Αν όμως τους τρεις προηγούμενους τους έχω διαβάσει, αγαπώντας ξεχωριστά τον Σαχτούρη, ομολογώ πως η Ελένη Βακαλό ήταν για μένα απολύτως άγνωστη ως ποιήτρια. Δεν είχα διαβάσει ούτε έναν στίχο της!
Η άγνοιά μου, αλλά και η παρουσία στο πάνελ των ομιλητών της Ευτυχίας Παναγιώτου και της Αντιγόνης Κατσαδήμα ήταν που έγειραν τη ζυγαριά και οδήγησαν τα βήματά μου στο art bar Ποιήματα και Εγκλήματα της οδού Αγίας Ειρήνης – το νέο στέκι των εκδόσεων Γαβριηλίδης. Την τρίτη ομιλήτρια Αγγέλα Γαβρίλη δεν την γνώριζα, αλλά αυτό δεν είχε σημασία…
Τρεις νέες ποιήτριες, λοιπόν, θα μιλούσαν για μια «πρόγονό» τους, που -όπως αποδείχθηκε- είχε ξεχωριστή σημασία για την καθεμιά τους. Μαζί τους η ηθοποιός Λυδία Φωτοπούλου αναλάμβανε να ζωντανέψει τα ποιήματα της Βακαλό με τη φωνή της.
Από την απαγγελία αυτή θα ξεκινήσω… Διότι ενώ έχω βρεθεί σε πολλές παρουσιάσεις βιβλίων, πρώτη φορά είδα κάποιον να διαβάζει ένα κείμενο σαν να ήταν δικό του. Αν κάποιος ήταν όπως εγώ, που δεν είχα εικόνα της Βακαλό, θα μπορούσε να πιστέψει πως η ίδια η ποιήτρια ήταν μαζί μας. Είχε ζωντανέψει και μας διάβαζε τους στίχους της:
Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος
Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας
…κι έτσι μετάνιωσα!
…Κι έτσι μετάνιωσα για τον χαμένο χρόνο. Από αυτό το ποίημα που πολύ εύστοχα επιλέχθηκε για να μας βάλει στον κόσμο της Ελένης Βακαλό. Μιας γυναίκας περισσότερο γνωστής από τη Σχολή που δημιούργησε. Ο Γιώργος Μπλάνας μας υποψίασε λέγοντας πως αν διαβάσεις τις κριτικές για τα ποιήματα της Βακαλό και μετά διαβάσεις τα ίδια τα ποιήματα, τότε νομίζεις πως οι κριτικές έχουν γραφτεί για κάποιον άλλο!
Οι ομιλήτριες ξεδίπλωσαν η καθεμιά το δικό της γοητευτικό παραμύθι. Εδώ θα σας μεταφέρω κάποια αποσπάσματα, όμως σύντομα θα μπορέσετε να διαβάσετε όλα τα κείμενα σε σχετική έκδοση που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Τη σκυτάλη πήρε πρώτα η Ευτυχία Παναγιώτου λέγοντας: «…Δεν ήξερα πως οφείλω τόσο πολλά στην Ελένη Βακαλό. Ήξερα μόνο για το ρόλο που έπαιξε η κυρα-Ροδαλίνα (πρόσωπο που πρωταγωνιστεί σε δύο μετέπειτα συλλογές της ως ηρωίδα μυθοπλασίας) στον ψυχισμό μου και στον τρόπο που διαβάζω ποίηση. Έναν χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου μου Μαύρη Μωραλίνα, μπορώ και πλάθω πια την παρουσία της στη ζωή μου. Η κυρα-Ροδαλίνα τής Βακαλό με τις παλάβρες και τις περιπέτειές της με βγάζει έξω από το σπίτι μου, με πετάει στο δρόμο. Γιατί η ποίηση είναι “του κόσμου”, το είπε με τον ολοδικό της τρόπο η Βακαλό, και με τους στίχους της το έκανε πράξη. …
…Αν αναλογιστούμε πως η Ελένη Βακαλό άρχισε να γράφει και να εκδίδει ποίηση τη δεκαετία του ’40, προτού καν οι γυναίκες αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου, γνωρίζοντας ότι η ιστορία της λογοτεχνίας δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει Ελληνίδες ποιήτριες τη δεκαετία του ’30, ίσως συνειδητοποιήσουμε πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημά της. Το είχε αντιληφθεί; Ίσως και όχι. Πόσο πετυχημένο, όμως ήταν αυτό το εγχείρημα!
…Τα ποιήματά της που είναι το “άλλο του πράγματος”, τα μαντεύεις. Το έργο της Βακαλό προαπαιτεί μια ενεργητική συμμετοχή. Δεν θα κλάψεις, αναγνώστη, διαβάζοντάς την, δεν θα προφυλαχθείς, δεν θα επιβεβαιώσεις τον κόσμο σου, δεν θα προβείς σε διανοητικά άλματα σχετικά με τις διακειμενικές της αναφορές (που είναι πολλές, αλλά χωνεμένες στις λέξεις της), δεν θα σου περάσει από το μυαλό να τη συγκρίνεις.
