Στις 27 Απριλίου, στις Βρυξέλλες, ανακοινώθηκε με πανηγυρικού ύφους δηλώσεις η υπογραφή «Μνημονίου Συνεννόησης» ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον ESM. Το υπέγραψαν οι επίτροποι Β. Ντομπρόβσκις και Π. Μοσκοβισί για την Κομισιόν και ο διευθύνων σύμβουλος Κλάους Ρέγκλινγκ για τον ESM. Το μνημόνιο αυτό «επισημοποιεί την επιτυχή συνεργασία μας στο πλαίσιο των προγραμμάτων χρηματοδοτικής συνδρομής του ESM… Βασίζεται στις συμπληρωματικές ευθύνες και αρμοδιότητες της Επιτροπής και του ESM», είπε ο Ρέγκλινγκ, ενώ όλοι έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι το Μνημόνιο δεν τροποποιεί το νομικό πλαίσιο που διέπει τα δυο όργανα και «δεν προδικάζει τυχόν περαιτέρω μεταρρύθμιση του ESM που μπορεί να συμφωνηθεί».
Εκ πρώτης όψεως είναι παράδοξη πρωτοβουλία. Τι νόημα έχει ένα «Μνημόνιο Συνεννόησης» τώρα, οκτώ χρόνια μετά την απόφαση ίδρυσης του ESM, έπειτα από 6 χρόνια λειτουργίας και συνεργασίας του με την Κομισιόν σε επτά προγράμματα – τα τρία στην Ελλάδα-; Γιατί τώρα, αφού βάσει της πρότασης της Κομισιόν, ο ESM- που μέχρι στιγμής λειτουργεί βάσει μιας διακρατικής συνθήκης και εκτός νομικού πλαισίου της Ε.Ε.- πρόκειται να ενταχθεί στις ευρωπαϊκές συνθήκες; Γιατί πρέπει να ξεκαθαρίσουν τους κανόνες συνεργασίας τους τα δυο κέντρα του ευρωπαϊκού «ιερατείου», εάν ο ESM πρόκειται πράγματι να εξελιχθεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείου ή κάτι παρεμφερές;
Εκ των υστέρων συμμόρφωση
Στο κείμενο του «Μνημονίου Συνεννόησης» (MoU) περιέχονται μερικές ενδιαφέρουσες διευκρινίσεις. «Το MoU δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ως προς την νομοθεσία της Ε.Ε. και τη διεθνή», αναφέρεται στο πρώτο του άρθρο του. Δηλαδή, είναι κάτι σαν ιδιωτικό συμφωνητικό. Αλλά, ποια ανάγκη το υπαγόρευσε; Σ’ ένα πρώτο επίπεδο αποτελεί μια απόπειρα αναδρομικής «θεραπείας» της κραυγαλέας καταστρατήγησης ακόμη και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. μέσω των Μνημονίων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και άλλες τέσσερις χώρες. Ο ESM όχι μόνο λειτούργησε εκτός ευρωπαϊκής νομοθεσίας, αλλά επέβαλε πολιτικές σε σύγκρουση μ’ αυτήν, τις οποίες η Κομισιόν κλήθηκε να υποστηρίξει υπερβαίνοντας τις δεσμεύσεις της έναντι των Συνθηκών ή του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Αυτό επισημάνθηκε από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, το Ευρωκοινοβούλιο αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το επιχείρημα που επικαλείτο η Κομισιόν από το 2010 ήταν ότι τα Μνημόνια «είναι μια διμερής συμφωνία μεταξύ του κράτους και των δανειστών του» και δεν υπάγεται στη νομοθεσία της Ε.Ε. Αλλά δεν μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημα: τότε, τι ρόλο παίζει η ίδια που, αν και θεματοφύλακας της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, την καταστρατηγεί δια της συμμετοχής της στην τρόικα και των μέτρων που επιβάλλει; Πράγμα που αναγνώρισε ακόμη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σε μια προσπάθεια εκ των υστέρων συμμόρφωσης, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης» Κομισιόν- ESM έχει περιληφθεί άρθρο που αναφέρει ότι «αναγνωρίζει την απόφαση του Ευρωδικαστηρίου» που υπογραμμίζει ότι «η Κομισιόν δεσμεύεται να διασφαλίζει ότι τα Μνημόνια που υπογράφονται από την ίδια εκ μέρους του ESM είναι συμβατά με το δίκαιο της Ε.Ε.»
