Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη *
Θέλουν να σκάψουν βαθειά, στα έγκατα του μίσους, για να κτιστούν επιμελημένα όλοι εμφύλιοι. Πρέπει να μισήσουν όλοι, τους «άλλους». Και ανάποδα. Πιέζουν θεσμικά με ανήθικες ρυθμίσεις, αφηγούνται ειδησεογραφικά , παπαγαλίζουν, διαστρέφουν. Να ο πολιτισμός του εκδικητικού σμπαραλιάσματος και του υπερτονισμένου μίσους. Να όμως και ο δρόμος της Αριστεράς. Όχι ο κόπος της αδύναμης και τρυπημένης από εγωισμούς συντροφικότητας, αλλά ο δρόμος του κριτικού πείσματος, της έξυπνης λαϊκής εξέγερσης.
Μήπως όμως ισχύει ο μονόδρομος της αγόγγυστης και φοβισμένης πειθαρχίας στο ΔΝΤ όπως μας λένε; Ή υπάρχει άλλη λύση, τεχνικά δυνατή, όπως ισχυρίζονται πολλοί αριστεροί οικονομολόγοι; Ή μήπως πρέπει να επινοήσουμε μια δυνατότητα διαφυγής για την χώρα και τον λαό μας, απλώς για να στεγάσουμε την αριστερή πολιτική μας αμηχανία; Να πούμε δηλαδή ότι είμαστε αναγκαίοι οι αριστεροί μέσα στην ζούγκλα και τα μαζικά ελλείμματα που αυτή εκτρέφει; Να ξαναπεισθούμε και οι ίδιοι για την ιστορική αναγκαιότητα της Αριστεράς, έξω από την πολιτική τσιχλόφουσκα που την εικονογράφησε τόσα μεταμοντέρνα χρόνια. Να ξαναβρούμε εκείνο το κόκκινο νεύμα προς την κοινωνία και την καθαρή ματιά.
Όλα μπορούν να ισχύουν συγχρόνως .Το θέμα είναι προς τα πού θα πας, προς τα πού θα ΤΟ πας, ως ενεργός και εύφλεκτος Αριστερός. Παράγονται, βέβαια, τόνοι απελπισίας, που παρεκτοπίζουν τα πολιτικά κρίσιμα. Σα να χάνονται όλα στο χυλό μιας εθνικής παράλυσης, μιας δομικής ήττας. Οι νέοι -για παράδειγμα- είναι και απελπισμένοι και έκπληκτοι. Πώς είναι δυνατόν τα πολιτιστικά προτάγματα του «Κλικ» και του Κωστόπουλου, που διέταξαν την φλούδα κατανάλωση, οι δούλοι των σχεδιαστών μόδας, να μένουν ξαφνικά άφραγκοι; Πως είναι δυνατόν οι οπαδοί της «αμαξάρας» να διαψευστούν τόσο οικτρά; Πώς μπορεί ο φτωχός να ντύσει πια τις φαντασιώσεις του; Τί θα πει στον νέο καθρέφτη; Ότι πούλησα το αυτοκίνητο γιατί ανακάλυψα την «πράσινη ανάπτυξη» του ποδηλάτου; Πώς θα βαφτίσει την ρακένδυτη ξιπασιά της δανεικής δεκαετίας του ‘90; Πας στην Αμερική, γυρίζεις στο χωριό φτωχός, τι λες στους παλιούς που σε θυμούνται;
Αυτό ,δυστυχώς, συμβαίνει. Σπρώχτηκε ο λαός στην απολίτικη κατανάλωση, θερίζει την κόλαση. Η Αριστερά λοιπόν έχει και αυτό το καθήκον. Όχι να πει στον απελπισμένο ότι «φταίνε οι τράπεζες που αγόραζες Γκούτσι και Αρμάνι», αλλά να πει ότι: η άβουλη επιθυμία σου να νομιμοποιηθείς μέσα από τον ενδοτισμό της κατανάλωσης, φταίει που ταΐστηκαν ιδεολογικά οι τράπεζες και οι τοκογλύφοι. Να πει με θάρρος ότι: είναι άνισο το έγκλημα αλλά μετείχες κι εσύ: έμενες στο Μπουρνάζι και ντρεπόσουνα. Δανείστηκες για να μεταμφιέσεις την χαμηλή σου αυτοεκτίμηση. Το εκμεταλλεύτηκε το τοκογλυφικό Σύστημα.
Οι Τράπεζες και ο χρηματιστηριακός βόθρος κάνουν την δουλεία τους πάνω όμως στο δικό σου σύμπλεγμα. Ιδεολογικά έχουν κερδίσει αυτό που εσύ τους χάρισες. Έφυγες, τάχα μου ελεύθερος, από τις πολιτικές νεολαίες και πήγες και στάθηκες στην ουρά έξω από το «Μερσέντες» και το «Μπούζιος». Το σύστημα χρειάζονταν αυτή σου την καταναλωτική πειθαρχία. Στην επιστρέφει τώρα, τοκισμένη.
Ε λοιπόν, φύγε απ την ουρά. Αυτό πρέπει να λέει η Αριστερά…
*Δημήτρης Α. Σεβαστάκης Ζωγράφος, επ. Καθηγητής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