Του Αριστοτέλη Γ. Καλλή

Ακούγοντας να ρητορεύει (εντός του οίκου εμπορίου και συναλλαγών) αυτό το θλιβερό «σκεύος» του υπουργικού συμβουλίου (βλέπε υπουργό Δικαιοσύνης)… ιδιοκτησία ενός ακατανόμαστου αρχικωπήλατη που οδηγεί το πλοίο «πατρίς» εδώ και καιρό, μέσα από τα αίματα, τις καμένες σάρκες, τα γέλια και τα χειροκροτήματα της αθεόφοβης, άχρωμης, αναίσθητης κι απρόσωπης κοινοβουλευτικής ομάδας των αδίστακτων μαυραγοριτών της οδού Αθηνάς, και όλων των υπολοίπων (αφανών, επιφανών και αχαμνών κατά φαντασίαν αναθεωρητών μιας χαμένης ακόμη άνοιξης) που ετράπησαν εις άτακτον φυγήν πριν ο πετεινός λαλήσει τρεις και ξημερώσει η μέρα των αφρόνων διεκδικητών της εξουσίας (τέως και νυν), της παρουσίας, της απουσίας, της συνουσίας… στο μυαλό μου ήρθαν απροσδόκητα κάποιοι στοίχοι της Κατερίνας Γώγου… που γράφει στα τρία κλικ αριστερά: «Ένα πρωί / θ’ ανοίξω την πόρτα / και θα χαθώ / με τ’ όνειρο της επανάστασης / μες την απέραντη μοναξιά / των δρόμων που θα καίγονται / μες την απέραντη μοναξιά / των χάρτινων οδοφραγμάτων / με τον χαρακτηρισμό / μην τους πιστέψεις»…

Και είναι αλήθεια… τι να πιστέψεις; Τι να πιστέψεις σ’ αυτό το απέραντο νεκρό τοπίο (νεκροταφείο και μαυσωλείο) με τα μικρά (έως ελάχιστα) μολυβένια κομματικά στρατιωτάκια σε πλήρη διάταξη, ανάμεσα στις «φράουλες και στο αίμα» των καταδικασμένων σε δεύτερο και τρίτο βαθμό θανάτου 57 νεκρών, όπου η Μαρία των Τεμπών, συναντάει κρυφά τη Σάρα (=πριγκίπισσα) από το Ισραήλ, τη Layla (=Νύχτα) από την Παλαιστίνη, τη Mahin (=σαν το φεγγάρι) από το Ιράν για να κλάψουν μαζί κάτω από τη σκιά του τελευταίου δέντρου τα νεκρά παιδιά τους πού φτερουγίζουνε ατάκτως σαν τα πληγωμένα περιστέρια σ’ έναν μαυρισμένο ουρανό από καμένα λάστιχα, λιωμένες σάρκες, ντρόουν σε αργή κίνηση και πυραύλους που διαρρηγνύουν το δίχτυ προστασίας των βρυκολάκων της εύφορης κοιλάδας, όπου διαπράττεται ένα ακόμη έγκλημα όμοιο με εκείνο που διεπράχθη στους προγόνους αυτών πού τώρα πρωταγωνιστούν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης αθώων ψυχών…

Τι να πιστέψεις ανάμεσα στο χείλος της αβύσσου στη νοτιοανατολική πλευρά της Μεσογείου, καθώς ο ένοχος επικαλείται οσφυαλγία λίγο πριν τη διεξαγωγή της δίκης στη Λάρισα, με έναν απρόβλεπτο τραμπούκο Ντόναλντ… Ντακ πάνω στο θρόνο του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, να αποφασίζει στη γηραιά Ήπειρο εν κρυπτώ… για τα παιδιά του κόσμου, αν θα συνεχίσουν λέει να παίζουν στις ίδιες γειτονιές, καθώς στην κλιματιζόμενη αίθουσα οι δικοί μας αντιπρόσωποι του έθνους σε 14 κάλπες (1-1-4… θλιβεροι συνειρμοί) με γέλια, ειρωνείες, ύβρεις, χειροκροτήματα και υπέρμετρη αλαζονεία κρίνουν εαυτούς… γι’ αυτούς, σε άδεια έδρανα (ως θλιβερές μαριονέτες σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου με σπόνσορες και νταβατζήδες του δημοσίου συμφέροντος) ανάμεσα σ’ ένα πλημμέλημα (βλέπε επιεικώς κακούργημα)… έσχατη προδοσία (ασυδοσία… του έθνους περιουσία) στα αχανή βοσκοτόπια και ελαιοτόπια μιας χαμένης πατρίδας στα ζάρια του κλεμμένου, του χαμένου, του καμένου, του αδίκως πεπραγμένου…

Υ.Γ.: Πώς μπορείτε μωρέ να γελάτε… 57 δολοφονημένοι μέσα στο σκοτάδι, στα μπάζα και τις φωτιές ρωτάνε γιατί…
Και σεις… ουρλιάζεται για να καλύψετε τις ενοχές… τις Ερινύες… τις κραυγές απόγνωσης των ψυχών…
Πώς μπορείτε μωρέ να γελάτε με τις καμένες σάρκες; Πώς;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!