλά δεν υποτιμάει τίποτα και κανέναν και συνδέει τις δημιουργικές προσπάθειες των Ελλήνων, χωρίς να τους ωραιοποιεί, με τους αγώνες των άλλων «Αμερικάνων» όποια κι αν έχουν καταγωγή.
Στέλιος Ελληνιάδης
Έλληνες κομμουνιστές
«Η μοναδική μου ένδειξη για τον ανθελληνισμό στην Αμερική προερχόταν από την κομμουνιστική φοβία της δεκαετίας του 1950. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από άρθρα για τον Γκας Πολάιτης, έναν οργανωτή στα αριστερά συνδικάτα των βιομηχανιών αυτοκινήτων και τροφίμων τη δεκαετία του 1930. Ο παππούς συζητούσε συχνά γι’ αυτή την περίπτωση με την κουμπάρα Λάζου και άλλους Έλληνες. Όλοι συμφωνούσαν ότι οι Έλληνες ριζοσπάστες μεταξύ εβδομήντα και ογδόντα χρονών, τους οποίους έψαχνε η κυβέρνηση για να απελάσει, δεν επρόκειτο ασφαλώς να αποσταθεροποιήσουν, πόσο μάλλον να ρίξουν, την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η δεινή τους θέση θεωρούνταν ότι είχε να κάνει λιγότερο με την εθνική ασφάλεια και περισσότερο με την τάση για εκφοβισμό εκείνων που είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό. Αυτή η πραγματικότητα τους προσέβαλλε, αλλά οι Έλληνες που είδα να συγκεντρώνονται στο τραπέζι μας δεν επρόκειτο να πάρουν δημόσια θέση για λογαριασμό των αντρών που είχαν κατηγορηθεί ως ακτιβιστές του αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο κουμπάρος Λάζος, ο οποίος είχε ισχυρές διαφωνίες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική με τον αριστερό αδερφό της γυναίκας του, όταν επισκεπτόταν την Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στους κομμουνιστές.
Κανένας Έλληνας δικηγόρος της περιοχής δεν τολμούσε να αναλάβει τη νομική υπεράσπιση των αριστερών Ελλήνων… Η υπεράσπιση του Πολάιτης θα αποτύγχανε και θα τον απέλαυναν το 1963.»
Έλληνες και μαύροι
«Οι μετανάστες δεν αντιλαμβάνονταν καθόλου τη συγκεκριμένη φρίκη του συστήματος της δουλείας στην Αμερική και των συνεπειών της. Δεν καταλάβαιναν ότι τα εμπόδια που είχαν συναντήσει ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με αυτά που είχαν αντιμετωπίσει οι μαύροι για αιώνες. Ούτε και συνειδητοποιούσαν ότι η πρώτη τους απασχόληση στην Αμερική ήταν συχνά σε δουλειές που πιθανόν θα είχαν δοθεί σε μαύρους εάν δεν ήταν αυτοί εκεί. Πίστευαν ειλικρινά ότι εάν οι Αφροαμερικανοί είχαν εργαστεί τόσο σκληρά όσο οι ίδιοι και είχαν εξοικονομήσει χρήματα όπως κι αυτοί, τότε οι μαύροι δεν θα βρίσκονταν σε τέτοια απελπιστική θέση.
Οι Έλληνες μετανάστες δεν είχαν φτάσει στην Αμερική έχοντας έντονες φυλετικές απόψεις. Η ελληνική ναυτική παράδοση δημιούργησε μεγάλη πολιτισμική ανεκτικότητα και οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς ευημερούσαν στην Αφρική, και κυρίως στην Αίγυπτο και την Αιθιοπία. Πιο σημαντικό ήταν ότι οι συνέπειες από τα τετρακόσια χρόνια ζωής σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ιδιαίτερα αισθητές. Ικανοί Ελληνοαμερικανοί ηγέτες θα μπορούσαν να αντλήσουν από αυτά τα στοιχεία για να βοηθήσουν τους Έλληνες μετανάστες να καταλάβουν ότι τα προβλήματα των μαύρων της Αμερικής προέρχονταν από τη φύση της πολιτικής και της οικονομικής κουλτούρας της Αμερικής και όχι από τη βιολογική κληρονομικότητα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, η πνευματική κεφαλή της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στη Βόρεια και Νότια Αμερική, ήταν ιδανικά ο κατάλληλος για να παίξει έναν τέτοιο ηγετικό ρόλο. Στα Οικουμενικά Συνέδρια ο Ιάκωβος μιλούσε εύγλωττα κατά του φυλετικού διαχωρισμού. Έφτασε μέχρι το σημείο να σταθεί στο πλευρό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ παίρνοντας μέρος στην πορεία στη Σέλμα της Αλαμπάμα και δημιουργώντας μια τόσο εντυπωσιακή παρουσία με την παραδοσιακή φορεσιά του κληρικού που η φωτογραφία του εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Life στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο πρόεδρος της Ένωσης Εργατών στην Αυτοκινητοβιομηχανία Γουόλτερ Ρούθερ. Ο Ιάκωβος ήταν πραγματικά αντίθετος στο ρατσισμό, αλλά η εκκλησία της οποίας ήταν επικεφαλής, ο μοναδικός δυνατός εθνοτικός θεσμών των Ελλήνων της Αμερικής, ήταν θεσμικά απούσα από τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Ίσως και να είχε τρομοκρατηθεί από τις συνεχείς απειλές για τη ζωή του που ακολούθησαν την πορεία στη Σέλμα. Ίσως πίστευε ότι η φιλοδοξία του να γίνει Οικουμενικός Πατριάρχης θα διακινδύνευε εάν ο ίδιος εκνεύριζε τις ενορίες του με το συγκεκριμένο ζήτημα. Ίσως ένιωθε ότι ήταν αρκετό που είχε ανοίξει το δρόμο με το προσωπικό του παράδειγμα.