Πρόκειται για μια κυνική, εκ των υστέρων αναγνώριση της εξωθεσμικής, αντιδημοκρατικής και εκτός κράτους δικαίου λειτουργίας των μνημονίων και της τρόικας, που σήμερα έχει συμβολική μόνο αξία. Ωστόσο, εκτός των συμβολισμών, αυτό το ιδιότυπο Μνημόνιο Κομισιόν- ESM αποκαλύπτει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για τη μεταμνημονιακή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, που πιθανότατα είναι ο βασικός στόχος του.
Σε περίπτωση αδιεξόδου στην προσέγγιση ΔΝΤ- Βερολίνου και στην ελάφρυνση του χρέους, για την οποία η γερμανική ηγεσία επιμένει να συνδεθεί με προαπαιτούμενα, υπάρχει ένα νομικό όχημα- και θεσμικό πρόσχημα-, ώστε μετά τον Αύγουστο να ξεκινήσει η ενισχυμένη εποπτεία στον οποίο η Γερμανία διατηρεί, χάρη στο ποσοστό της, εξουσία βέτο σε όλες τις αποφάσεις του.
Μένει «ανεξάρτητος» ο ESM;
Πρώτον, η υπογραφή αυτού του MoU υποδηλώνει ότι οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών θεσμών δεν είναι καθόλου βέβαιες ότι, κατά τη συζητούμενη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, θα αποφασιστεί πράγματι- τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο- η «νομιμοποίηση» του ESM, με την ένταξή του στις Συνθήκες και τη μετεξέλιξή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Ο νέος, σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς έχει δείξει ότι θα σεβαστεί απόλυτα τη «γραμμή Σόιμπλε», ο οποίος είχε υποστηρίξει μεν τη μετατροπή του ESM σε EMF, αλλά επέμενε στην ανάγκη να είναι ένα «ανεξάρτητο» όργανο, εκτός Συνθηκών, διοικούμενο από τα κράτη μέλη του ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους και χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο και λογοδοσία.
Δεύτερον. Προς επίρρωση της παραπάνω εκτίμησης, στο 4ο άρθρο του «Μνημονίου Συνεννόησης» Κομισιόν-ESM αναφέρεται ότι για τις χώρες που βρίσκονται σε Μνημόνιο ή σε μεταμνημονιακή ενισχυμένη εποπτεία, τα δυο θεσμικά όργανα ανταλλάσσουν στοιχεία και δεδομένα «δεσμευόμενα από την υποχρέωση εμπιστευτικότητας». Αναφέρεται επίσης ότι «τα μέρη (σ.σ. Κομισιόν και ESM) δεν θα ανταλλάσσουν πληροφορίες των οποίων η αποκάλυψη στο άλλο μέρος θα αντέβαινε στις νομικές υποχρεώσεις του μέρους που κατέχει τις πληροφορίες ή θα επηρέαζε αρνητικά σημαντικά συμφέροντα του εν λόγω μέρους». Ουσιαστικά πρόκειται για ένα τρικ που όχι μόνο περιορίζει- έως και αποκλείει- την υποχρέωση λογοδοσίας στο Ευρωπαϊκό και στα εθνικά κοινοβούλια, αλλά νομιμοποιεί και το «δικαίωμά» να αποκρύπτουν πληροφορίες μεταξύ τους, εδραιώνοντας μια σχέση λυκοφιλίας.
