Την πιο μεστή παράσταση της χρονιάς καταθέτει ο Αντώνης Αντύπας με τον Επιστάτη, γιορτάζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του Απλού Θεάτρου.
Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του πολύ επιτυχημένη θητεία σε άλλα έργα του Πίντερ, καταπιάνεται με το πιο απαιτητικό, ίσως, απ’ αυτά και από την πρώτη κιόλας στιγμή αρπάζει τον εσωτερικό ρυθμό του έργου και τον καθορίζει, αυξομειώνοντάς τον μέχρι το τέλος, επιβάλλοντας στο θεατή το πιντερικό σύμπαν, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, τίποτα δεν είναι σταθερό κι όπου οι λέξεις κρύβουν και υπονοούν παρά αποκαλύπτουν. Η υπόθεση είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ένας άεργος νέος με υπερβολικά κόσμια κι ευγενική συμπεριφορά, που σκοπός της ζωής του είναι να χτίσει ένα υπόστεγο στον κήπο, μαζεύει απ’ το δρόμο ένα γέρο άστεγο και του προσφέρει ως καταφύγιο το σπίτι του, το οποίο όμως ανήκει στον αδερφό του, ο οποίος αδερφός, ένας τρυποχάφτης εργολαβίσκος έχει άλλα σχέδια στο μυαλό του. Ο γέρος προσπαθεί να ελιχθεί ανάμεσα στα αδέρφια και να κάνει τις απαραίτητες συμμαχίες. Τελικά, όμως, δεν τα καταφέρνει. Τρία πρόσωπα που οι ζωές τους συναντώνται και τέμνονται αλλά δεν παραλληλίζονται, όπου ακόμα και τα αδέρφια δεν έχουν καμία οικειότητα μεταξύ τους, ούτε καν κάποια κοινή ιστορία να μοιραστούν και που όλοι έχουν μια αμφιβόλου σπουδαιότητας εκκρεμότητα να διευθετήσουν, κάπου να πάνε αόριστα, κάτι να κάνουν γενικώς. Κι αυτά, από κάτω μια κοινωνία που βράζει υπόκωφα.
Όλα αυτά καταφέρνει να αποτυπώσει ο Αντύπας συνεπικουρούμενος από το σκηνικό και τα κουστούμια, αλλά κυρίως από έναν υπέροχο Καταλειφό ο οποίος με το που ξεκινάει η παράσταση πιάνει το θεατή από τα μούτρα, μην αφήνοντάς τον να πάρει ανάσα. Ο Λαέρτης Βασιλείου πλάθει έναν Άστον λοβοτομημένο ψυχικά και σωματικά, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το νεαρό Χάρη Φραγκούλη που αποφοίτησε από το Εθνικό το 2010 και στέκεται σαν ίσος προς ίσο απέναντι στον Ντέιβις του Καταλειφού, πλάθοντας αυτόνομα και με κάποια ειρωνεία τη φιγούρα του Μικ, ενός πονηρού και απρόβλεπτου μικροεργολάβου που τόσο καλά γνωρίζει η ελληνική κοινωνία. Στα συν της παράστασης το γεγονός ότι κράτησε την μετάφραση του Σταματίου από το 1982. Μοναδική ίσως ένσταση η μουσική της Καραϊνδρου. Θα περίμενα από μια συνθέτη της δικής της ποιότητας και βεληνεκούς πιο δύσκολες λύσεις από ένα σαξόφωνο που απλά παίζει τζαζ και μπλουζ κλίμακες στις παύσεις.
Όλα αυτά καταφέρνει να αποτυπώσει ο Αντύπας συνεπικουρούμενος από το σκηνικό και τα κουστούμια, αλλά κυρίως από έναν υπέροχο Καταλειφό ο οποίος με το που ξεκινάει η παράσταση πιάνει το θεατή από τα μούτρα, μην αφήνοντάς τον να πάρει ανάσα. Ο Λαέρτης Βασιλείου πλάθει έναν Άστον λοβοτομημένο ψυχικά και σωματικά, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για το νεαρό Χάρη Φραγκούλη που αποφοίτησε από το Εθνικό το 2010 και στέκεται σαν ίσος προς ίσο απέναντι στον Ντέιβις του Καταλειφού, πλάθοντας αυτόνομα και με κάποια ειρωνεία τη φιγούρα του Μικ, ενός πονηρού και απρόβλεπτου μικροεργολάβου που τόσο καλά γνωρίζει η ελληνική κοινωνία. Στα συν της παράστασης το γεγονός ότι κράτησε την μετάφραση του Σταματίου από το 1982. Μοναδική ίσως ένσταση η μουσική της Καραϊνδρου. Θα περίμενα από μια συνθέτη της δικής της ποιότητας και βεληνεκούς πιο δύσκολες λύσεις από ένα σαξόφωνο που απλά παίζει τζαζ και μπλουζ κλίμακες στις παύσεις.
Δημήτρης Οικονόμου
Σχόλια