Δίχως έναν εκπρόσωπο σαν τον Ιάκωβο ή κάποιες θαρραλέες φωνές μέσα στον εθνοτικό Τύπο, ο πόνος των μαύρων της Αμερικής δεν πλησίασε ποτέ την καρδιά των μεταναστών. Με την αφομοίωση να αποτελεί τον επικρατέστερο δρόμο, οι Ελληνοαμερικανοί πολύ συχνά αποδέχονταν τις φυλετικές απόψεις που εκφράζονταν, με σαφήνεια ή έμμεσα, στον κυρίως Τύπο και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Με το πέρασμα των χρόνων οι απόψεις τους για τους μαύρους έγιναν περισσότερο εχθρικές, σε σημείο που κυριολεκτικά δεν ξεχώριζαν από εκείνες των άλλων «λευκών» Αμερικανών.»
Ο τζόγος στην Γκρήκταουν
«Μια άλλη ελληνική πολιτισμική πραγματικότητα ήταν ότι οι επαγγελματίες τζογαδόροι έχαιραν έναν ιδιαίτερο σεβασμό για την τόλμη τους. Η Γκρήκταουν αποτελούσε ένα περιβόητο κέντρο τζόγου. Τα τοπικά πρακτορεία εφημερίδων ή οι ταξιδιωτικοί πράκτορες έδιναν πιο αξιόπιστες πληροφορίες για τον τυχερό αριθμό της ημέρας ή τα προγνωστικά μιας ιπποδρομίας παρά για την ημερομηνία της επόμενης έκδοσης της εφημερίδας ή το κόστος της πτήσης για την Ελλάδα. Υπήρχε η φήμη ότι οι «Γκρέσιαν Γκάρντενς» ήταν στέκι της μαφίας όπου σεΐχηδες, μαφιόζοι, έμποροι χαλιών, διάσημοι αθλητές, μεγιστάνες της αυτοκινητοβιομηχανίας και άλλοι σπουδαίοι σπάταλοι έπαιζαν ένας εναντίον ενός, με τους Έλληνες να εξασφαλίζουν την τιμιότητα του παιχνιδιού. Κάθε φορά που η αστυνομία έπαιρνε μέτρα για την πάταξη του τζόγου, ορισμένοι μόνιμοι παίκτες της Γκρήκταουν εξαφανίζονταν. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχαν πάει για μπάνιο στον ποταμό Ντιτρόιτ φορώντας μαγιό από τσιμέντο. Αυτά λέγονταν για να συγκινηθεί ο Τύπος. Συνήθως οι Έλληνες μαφιόζοι έκαναν απλώς διακοπές στην πατρίδα…
Μια μεγάλη επιχείρηση ήταν το παιχνίδι με αριθμούς που εξελισσόταν στα υπόγεια, στα ατελιέ και στα πίσω δωμάτια των κατά τα άλλα νόμιμων επιχειρήσεων. Τα στοιχήματα γίνονταν από το τηλέφωνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και οι αγγελιοφόροι έφταναν όλο το απόγευμα με χρήματα και δελτία στοιχημάτων. Αυτό που ξεκίνησε ως μια μέτρια εθνοτική επιχείρηση είχε ανθίσει κατά τη διάρκεια του πολέμου κι έγινε τόσο επικερδής που προξένησε το ενδιαφέρον της μαφίας του Ντιτρόιτ. Ένα βράδυ καμιά εικοσαριά Ιταλοί, οπλισμένοι με αυτόματα, μπήκαν ο ένας πίσω από τον άλλο στην κεντρική αίθουσα καταμέτρησης για να ανακοινώσουν ότι οικειοποιούνταν την επιχείρηση. Οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι να συνεργαστούν ή να αντισταθούν. Από εκείνη την ημέρα και έπειτα οι Έλληνες βρίσκονταν στη μεσαία βαθμίδα της διαχείρισης των παιχνιδιών με αριθμούς και οι στρατιώτες της μαφίας απέκτησαν μόνιμη παρουσία μέσα στις κρυφές αίθουσες της Γκρήκταουν.»
