Την πένα του Σωκράτη Μαντζουράνη την έχουν «γευτεί» για πολλά χρόνια οι αναγνώστες του Δρόμου. Η στήλη του «Πέντε λεπτά διάλειμμα» κοσμούσε επί σειρά ετών την τελευταία σελίδα της εφημερίδας και είχε φανατικούς αναγνώστες. Το 2016 τα κείμενα της στήλης εκδόθηκαν, μάλιστα, σ’ ένα εξαιρετικό βιβλίο που φέρει τον τίτλο της στήλης.

Από τους πρωτεργάτες και συνιδρυτές του Δρόμου, συμμετείχε στη Συντακτική Επιτροπή και για πολλά χρόνια κάθε βδομάδα έδινε δημιουργικό παρών στη διαμόρφωση του φύλλου.

Πολυγραφότατος κι οξυδερκής, βαθιά πολιτικοποιημένος και αταλάντευτα κομμουνιστής, «διαβάζει» τα καθημερινά με καθαρότητα, αντιλαμβάνεται το μείζον, οριοθετεί προτεραιότητες και οι εκτιμήσεις του έχουν πάντα βάθος και σημαινόμενα.

Μ’ ένα χιούμορ ξεχωριστό κι ιδιαίτερο, που τις περισσότερες φορές μόνο «ψημένοι» Μυτιληνιοί το αντιλαμβάνονται, αυτοσαρκάζεται διαρκώς και καυτηριάζει με «βιτριολικό» αλλά πάντα ‒ή σχεδόν πάντα‒ ευγενικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις.

Ζωντανή περιήγηση

Το 7ο βιβλίο του με τίτλο: «Οδός: Ρωμανού Μελωδού 25 Μυτιλήνη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καμπύλη», δεν είναι μια συνέχεια όσων έχουμε διαβάσει από τον Σωκράτη. Δεν είναι μια ακόμα κατάθεση ψυχής. Είναι κάτι παραπάνω.

Οι 250 σελίδες του βιβλίου είναι κυριολεκτικά ένα ταξίδι στη Μυτιλήνη. Δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο για τη Μυτιλήνη ή ένα ακόμα βιβλίο για τη σχέση του συγγραφέα με το νησί και τους ανθρώπους του. Είναι μια περιήγηση σχεδόν μυστικιστική, βαθιά ανθρώπινη, κοινωνιολογική, εξόχως πολιτική, λαογραφική, πολλές φορές ενοχλητική και σε δεύτερη ανάγνωση αρκετά ενοχική.

Η γραφή του λαϊκή, αλλά όχι απλοϊκή. Λαϊκή αλλά σύνθετη και μεστή, αναδεικνύει σκέψεις, προβληματισμούς και θύμησες ‒χωρίς λεκτικά φτιασιδώματα και περίτεχνες συγγραφικές τεχνικές. Με λέξεις καθημερινές ‒ίσως και ξεχασμένες‒ δημιουργεί εικόνες και χαρακτήρες, ζωγραφίζει εποχές και φωτίζει πτυχές και λεπτομέρειες που αλλάζουν οπτικές και στερεοτυπικές αντιλήψεις.

Σα να χρωστά ο Σωκράτης μια επιστροφή στη Μυτιλήνη, από την οποία έφυγε το 1964 και την «ξέχασε» για 30 χρόνια. Γι’ αυτό και από τον πρόλογο κιόλας του βιβλίου αναβλύζει το ενοχικό στοιχείο. Το ενοχικό που απαντάται σε συγκλονιστικές ερωτικές σχέσεις που έφτασαν σ’ ένα βίαιο τέλος, χωρίς να τελειώσουν ποτέ.

Κι η σχέση του Σωκράτη με τη Μυτιλήνη είναι ερωτική, γι’ αυτό και η επιστροφή του δύσκολη, απολογητική, ενοχική και ταυτόχρονα διεισδυτική κι εξομολογητική για να εξιλεωθεί ο ίδιος για την «απιστία του», γι’ αυτό ακριβώς ξεκαθαρίζει ότι γράφει για τη «δική του» Μυτιλήνη.

Περίπατος και… χειραψίες

Ο αναγνώστης του βιβλίου δεν θα διαβάσει νοσταλγικές θύμησες ή μελό αναμνήσεις. Δεν θα διαβάσει ωραιοποιημένες από την πατίνα του χρόνου ιστορίες, ούτε αγιογραφίες προσώπων, δεν θα αναπολήσει απλά εποχές.

