Του Νίκου Μάλλιαρη*

 

Μετά από πολλά χρόνια, η ομάδα που κατακτά το ελληνικό πρωτάθλημα κινδυνεύει να μην προκρίνεται αυτόματα στους ομίλους του Champions League, εξαιτίας των πρόσφατων κακών επιδόσεων των ομάδων μας στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αυτή η εξέλιξη μας επιτρέπει να στοχαστούμε πάνω στα βαθύτερα αίτια της πτώσης του επιπέδου των εγχώριων πρωταθλημάτων και της καθυστέρησής τους σε σχέση με τις ανεπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες.

Είναι χαρακτηριστικό της στρεβλής ανάπτυξης του ελληνικού ποδοσφαίρου πως η επαγγελματοποίηση-εμπορευματοποίησή του έγινε χωρίς σοβαρή διαβούλευση, με αυταρχικό τρόπο, δίχως να ληφθεί υπ’ όψιν η τότε ευρωπαϊκή πρακτική. Τα ποδοσφαιρικά τμήματα Α’ Εθνικής μετατράπηκαν σε ΠΑΕ το 1979 με τις ευλογίες της πολιτικής εξουσίας, η οποία κυρίως ενδιαφερόταν να μη χαθεί ο έλεγχος μέσα σ’ αυτά και όχι να διοικηθούν οι σύλλογοι με τον καλύτερο τρόπο. Παρακάμφθηκε η όποια λαϊκή συμμετοχή και επιλέχθηκε ένα μοντέλο εντελώς αποτρεπτικό για αυτήν: η εξουσία του παντοδύναμου, «μάγκα» προέδρου-καταφερτζή, με ρόλο πρωταγωνιστή, πάνω από τους παίκτες, αλλά κι από την ίδια την ομάδα. Να οι ρίζες της σημερινής οικτρής κατάστασης: η υφαρπαγή των ομάδων από αμφίβολης ποιότητας «επενδυτές», που όχι μόνο δεν εμφορούνται από την παραμικρή αγάπη και μεράκι για το ποδόσφαιρο ως άθλημα, αλλά το χρησιμοποιούν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα «διαπλεκόμενα» συμφέροντά τους.

Οι διαφορές με τις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες της Ευρώπης είναι εμφανείς: έλλειψη παράδοσης λαϊκής συμμετοχής στα σωματεία (που επιτρέπει την κυριαρχία αετονύχηδων «επενδυτών»)· έλλειψη οργανωμένου κράτους (του οποίου οι ανύπαρκτοι ελεγκτικοί μηχανισμοί ευνοούν τα ανορθόδοξα σχέδια των «επενδυτών»)· κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες (με αεριτζήδικες, αρπακτικές και «διαπλεκόμενες» συμπεριφορές). Τα αποτελέσματα γνωστά: πλήρης ανυποληψία του αθλήματος, καθώς, το σκάσιμο της οικονομικής φούσκας της Μεταπολίτευσης αφήνει τις ΠΑΕ καταχρεωμένες, σε δεινή οικονομική κατάσταση. Καμία σοβαρή προσπάθεια δεν έγινε όλα αυτά τα χρόνια προς τη συμμετοχή των ίδιων των φιλάθλων στη Διοίκηση και στην οικονομική στήριξη των ομάδων – μόνο εντυπωσιοθηρικές κινήσεις με «μεταγραφές αεροδρομίου» για την ενδυνάμωση του κύρους της κάθε «προεδράρας».

