Σε ένα τοπίο που μονοπωλείται ακραία από αυτό που παλιά λέγανε σεμνά «κοινοβουλευτικό κρετινισμό», ίσως να μην είναι τόσο παράταιρη η αναζήτηση γενικότερων συντεταγμένων. Ακόμα και με τη μορφή πιο σκόρπιων παρατηρήσεων προς συζήτηση.
Συχνά, οι αναλύσεις για τη ρευστότητα της εποχής και την απροσδιοριστία ενός διακριτού πρόσημου, φαίνεται να συναντούν μια υπόρρητη καχυποψία: Μήπως είναι προκάλυμμα κάποιου αγνωστικισμού ή αποφυγής πιο «στιβαρών» εκτιμήσεων;
Η γνωστή ρήση για την εποχή όπου «το νέο δεν έχει γεννηθεί», χρησιμοποιείται κατά κόρον από πολλούς. Συνήθως, όμως, την εκφώνησή της την ακολουθεί η βεβαιότητα ότι το «νέο» είναι απολύτως ξεκάθαρο και μπορεί να περιγραφεί μέχρι λεπτομέρειας. Απλώς, για κάποιους λόγους, η κυοφορία του συναντά δυσκολίες… Κι όμως, η εποχή μας μοιάζει με σημείο στο οποίο συγκλίνουν στο κλείσιμό τους κύκλοι, μεγαλύτεροι και μικρότεροι, διαφορετικής κλίμακας και βαθμού «ιστορικότητας».
Οι μεγαλύτεροι από αυτούς, συνδέονται με εποχές που τις εγκαινίασαν μεγάλες «θύελλες» (1789, 1917, 1968). Με μια έννοια ο ένας διαδέχτηκε τον άλλον, τα χαρακτηριστικά τους όμως συνυπήρχαν με διάφορους τρόπους ή και μετασχηματίστηκαν στην κάθε φορά επόμενη φάση. Μάλιστα, το κατά πόσο τα στοιχεία των προηγούμενων φάσεων μετασχηματίζονταν σε κάτι πραγματικά διαφορετικό ή απλώς αναπαράγονταν με νέες μορφές, έκρινε σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια ή την ασυνέχεια των επόμενων.
Ζουμάροντας στο σήμερα, βλέπουμε κι άλλους, μικρότερους, κύκλους να κλείνουν. Όλο και περισσότερους, έτσι που το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε να μοιάζει έντονα με σημείο καμπής από πολλές απόψεις.
***
Στις αρχές του καινούριου αιώνα, το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση έδειξε να ανοίγει έναν δρόμο προς «έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός», όπως διακήρυξε το ίδιο. Μετά από μια δεκαετία που είχε σημαδευτεί από το φουλάρισμα της «διεθνοποίησης» του κεφαλαίου, το διεθνές αυτό σκίρτημα διαμόρφωσε ένα πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα ριζικά διαφορετικό από εκείνο που είχε επιβάλει το πολύ σύντομο και εφήμερο «τέλος της ιστορίας».
Έτσι, η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης συντελέστηκε σε ένα «αριστερόστροφο» σε γενικές γραμμές ιδεολογικό περιβάλλον, παίρνοντας ανάλογη χροιά. Στο πεδίο αυτό, συναντήθηκαν κοινωνικά και πολιτικά κινήματα και χώροι που βρήκαν μια κοινή γλώσσα απέναντι σε κορυφαία ζητήματα που αναδύονταν (κυριαρχία πολυεθνικών, χρηματιστικοποίηση και υπερσυσσώρευση πλούτου, κοινωνικές ανισότητες, περιβαλλοντική καταστροφή κ.λπ.).
***
Η γνωστή ρήση για την εποχή όπου «το νέο δεν έχει γεννηθεί», χρησιμοποιείται κατά κόρον από πολλούς. Συνήθως, όμως, την εκφώνησή της την ακολουθεί η βεβαιότητα ότι το «νέο» είναι απολύτως ξεκάθαρο και μπορεί να περιγραφεί μέχρι λεπτομέρειας. Απλώς, για κάποιους λόγους, η κυοφορία του συναντά δυσκολίες…
Δεν βρισκόμαστε πια σε αυτή τη φάση, για πολλούς λόγους.
