Ποιο νόημα θα δοθεί στις έννοιες «ζωή» και «αγώνας»;
Του Τάσου Βαρούνη
Η έμπρακτη αλληλεγγύη που εκφράστηκε από ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, ίσως και η αναγνώριση ότι «κάτι βράζει» και κυοφορείται μέσα στους νέους ανθρώπους, οδήγησαν την κυβέρνηση να κάνει ένα βήμα πίσω. Ένας αγώνας -πολύ ιδιαίτερος- είχε αποτέλεσμα κι αυτό πρέπει να κρατηθεί.
Όπως και οι πολλαπλές αφετηρίες που γέννησαν αυτό το μικρό κίνημα. Ο Νίκος Ρωμανός πήρε μια ανάσα. Μαζί του κι εμείς. Οι μέρες αυτές αποτελούν μια παρακαταθήκη. Και όπως όλες οι αγωνιστικές εμπειρίες -όπως προκύπτουν στη ζωή και όχι όπως τις φαντασιωνόμαστε- οφείλουν να μετρηθούν υπό το πρίσμα των μελλοντικών προσφορών και διαδρομών. Ο Νίκος Ρωμανός δεν έπρεπε να πεθάνει. Ασχέτως τι είχε ο ίδιος αποφασίσει για τον εαυτό του. Και η κοινωνία -όχι μόνο όσοι δραστηριοποιήθηκαν- τα κατάφερε. Του έδωσε ένα μεγάλο δώρο. Ανακαλύπτοντας πολλούς και διαφορετικούς λόγους για να το κάνει. Αν σταθούμε πιο σεμνά, πιο αυστηρά, κυρίως πιο δημιουργικά απέναντι σε όλες αυτές τις αιτίες -τις δικές μας αιτίες- τότε η ανάσα μας μπορεί να γίνει πραγματικά βαθύτερη.
Η κυβέρνηση προτίμησε να κρατήσει τα πράγματα σ’ ένα χαμηλό επίπεδο έντασης. Η θεωρία των δυο άκρων δεν αξιοποιήθηκε. Η εκτίμηση ότι θα ζούσαμε πρώτα ένα σκηνικό χάους κι έπειτα μια επιβαλλόμενη τάξη δεν επιβεβαιώθηκε. Δεν επιλέχτηκε αυτό το πεδίο ως μοχλός πόλωσης και άσκησης πίεσης στον ΣΥΡΙΖΑ. Το «γιατί», δεν είναι απολύτως βέβαιο. Ίσως δεν χωρούσε ένα ακόμα ανοιχτό μέτωπο σε μια περίοδο που δρομολογούνταν κρίσιμες πολιτικές διεργασίες. Ένδειξη αδυναμίας ή υπολογισμών, δεν πάρθηκε τελικά ένα ρίσκο που κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξή του μέσα στην τόσο αντιφατική και μπερδεμένη κοινωνική και πολιτική κατάσταση.
Ποιος κύκλος, ποιας βίας;
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν «καταδικάζεις τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Ας δηλώσουμε ένα φωναχτό «όχι» κι ας πάμε παρακάτω χωρίς καμιά δόση συστολής μα ούτε και ματαιοδοξίας. Αν σκεφτούμε τόσο πεζά όσο ζούμε, ακόμα κι αν ο Νίκος Ρωμανός ήταν απολύτως ελεύθερος, η ζωή στη χώρα δεν θα γινόταν ούτε στο ελάχιστο πιο επικίνδυνη και επισφαλής. Όσοι σε αυτή την υπόθεση έγιναν υμνητές και προστάτες κανόνων, νόμων και δικαίου είναι ήδη υπόλογοι και χρεωμένοι εκατοντάδες θανάτους νέων ανθρώπων. Μακάρι η Ιστορία να τους τιμωρήσει.
Μα πέρα από τα ερωτήματα που θέτει ο αντίπαλος, υπάρχουν κι αυτά που πρέπει εμείς να θέσουμε στον εαυτό μας. Αν σήμερα κυριαρχεί η βία, πού ακριβώς στεκόμαστε εμείς μέσα στον κύκλο της; Εδώ δεν αρκούν οι γενικές αλήθειες: Η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας. Βία είναι η ανεργία και η μισθωτή σκλαβιά. Ούτε μια κοινωνιολογική προσέγγιση που απλά παρατηρεί και ερμηνεύει το φαινόμενο: Η ίδια η κοινωνία παράγει και διαχέει τη βία. Η καταστολή γεννά τη βία. Οι οριακές καταστάσεις σπρώχνουν προς βίαιες ενέργειες. Ζούμε σε συνθήκες πολέμου.