Έτσι, παρά τις διάφορες ανορθόδοξες πρωτοβουλίες των παραγόντων (Κόκκαλης στον Ολυμπιακό το 2004, «Κοινωνία Μελών» στον Άρη, «Παναθηναϊκή Συμμαχία» στον Παναθηναϊκό), η όποια κινητοποίηση απέτυχε γιατί ήταν εμφανής η ιδιοτελής σκοπιμότητα των εμπνευστών της. Δεν προωθήθηκε σε βάθος το ορθόδοξο μοντέλο λαϊκής συμμετοχής που υιοθετείται στην Ισπανία, τη Γερμανία ή την Πορτογαλία (π.χ. Μπαρτσελόνα, Μπάγερν, Μπενφίκα) με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη των σωματείων. Την εγγραφή μελών αποθάρρυνε και η ισχύουσα νομοθεσία που επιτρέπει την συμμετοχή στα πρωταθλήματα Α’ και Β’ Εθνικής μόνο ομάδων που διοικούνται από ΠΑΕ και όχι από σωματεία με τμήματα επαγγελματιών ποδοσφαιριστών. Οι μόνοι που συμμετέχουν πλέον στη διοίκησή των ομάδων, παράλληλα με τους προέδρους, είναι οι οργανωμένοι οπαδοί, οι οποίοι συνιστούν στρατούς των πρώτων και κατευθύνονται από παραβατικής και μαφιόζικης νοοτροπίας ηγετίσκους. Ο απλός κόσμος έχει αποσυρθεί στον καναπέ.

Η άκρα εμπορευματοποίηση του αθλήματος μέσα στις πιο προηγμένες οικονομικά και ποδοσφαιρικά χώρες, επιφέρει πολλά προβλήματα (στοίχημα, πανάκριβα εισιτήρια, υπερεξάντληση των παικτών από τη συμμετοχή σε πολλές διοργανώσεις, ντόπινγκ κ.λπ.). Ωστόσο, σε αυτές τις χώρες τεχνοκρατικά άρτιες διοικήσεις, αλλά και η λαϊκή συμμετοχή των μελών των σωματείων δημιουργούν συνθήκες που προστατεύουν ακόμη το κοινωνικό πνεύμα και την ομορφιά του αθλήματος: το απρόβλεπτο, τον υγιή ανταγωνισμό, το ωραίο θέαμα. Πρόκειται για στοιχεία που πρέπει κι εμείς να υιοθετήσουμε, αν θέλουμε να βγούμε από το τέλμα.

Είναι ευκαιρία, λοιπόν, η κριτική στις υπερβολές του σύγχρονου, υπερεμπορευματικού μοντέλου να συνδυαστεί με τον στοχασμό πάνω στις ρίζες της εγχώριας κακοδαιμονίας. Μέσα σε μια χώρα που καταρρέει οικονομικά δεν μπορούμε πλέον να ονειρευόμαστε μεταγραφές «σταρ» και «πορείες» στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, χαυνωμένοι από τα κυρίαρχα εμπορευματικά πρότυπα, ούτε να περιμένουμε τη σωτηρία των σωματείων μας από τις «προεδράρες» με τα πούρα. Πρέπει να στραφούμε σ’ ένα μοντέλο αυτοπεριορισμού: έμφαση στις ακαδημίες και τη χρηστή διοίκηση, μέσω λαϊκής συμμετοχής στη διαχείριση των συλλόγων (πράγμα που θα πρέπει να ευνοεί η νομοθεσία, επιτρέποντας, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα, την άμεση εγγραφή μελών στα σωματεία με την απλή κατάθεση αίτησης του ενδιαφερόμενου – συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των αθλητών του σωματείου). Είναι η μόνη λύση για να επιστρέψει ο κόσμος στα γήπεδα και κυρίως να επανακτήσουν το ποδόσφαιρο και τα σωματεία τον κοινωνικό, εκπαιδευτικό και φίλαθλο χαρακτήρα τους.

Η συμπλήρωση, φέτος, 90 χρόνων από την ίδρυση της ΕΠΟ και η πολύπλευρη χρεοκοπία του ποδοσφαίρου μας επιβάλλουν εποικοδομητικό διάλογο και κυρίως επανασυσπείρωση δυνάμεων ικανών να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός νέου οράματος, αν δε θέλουμε απλώς να παρακολουθούμε τα παιχνίδια όσων θέλουν να διατηρήσουν ή να κατακτήσουν τον έλεγχο της Ομοσπονδίας για να εξυπηρετήσουν τα στενά προσωπικά κι επιχειρηματικά τους συμφέροντα.

 

*Ο Νίκος Μάλλιαρης είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής,
μέλος της F.C. Μπαρτσελόνα

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!