Η πρώτη σειρά λόγων είναι ότι η ίδια η παγκοσμιοποίηση μπήκε σε εντελώς διαφορετική φάση, ενώ κατά άλλους συντελέστηκε το «τέλος» της. Ακόμα και το δεύτερο ισχύει, αν ταυτίσουμε την παγκοσμιοποίηση με την περίοδο της κυριαρχίας ενός διεθνούς διευθυντηρίου που ομονοούσε στους βασικούς άξονες της πλανητικής εξέλιξης.
Η αλλαγή που έχει συντελεστεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είναι κοσμοϊστορικών διαστάσεων. Η εποχή που τρία ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ιαπωνία, και μάλιστα με την Ευρώπη ενιαία υπό τον γαλλογερμανικό άξονα) οδηγούσαν τις εξελίξεις, είναι παρελθόν και τίποτα δεν τη θυμίζει. Η εποχή κατά την οποία, σε κλίμα σύμπνοιας, το G7 συνεδρίαζε για να αποφασίσει για τα πάντα, έχει περάσει. Μαζί της, φυσικά, και η εποχή των μαζικών διεθνών κινητοποιήσεων που περικύκλωναν τις συναντήσεις της πλανητικής ελίτ.
Σήμερα, νέες παγκόσμιες δυνάμεις έχουν αναδυθεί (ας αναλογιστούμε ότι Ρωσία και Κίνα δεν είχαν κανένα λόγο, και βέβαια δεν συμμετείχαν στο διευθυντήριο των «7»). Το στρατόπεδο της Δύσης είναι διχασμένο και αδυνατισμένο. Η Ευρώπη είναι πολυδιασπασμένη, με όχι μία αλλά πολλές διαιρετικές τομές. Οι ΗΠΑ είναι οι ίδιες διχασμένες στο εσωτερικό τους, σε σφοδρή σύγκρουση με άλλες δυνάμεις που μέχρι σήμερα ήταν φιλικές ή και υποχείριά της, και βέβαια «πλανητάρχης» δεν υπάρχει.
Οι εξελίξεις αυτές, που έχουν σημειωθεί μέσα σε λίγα χρόνια, είναι τέτοιου εύρους που σε άλλες εποχές θα χρειάζονταν δεκαετίες. Δεν πρόκειται απλά για κάποια «όξυνση των αντιθέσεων». Οι εθνικές και γεωπολιτικές συγκρούσεις έχουν επιστρέψει και δίνουν τον τόνο. Η «επιστροφή στο έθνος-κράτος» δεν συντελείται με την έννοια κάποιων μικρών συντηρητικών ή λαϊκιστικών εθνικισμών, όπως προβάλλεται, αλλά αποτελεί κοινό τόπο για τους ίδιους τους μεγάλους παίκτες. Είμαστε, και από αυτή την άποψη, σε εποχή επικαιροποίησης του «εθνικού». Ταυτόχρονα, κορυφαία ζητήματα, όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό αλλά όχι μόνο αυτό, έχουν αποκτήσει διαφορετικές διαστάσεις, που σχετίζονται με αυτές τις εξελίξεις.
Η δεύτερη σειρά λόγων αφορά στο κοινωνικό, το ιδεολογικό, αλλά και το παραγωγικό-τεχνολογικό πεδίο, όπου είναι σε εξέλιξη μια σειρά ακόμα διεργασίες. Η διάλυση ταυτοτήτων, κοινωνικών χώρων, δεσμών και σχέσεων, τα «μεταμοντέρνα» ιδεολογικά σχήματα, σε συνδυασμό με τη φορά εξελίξεων που συνδέονται με τις τεχνολογίες και την επιστήμη, οδηγούν σε μεγάλες αλλαγές που σχετίζονται με το ίδιο το μέλλον αυτού που ονομάζεται «ανθρώπινη φύση» ή ανθρώπινο είδος.
Δεν είμαστε (απλώς) στην εποχή κατά την οποία από όλους τους πόρους του ίδιου του συστήματος αναδύονται οι μορφές μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης. Αλλά στην εποχή όπου η υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση επιχειρεί να ενσωματώσει, να εγκολπώσει αυτές τις αναδυόμενες μορφές, μετασχηματίζοντάς τες.