“Ποτέ την Κυριακή” και “Ζορμπάς”
«Η ταινία Ποτέ την Κυριακή διαφοροποίησε την αντίληψη της Αμερικής για την ελληνικότητα. Ξαφνικά, ήταν όχι μόνο αποδεκτό να είσαι Έλληνας στην Αμερική, αλλά και πλεονεκτικό. Κι άλλοι παράγοντες έπαιξαν επίσης ρόλο, αλλά η κυκλοφορία του Ποτέ την Κυριακή το 1960 παρουσίαζε τον σωστό πρωταγωνιστή με τη σωστή μουσική ακριβώς τη σωστή στιγμή. Πέντε χρόνια νωρίτερα η ίδια η Μελίνα Μερκούρη και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχαν κάνει τη Στέλλα διεθνή κινηματογραφική επιτυχία. Αλλά μόνο αυτό. Το Ποτέ την Κυριακή ήταν το κάτι άλλο. Για μια ολόκληρη γενιά το Ποτέ την Κυριακή προσδιόριζε την ελληνικότητα.
Η ελληνοαμερικανική αντίδραση στο Ποτέ την Κυριακή ήταν αναμφισβήτητα ανάμεικτη. Εξάλλου η Μερκούρη έπαιζε μια πόρνη. Οι περισσότεροι μετανάστες είχαν έρθει από χωριά που οι παρθένες νύφες ήταν ένα πολιτισμικό δεδομένο και η λιτότητα ήταν ουσιαστική για την επιβίωση. Μπορεί να έσπαζαν ένα ποτήρι σε μια πολύ ειδική περίσταση, αλλά το μαζικό σπάσιμο πιάτων ήταν συνδεδεμένο με τον ελληνικό υπόκοσμο του χασίς και του μικροεγκλήματος. Οι Έλληνες διανοούμενοι ένιωθαν άνετα όταν σύγκριναν την κουλτούρα του μπουζουκιού με τον κόσμο του αμερικανικού μπλουζ, αλλά οι Ελληνοαμερικανοί ήταν περισσότερο εξοικειωμένοι με τα δημοτικά τραγούδια και τις εκκλησιαστικές μελωδίες. Όταν είδαν τη γενική αποδοχή του μπουζουκιού από τους Αμερικανούς, όλα αυτά άλλαξαν∙ το μπουζούκι αγκαλιάστηκε ως η απόλυτα κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα. Τα Παιδιά του Πειραιά, το μουσικό θέμα του Ποτέ την Κυριακή, έγινε γρήγορα «υποχρεωτικό» στα ελληνοαμερικανικά γλέντια γάμων και βαπτίσεων…
Ο Ζορμπάς κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα. Η μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη επιβεβαίωνε το μπουζούκι ως την αντιπροσωπευτική μουσική της Ελλάδας, όμως πολλοί Ελληνοαμερικανοί ενοχλήθηκαν από την ανάθεση του ρόλου στον μη Έλληνα Άντονι Κουίν. Βρήκα τη μουσική καταπληκτική και ο χορός και το παίξιμο του Κουίν ήταν καλά, αλλά κι εγώ ενοχλήθηκα. Η ταινία πρόβαλε τον Έλληνα άντρα ως ενστικτώδη και άξεστο, αξιαγάπητο μερικές φορές, αλλά εντελώς ανίκανο και ανεύθυνο. Όπως και τα στερεότυπα για τους Αφροαμερικανούς, προφανώς το περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει ένας Έλληνας για τους καταπιεσμένους Αγγλοσάξονες ήταν να τους διδάξει πώς να χορεύουν και, κατά τ’ άλλα, ν’ αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο. Οι Αμερικανοί, φυσικά, αγκάλιασαν τον Ζορμπά του Κουν τόσο ζεστά όσο είχαν αγκαλιάσει και την Ίλια της Μερκούρη∙ και πολλοί Ελληνοαμερικανοί άρχισαν να διαμορφώνουν τη δημόσια συμπεριφορά τους σύμφωνα μ’ αυτήν που είχαν δει στον Ζορμπά.»