Επίσης καθυστερημένες -όταν δεν είναι εκ του πονηρού- και συχνά με κοινή μήτρα είναι και οι αντιλήψεις: Σε μια πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν θα σπάσει ούτε τζάμι. Αλλά και το στερεότυπο ότι χωρίς βία δε βελτιώνεται η κατάσταση. Παρομοίως, δεν βοηθά ο προβληματισμός του πώς θα έπρεπε να είναι η βία, π.χ. μαζική και οργανωμένη και όχι ως μπάχαλα. Ούτε ένα ευχολόγιο του τύπου αν όλοι έπαιρναν τα όπλα. Είναι, πάλι, αρκετό να οριστούμε μονάχα στο αναγκαίο αλλά λειψό έδαφος μιας αλληλεγγύης στους διωκόμενους; Μπορούμε, τέλος, να μην πάρουμε καμιά θέση και ν’ αφήσουμε… τη ζωή να δείξει. Αλλά τότε μέσα σ’ αυτή την ανύπαρκτη… αυθ-ορμησία μπορεί να δείξει πράματα και θάματα.
Έχουμε δικαίωμα να καταδικάσουμε κάποιες μορφές βίας; Τα Καλάσνικοφ; Τα γκαζάκια; Τα ξεκάρφωτα πεσίματα στους μπάτσους; Τους τεχνοκράτες της βίας; Εμείς, όχι ο Πρετεντέρης. Ούτε στον Πρετεντέρη. Εμείς, σήμερα, και από τη σκοπιά της ανατροπής αυτού του κόσμου και της προσπάθειας -έμπρακτης- να δημιουργήσουμε έναν καλύτερο. Κι αν δεν επιτρέπεται κανένα τσουβάλιασμα διαφόρων στάσεων, το ίδιο προβληματικό είναι το να αρνηθούμε να ψάξουμε για κοινά νήματα, ιδέες που ξεφυτρώνουν και αναπτύσσουν τέτοιες πρακτικές. (Για τους σχολαστικούς και σχετικιστές: το γιαούρτωμα, οι μούντζες, η αυθόρμητη οργή τύπου Δεκέμβρη ‘08 κ.ά. δεν εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες).
Στην πραγματικότητα, το μεγάλο τους πρόβλημα δεν είναι η διατάραξη της τάξης ή ο προωθημένος χαρακτήρας τους, αλλά ότι αδυνατούν να ξεφύγουν -όχι βέβαια γιατί είναι ελεγχόμενες- από τα συστημικά πλαίσια. Πρώτα απ’ όλα σε επίπεδο πολιτικής. Δεν ενοχλούν κανέναν αντίπαλο. Πολλές φορές συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο. Παράλληλα, φτωχαίνουν τους αντιστασιακούς στόχους υπό το βάρος της θεαματικής πράξης, ενώ συχνά πολώνουν την κοινωνία σε νόθα βάση. Το μεγάλο τους όμως πρόβλημα είναι αυτό που συνήθως ξεχνιέται: Η αδόκιμη σχέση τους με μια χειραφετητική προοπτική. Γιατί εθίζουν σε μια μεταμοντέρνα λογική του όλα επιτρέπονται, σε μια μακιαβελική σύλληψη του σκοπού που αγιάζει τα μέσα, σε μια μονοδιάστατη καταγραφή της αντίστασης ως κάτι αιμοβόρο με άντερα, κρεμασμένα αφεντικά και νεκρούς μπάτσους, σε μια πολεμική διάθεση που τελικά τείνει να εκφράζεται αδιακρίτως, σε έναν περιορισμό των δημιουργικών δυνατοτήτων και των ανθρώπινων φορτίων.
Μια άλλη Λογική και Πράξη
Ποιος παίρνει, όμως, τη θέση του κριτή; Αν δεχτούμε ότι όλα τα προηγούμενα έχουν πρόβλημα, τι προσφέρεται ως πραγματική(;) αγωνιστική διέξοδος; Με ποια όπλα απέναντι στη χούντα; Αλίμονο σε όσους νομίζουν ότι έχουν τη λύση και πρέπει να πείσουν και τους υπόλοιπους. Αν κάτι στιγματίζεται, οφείλει να αναδειχτεί μια άλλη Λογική – και τότε το «τι να κάνουμε» ίσως μετά να έρθει πιο εύκολα. Αλλά απαραίτητα και μια άλλη Πράξη που να τη συνοδεύει. Μια Πράξη που δεν θα κρίνεται στο βωμό του άμεσου αποτελέσματος αλλά ούτε και του ανύπαρκτου. Μια Πράξη που θα αφορά το υποκείμενό της και όχι στενά την επιφανειακή μορφή της. Που θα ανοίγει έναν πραγματικό και όχι φανταστικό δρόμο.
Η περίπτωση του Ρωμανού είναι ένα ακόμα κομμάτι σε αυτό που εδώ και καιρό είναι πασιφανές. Το κενό μιας ουσιαστικής Πολιτικής πράξης δεν καλύπτεται πια από τα μεγάλα λόγια, τα κοινοβουλευτικά τερτίπια, τους ακτιβισμούς, την προπαγάνδα, την ξερή συνθηματολογία, τη χειραγωγητική ψυχολογία κομματικών επιτελείων, τη θεσμοποίηση της πολιτικής, τον κυβερνητισμό, την κομματοκρατία, τις κηδεμονίες. Ειδικά οι νεότεροι θα πάρουν τη ζωή και τον αγώνα στα χέρια τους, θέλοντας και μη. Το μεγάλο ερώτημα είναι το νόημα που θα δοθεί στις έννοιες «ζωή» και «αγώνας».