Η τρίτη σειρά λόγων, αφορά σε πιο συγκεκριμένες εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο. Καταρχάς, έχει γιγαντωθεί το φαινόμενο της καθολικής κρίσης της πολιτικής. Του πολιτικού συστήματος, του κομματικού φαινομένου, του κοινοβουλευτισμού, της δημοκρατίας, της εκπροσώπησης. Αυτό είναι κάτι που σχεδόν κανείς πλέον δεν αμφισβητεί.
Οι δε δυνάμεις που προσδιορίζονται με οποιονδήποτε τρόπο στο φάσμα της Αριστεράς, βιώνουν αξεπέραστη κρίση. Δεν είναι μόνο όσες έχουν ενσωματωθεί και τυπικά στην παγκοσμιοποίηση. Τα «εργαλεία», οι μέθοδοι ανάλυσης, οι τρόποι οργάνωσης, οι κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις συνολικά, είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα και αδυναμία επαφής με αυτήν. Ο «οικονομισμός», η γραμμή της «αντι-λιτότητας», ο «αντι-νεοφιλελευθερισμός» έφτασαν στα όριά τους, και τώρα έχουν ξεπεραστεί. Ακόμα και τα σοβαρά «πειράματα» σε κάποιες γωνιές του πλανήτη, βρίσκονται σε υποχώρηση ή μπροστά σε προβλήματα και σταυροδρόμια.
***
Όλα τα παραπάνω, μπορούν σε ένα βαθμό να ερμηνεύσουν κάποιες πλευρές της κατάστασης σε εκείνο που θα ονομάζαμε «υποκειμενικό πεδίο».
Σήμερα, η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης δεν έχει τον χαρακτήρα που είχε πριν 15-20 χρόνια. Είναι περισσότερο μαζική, αλλά και πολύ πιο ρευστή, πιο θολή, πιο ετερόκλητη. Εμπεριέχει πλήθος τάσεων και καταστάσεων, είναι αντιφατική, δεν έχει κοινή γλώσσα, αλλά ούτε καν είναι μια Βαβέλ με πολλές διαφορετικές γλώσσες, αφού δεν υπάρχουν τέτοιες διαμορφωμένες.
Παρένθεση: Στη χώρα μας, προστίθεται και το κλείσιμο δύο ακόμα μικρότερων κύκλων. Πρώτα, του «μνημονιακού/αντιμνημονιακού» αλλά και μιας ορισμένης φάσης εκδήλωσης του λαϊκού ριζοσπαστισμού. Το τέλος του, εδώ και χρόνια, ακόμα δεν έχει συνειδητοποιηθεί. Δεύτερον, μιας περιόδου «αριστερής διακυβέρνησης», η οποία τώρα τελειώνει αλλά θα αφήσει πίσω της αρκετά αποτυπώματα σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Δεν πρόκειται για λεπτομέρειες, για μικρές δυσκολίες. Αυτή η κατάσταση είναι η πραγματική πρόκληση για όσους αναζητούν δρόμους προς την ελευθερία, την κοινωνική, την εθνική ή την ανθρώπινη χειραφέτηση, αντίστασης στην ολοκληρωτική παγκοσμιοποίηση. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, ασχέτως αν συνειδητοποιείται ή όχι. Ζούμε σε ολότελα καινούρια εποχή, μεταβατική και ιδρυτική από πολλές απόψεις.
«Ένας άλλος κόσμος» είναι σήμερα περισσότερο θολός, απροσδιόριστος. Αυτός, δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί, το ίδιο και οι υποκειμενικοί όροι διαμόρφωσής του. Χρειάζεται προσπάθεια, διανοητική, πρακτική και πολύπλευρη, για να «εφευρεθούν» μαζί. Χωρίς αυτήν τη συναίσθηση, καμία «αξιοποίηση» των διδαγμάτων του παρελθόντος δεν μπορεί να γίνει. Τα μεταμοντέρνα στερεότυπα και οι φλυαρίες οι οποίες τα συνοδεύουν, και όχι αυτή η συναίσθηση, αποτελούν τον σύγχρονο αγνωστικισμό.