Ο αναγνώστης θα περπατήσει στη Χωράφα, στο Συνοικισμό, στον Άγιο-Ευδόκιμο, και στην Επάνω Σκάλα. Θα μπει στο 8ο Δημοτικό και θ’ ακούσει την κυρία Πόπη.

Θα μιλήσει με τον Μαρίνο και την Αφρούλα, θα αισθανθεί το χέρι και την αγάπη της γιαγιάς Δαμασκηνής, θ’ ακούσει στ’ αυτιά του την μαυροντυμένη κυρα-Θοδώρα να του λέει «πάρε μουρέλι μ’ ό,τι θες κι’ αύριο τα φέρνεις.. Και άμα δεν έχεις, δεν πειράζ’… να είσαι καλά μονάχα. Κι’ αύριο, μέρα είναι…».  Θα κάτσει στο ίδιο θρανίο με τον Παναγή, τον ψηλό, που κάπου παραδίπλα θα ’χει την τσάπα του.

Ο αναγνώστης θα περπατήσει στην προκυμαία και θα ρίξει κλεφτές ματιές στα κορίτσια, θα ξεχάσει το… smartphone και θα λειτουργήσουν και πάλι οι σε ύπνωση αισθήσεις του.

Θα δει να βγαίνει απ’ το συρτάρι η χαρτοσακούλα του Μαρίνου με τα βερεσέδια, θ’ απαντήσει στο προαιώνιο ερώτημα του Θαράπ και θ’ ακούσει τον Τριαντάφυλλο να γρατζουνά το ξεκούρδιστο βιολί του και να τραγουδά παράφωνα. Θα συναντήσει την Πουφ, του Θουδουρέλ’, του Τσατ-Πατ, του Παναγιέλ’ του ουκνό και θα περιγελάσει μαζί με το λαϊκό ασκέρι της Κουμιδιάς τους δήθεν, τους βολεμένους, τους νεόπλουτους και τους υπηρέτες της εξουσίας.

Πατρίδα και ρίζες

Αλλά και θα προβληματιστεί για το πού πάει ο τόπος. Θα τον απασχολήσει η σκοτεινιά της εποχής που ζούμε, όπως την αναφέρει ο Σωκράτης, θα αισθανθεί την έννοια της κοινότητας και την πραγματική έγνοια για τον τόπο, τον γείτονα, τον διπλανό, τον πονεμένο.

Θα φέρει στο προσκήνιο όνειρα, αγώνες και πισωγυρίσματα για μια άλλη κοινωνία, που θα ’ ναι πιο κοινωνία και κυρίως πιο αθρωπένια, όπως γράφει συχνά ο Σωκράτης.

Ο αναγνώστης θα μυρίσει και θα γευτεί φαγιά και μεζέδες, θα αισθανθεί και θα γνωρίσει ανθρώπους, θα βιώσει ιστορίες, θα γελάσει με παλαβομάρες και θα αισθανθεί στην παλάμη του τη βίτσα του δασκάλου.

Σ’ αυτό το βιβλίο του ο Σωκράτης δεν γράφει κεφάλαια. Σκηνοθετεί και δημιουργεί εικόνες και πλάνα. Αναδεικνύει χαρακτήρες κι ανθρώπους απόλυτα ταυτισμένους με την εποχή, το περιβάλλον και τις συνήθειες.

Η «Οδός Ρωμανού Μελωδού 23 (στη) Μυτιλήνη», δεν είναι απλά ένα καλό βιβλίο… Είναι περιήγηση, ταξίδι και εικόνες, φιλίες και σχέσεις, γεύσεις και μυρωδιές που δεν τις διαβάζεις, τις ζεις…

Με τούτο το βιβλίο «είναι σα να ξανασυστήθηκα, σε… μένα», γράφει στο ιδιότυπο κλείσιμο ο Σωκράτης και σημειώνει στον πρόλογο: «Είναι μια άσκηση αυτογνωσίας, μια “βουτιά στις ρίζες” μου για να βρω ένα στήριγμα, ένα βοήθημα να πιαστώ και να μη με καταπιεί τούτη η σκοτεινιά που αρχίζει να μας σκεπάζει. (…)  Μια “βουτιά” σε ό,τι έγινε, θέλησα να επιχειρήσω, μήπως έστω και τώρα, καταφέρω να “διορθώσω”, το βηματισμό και τη στράτα μου… Έστω, τώρα! Για να μην χαθώ σε λάθος δρόμους… Για να μη ξεχάσω την… πατρίδα. Γιατί η μνήμη, είναι η “πατρίδα” που τελικά μας μένει…».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!