Ο καθιερωμένος πλέον, εδώ και 21 χρόνια, διεθνής θεσμός του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας φέρνει το σινεμά κοντά στις νέες γενιές, προβάλλοντας με ελεύθερη είσοδο επιλεγμένες ταινίες, παράλληλα με τη διεξαγωγή κινηματογραφικών εργαστηρίων. Οι γεμάτοι ενθουσιασμό μαθητές παρακολουθούν μεθοδικά τα εργαστήρια και δημιουργούν τις δικές τους ταινίες, που προβάλλονται το ίδιο βράδυ, στο τοπικό κινηματοθέατρο.
Ψυχή αυτού του σημαντικού παιδαγωγικού οράματος είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής Δημήτρης Σπύρου, που μαζί με τον Νίκο Θεοδοσίου, υπεύθυνο των εργαστηρίων Camera Zizanio, μεταλαμπαδεύουν τον κινηματογραφικό πυρετό τους στις νέες γενιές, ενώ εξασφαλίστηκε επιτέλους, με πρωθυπουργική εξαγγελία, η μετεγκατάσταση του φεστιβάλ στις αποθήκες του παλιού σταφιδεργοστασίου ΑΣΟ, στο κέντρο του Πύργου.
Το Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ διατηρεί πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, με επίκεντρο παιδικούς φόβους και εφηβικές ανησυχίες, αναδεικνύοντας συχνά τριτοκοσμικές συνθήκες διαβίωσης, κόντρα στην εμπορευματοποιημένη και απολίτικη αισθητική των τηλεοπτικών παραγωγών. Από το Διαγωνιστικό ξεχωρίσαμε τρεις ταινίες.
***
Στο Περιστέρι, τούρκικη ταινία της Μπανού Σιβατσί, παρακολουθούμε την εμμονική σχεδόν σχέση ενός ευαίσθητου νεαρού, του Γιουσούφ, με τα περιστέρια που εκτρέφει στην ταράτσα του. Το ιδιαίτερο σφύριγμα, που μόνο αυτά αναγνωρίζουν, αναδεικνύει τη συναισθηματική φύση της επικοινωνίας τους. Κοιμάται μαζί τους και τα ταΐζει στοργικά, επιφυλάσσοντας ωστόσο ιδιαίτερο κανάκεμα σε μια μοναχική, όπως αυτός, περιστέρα.
Σε μια προσπάθεια να τον σκληραγωγήσει, ο δεσποτικός μεγάλος αδερφός του αποφασίζει να τον στείλει μεροκαματιάρη σε μάντρα ανταλλακτικών. Όταν όμως βρέθηκε από εκεί, μαζί με άλλους, «δανεικός» εργάτης υπό άθλιες συνθήκες, στην επιχείρηση καθαρισμού ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου, σε μια μακρινή επαρχία της Τουρκίας, η αγωνία του Γιουσούφ για τα περιστέρια του χτύπησε κόκκινο.
Εφηβική αβεβαιότητα και δυσπιστία αποτελούν στα χέρια της Σιβατζί τα υλικά για μια δυνατή ταινία, με ήρωα έναν αγνό νέο με εκφραστικό και δυνατό πρόσωπο, με την κάμερα διαρκώς κολλημένη πάνω του. Τσαρουχική μορφή, ο ισχνός και μελαχρινός Γιουσούφ εμφανίζεται σιωπηλός, με ανάκατα μαλλιά, διαπεραστικό βλέμμα και φιλήδονα χείλη, στο χρώμα της τριανταφυλλί μπλούζας που φοράει συνεχώς. Η λαχτάρα του για μια όμορφη τσιγγανοπούλα διακρίνεται σε μετρημένες σκηνές, με αργή κίνηση. Η μαγική αίσθηση του πρώτου έρωτα υπογραμμίζεται ενίοτε με το πνίξιμο των φλογερών βλεμμάτων μέσα στο σύννεφο καπνού κάποιου περαστικού οχήματος. Θυμίζοντας αρχαία τραγωδία, η συναισθηματική κορύφωση συντελείται σε δύο κομβικές σκηνές που σηματοδοτούν την αναπόφευκτα βίαιη ενηλικίωση του ήρωα, συμπαρασύροντας και τον συμπάσχοντα θεατή.
Εξαιρετική σκηνοθετική πρόταση εβδομήντα έξι μόλις λεπτών, η ταινία καταφέρνει να αποδώσει τον ψυχισμό ενός λιγομίλητου εφήβου, μέσα από το δυνατό βλέμμα του, με τη συμβολή και της διακριτικής χρήσης μουσικής με ευαίσθητο έγχορδο ηχόχρωμα, καθώς και της μουσικής της Ισλανδής πειραματικής συνθέτριας Χίλντουρ Γκουντναντότιρ.
Αξιοσημείωτη είναι και η αναφορά στις εργασιακές αυθαιρεσίες ενός κατώτερου προλεταριάτου, στην Τουρκία, με την εξαιρετική σκηνή γύρω από τη φωτιά το βράδυ, όπου οι εργάτες τρώνε αποκαμωμένοι, ανταλλάσσοντας τις πικρές εμπειρίες τους.