Τρίτον. Το «MoU» Κομισιόν – ESM ανακατανέμει τους ρόλους του κάθε οργάνου τόσο στο πλαίσιο των Μνημονίων όσο και στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας με αξιοσημείωτες αλλαγές σε σχέση με όσα προβλέπει η Συνθήκη για τον ESM. Για παράδειγμα, η Κομισιόν επιφορτίζεται πλήρως την υποχρέωση να πιστοποιεί αν τα προαπαιτούμενα ενός Μνημονίου είναι συμβατά με το σύνολο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Για τις εκθέσεις συμμόρφωσης κάθε αξιολόγησης, δεν είναι αυτόνομη, πρέπει να συμβουλεύεται τον ESM. Η Κομισιόν διατηρεί μεν την ευθύνη εκτίμησης βιωσιμότητας του χρέους μιας χώρας σε συνεργασία με την ΕΚΤ, αλλά η συνεργασία με το ΔΝΤ που αναφέρει η συνθήκη για τον ESM «εξαφανίζεται», και στη θέση της μπαίνει η υποχρέωση της Κομισιόν να παίρνει υπόψη του τους κανόνες του «Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης» του ESM, δηλαδή τον μηχανισμό που εγγυάται ότι θα πάρει πίσω τα λεφτά του.
Επινοείται ανύπαρκτος ρόλος
Τέταρτον, και μάλλον σημαντικότερο. Το «Μνημόνιο Συνεννόησης» επινοεί έναν ρόλο για τον ESM στη μεταμνημονιακή επιτήρηση, που η ιδρυτική του συνθήκη δεν είχε προβλέψει. Έτσι, στο άρθρο 3 του MoU προβλέπεται ότι η Κομισιόν οργανώνει τις αποστολές της μεταμνημονιακής επιτήρησης σύμφωνα με τον κανονισμό 472/2013 (δηλαδή μέχρι εξόφλησης του 75% του θεσμικού δανεισμού), αλλά αντίστοιχες αποστολές θα διεξάγει και ο ESM. Επομένως, «οι αποστολές επιτήρησης μετά το πρόγραμμα και οι αποστολές του ESM συνδυάζονται, ώστε να αποφεύγεται η περιττή αλληλεπικάλυψη των αναλύσεων… και περιττή επιβάρυνση του οικείου κράτους μέλους». Συνεννοούνται δε για τις εκθέσεις, ακόμη και για τα δελτία τύπου! Ουσιαστικά, με αυτό το νομικό τρικ γίνεται ένα διορθωτικό by pass στο ατελές νομικό πλαίσιο, ώστε να ενταχθεί και ο ESM, μαζί με την ΕΚΤ και την Κομισιόν, στην τελετουργία της μετά Μνημόνιο ενισχυμένης εποπτείας. Ερμηνεύει, κατά κάποιο τρόπο, τι περιλαμβάνει το «συν κάτι ακόμη» που ανάφερε ο υπουργός Οικονομικών, πέρα από τους εξαμηνιαίους ελέγχους της Κομισιόν ή τους «τακτικούς ελέγχους» της ΕΚΤ.
Η παρέμβαση έχει και έναν προληπτικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση αδιεξόδου στην προσέγγιση ΔΝΤ- Βερολίνου και στην ελάφρυνση του χρέους, για την οποία η γερμανική ηγεσία επιμένει να συνδεθεί με προαπαιτούμενα, υπάρχει ένα νομικό όχημα- και θεσμικό πρόσχημα-, ώστε μετά τον Αύγουστο να ξεκινήσει η ενισχυμένη εποπτεία, με πλήρη εμπλοκή όλων των παικτών, πρωτίστως του ESM στον οποίο η Γερμανία διατηρεί, χάρη στο ποσοστό της, εξουσία βέτο σε όλες τις αποφάσεις του.