Ίσως γι’ αυτό την αγαπώ πολύ. Σαν τον τελευταίο έρωτα, όχι σαν τον πρώτο…».
H Αντιγόνη Κατσαδήμα ήταν η επόμενη ομιλήτρια, η οποία είπε τα εξής: «….Kαθένας από εμάς είναι και μια κιβωτός πολλών άλλων μαζί· είναι οι φωνές προσώπων αγαπημένων, εκείνων που γνωρίζουν και ήταν μαζί στη διαμόρφωση της ιστορίας του, ως συνδημιουργοί, και εκείνων που γνωρίζουν εκ των υστέρων την ιστορία του, αλλά καθώς δεν ήταν εκεί, τη στιγμή της δημιουργίας, έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα στη φαντασία. Κοινωνοί είτε της ιστορίας είτε/και της φαντασίας, όλοι γινόμαστε συνδημιουργοί…
…Η ποίησή της Ελένης Βακαλό, είναι σαν να μιλά γι’ αυτό που δεν μπορεί να πει. Για τη διάρκεια της μιας στιγμής που φεύγει και χάνεται, άφτερη, ενώ δεν μας απομένει παρά ο απόηχος, η λέξη, η φωνή που τέλειωσε… “Και χέρι μου ένευε/ Ο αριθμός είναι ρόδο”…
…Οι ποιητές κυνηγούν τη γλώσσα, δεν έχουν τη γλώσσα και όμως καλούνται να αντέξουν από αυτό που δεν έχουν. Γι’ αυτό και είναι οι μεγάλοι άστεγοι που ζουν στη σκιά του εφήμερου με βλέμμα, εν τούτοις, παντοκράτορα. Κλείνω με τους τελευταίους στίχους της Ελένης Βακαλό:
Θανατηφόρα η λέξη
Το πράγμα ακύρωσε
Το κορίτσι φεύγει.
Η Βακαλό έφυγε και όμως είναι εδώ. Και μας θυμίζει ότι η εμπειρία της γλώσσας και της συνδημιουργίας «κλειδώνει» στο όνομά της…».
Έκπληξη για μένα και η τοποθέτηση της τρίτης ομιλήτριας, της Αγγέλας Γαβρίλη που όπως είδα, εκ των υστέρων, έχει και η ίδια μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή στο ενεργητικό της:
«…Οι ταμπέλες και οι φιλολογικές ερμηνείες δεν την αφορούν: έχει να πει κάτι, το λέει – τελεία. Ακόμα κι αν την απορρίπτουν, η δουλειά έχει γίνει. Τέτοια εργάτρια ήταν η Βακαλό, τέτοιοι εργάτες είναι όλοι οι ποιητές και οι καλλιτέχνες που σέβομαι και από τους οποίους αντλώ και θεωρώ προγόνους μου…
…Η τέχνη ή υπάρχει για όλους και απευθύνεται σε όλους ή δεν είναι τέχνη.
Ο καλλιτέχνης είτε λόγω ταλέντου, κλίσης, χαρίσματος ή απλά επειδή έχει την πετριά στο κεφάλι, βλέπει, ακούει, αντιλαμβάνεται περισσότερα ακριβώς όπως ο σκύλος ακούει και μυρίζει όσα ένας άνθρωπος δεν μπορεί. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι ανώτερος να τον βάλουμε στο βάθρο, ούτε και ο γραφικός τρελός του χωριού. Είναι ξεχωριστός μεν αλλά ταυτόχρονα είναι ένας όπως όλοι οι άλλοι – γιατί χωρίς τους άλλους δεν υφίσταται ούτε ο ίδιος ούτε το έργο του, όπως η τέχνη χωρίς απεύθυνση δεν είναι τέχνη…
…Ο λήπτης, σύμφωνα με την αντίληψη τής Βακαλό, δεν είναι παθητικός: ερμηνεύει και ανασυνθέτει το έργο και έτσι γίνεται συνδημιουργός. Κι αυτό νομίζω – η άρνηση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο δημιουργό και το ”κοινό”, είναι ιδιαίτερα ισχυρή στην ποίησή της, γι’ αυτό η ίδια χαρακτηρίζει τον λόγο της αντιεξουσιαστικό…».
Οι ομιλίες τέλειωσαν. Έξω στην παγωμένη αιθρία τα λόγια, οι στίχοι στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου. Αποφάσισα να διαβάσω Ελένη Βακαλό.
ΥΓ. Στις 26 Ιανουαρίου, στο πλαίσιο του ίδιου κύκλου, η βραδιά θα είναι αφιερωμένη
στο Μιχάλη Κατσαρό.
*Από συνέντευξη στον Άρη Σκιαδόπουλο