***
Οι μπόμπιρες της γαλλικής ταινίας Κλεό και Πολ, του Στεφάν Ντεμουστιέ, κάνουν άνω-κάτω τους πάντες. Με σεναριακή ιδέα τη γλυκιά αναστάτωση μιας νεαρής γυναίκας, που ανέλαβε ένα μικρό κορίτσι που χάθηκε, ο Ντεμουστιέ χαμηλώνει στο ύψος των παιδιών, για να αφουγκραστεί πώς φαντάζει στα μάτια τους ο απέραντος κόσμος των μονίμως βιαστικών και μη διαθέσιμων μεγάλων.
Καλοκαιρινό πρωινό στο αχανές πάρκο της Βιλέτ, η τριάμιση ετών Κλεό απομακρύνεται ασυναίσθητα από την ηλικιωμένη γιαγιά της και περιπλανιέται ανέμελη ανάμεσα στο πλήθος, εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τον αυθορμητισμό και την αμεσότητα επικοινωνίας της. Ενώ η γιαγιά και ο αδερφούλης της Πολ την αναζητούν εναγωνίως, η Κλεό πέφτει αποκαμωμένη στην αγκαλιά μιας νέας γυναίκας, της μοναδικής που προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει. Μετά από άγονη αναζήτηση και τη σχετική αδιαφορία των αρχών, η νεαρή αποφασίζει να πάρει μαζί της την Κλεό, σε μια κρίσιμη συνάντηση, ενώ ο Πολ επιχειρεί κι αυτός τη δική του περιπλάνηση, αναζητώντας την αδερφή του.
Βασισμένος στη γαλλική παράδοση του σινεμά βεριτέ, ανάμεσα στο σουρεαλιστικό δημιουργικό χάος της Ζαζί στο μετρό (1960 / Λουί Μαλ) και στον αναρχικό αυθορμητισμό στο Διαγωγή μηδέν (1933 / Ζαν Βιγκό), ο Ντεμουστιέ αφήνει το λόγο στα παιδιά, σε μια πρωτότυπη ιστορία με απίστευτη φρεσκάδα, καταγράφοντας μέσα από κοφτά πλάνα και κάμερα που ακολουθεί διαρκώς από κοντά, την περιπλάνηση των μικρών πρωταγωνιστών. Επιλέγοντας μάλιστα για πρωταγωνιστές τα δικά του παιδιά, καταφέρνει να εκμαιεύσει εξαιρετικές ρεαλιστικές ερμηνείες.
***
Η ιρανική ταινία της Φερεϋντούν Ναγιατζί Ο σκιέρ περιέχει μεν πινελιές από την παλιότερη νεορεαλιστική άποψη γύρω από μικρά παιδιά στις επαρχίες του Ιράν και τα παθήματά τους, είναι ωστόσο εμπλουτισμένη και με μια νότα σύγχρονων ζητημάτων, αναδεικνύοντας νέες μορφές σεναριακής πλοκής και συμβολικής αισθητικής προσέγγισης.
Με φόντο τις χιονισμένες βουνοπλαγιές, ένα μικρό αγόρι σέρνει σαν έλκηθρο με το ένα χέρι μια μεγάλη σαμπρέλα, ενώ με το άλλο οδηγεί, με μισή καρδιά, την αγαπημένη του κατσικούλα για σφάξιμο, όπως επιτάσσει το έθιμο προσφοράς στο πένθος συγγενών. Στο διάβα του συναντά μια νεαρή πρωτευουσιάνα τουρίστρια, που στέλνει με το κινητό της φωτογραφίες του όμορφου τοπίου, έναν πλανόδιο μουσικό και κάποιους επιτήδειους, που του προτείνουν να κρατήσουν την κατσικούλα, για να γλυτώσει, δήθεν, από τη σφαγή.
Με εναλλασσόμενα μακρινά και κοντινά πλάνα, πότε στο απόκοσμο χιονισμένο τοπίο και άλλοτε στις επαφές του αγοριού με όσους συναντά, το σενάριο αγγίζει ονειρική διάσταση. Ξεχωρίζουν όμορφες εικόνες όπου οι γυναίκες του ορεινού χωριού με τις πολύχρωμες φορεσιές και μαντήλες αποχαιρετούν τα ζώα που φορτώνουν στο έλκηθρο για σφαγή, με φόντο τη χιονισμένη βουνοπλαγιά. Αντίστοιχα μαγικά αντανακλούν στο λευκό φόντο και τα έντονα χρώματα μάλλινων κουβαριών για ύφανση χαλιών, που έπεσαν και σκορπίστηκαν, αλλά και ο πολύχρωμος χιονάνθρωπος από βαμμένο χιόνι, κατά το βάψιμο μάλλινων κλωστών.
***
Η αξιόλογη ολιγοσέλιδη δωρεάν έκδοση του φεστιβάλ περιλαμβάνει τρία ξεχασμένα κείμενα του οραματιστή Κωστή Παλαμά για τον κινηματογράφο, που αναδεικνύουν την εκπαιδευτική αξία του, κόντρα στην κοντόφθαλμη ελίτ διανόηση της χώρας μας, που δεν εκτίμησε τη δυνατότητα να αναχθεί σε τέχνη. Τα κείμενα αυτά, που έναν αιώνα μετά αποδεικνύονται προφητικά, ανέσυρε από τη λήθη ο Νίκος Θεοδοσίου, ενώ ο Θανάσης Ρεντζής επιμελήθηκε την ανατύπωσή τους στην πρωτότυπη, πολυτονική μορφή.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com