Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου
…Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
– άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως».
(Β. Λεοντάρης, Αποχρωματισμοί,1959)
«Με τη Γιάννα Αγγελοπούλου συναντάται το μεσημέρι ο Αλέξης Τσίπρας». Ακούγοντας αυτό το ειδησάριο από το ραδιόφωνο (Στο Κόκκινο, 10/11/14) δεν μπορώ ομολογουμένως να πω ότι «έπεσα απ’ τα σύννεφα», αφού εδώ και κάμποσο καιρό φιδοσέρνονται οι φήμες πως ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς πλησιάζει προς την εξουσία απαλλάσσεται σιγά-σιγά από κάποια αριστερά βαρίδια «αποχρωματίζοντας» την ιδεολογικά έντονη πολιτική ταυτότητά του, προκειμένου να απευθυνθεί πιό πειστικά τόσο σ’ ένα καινούργιο ακροατήριο όσο και σ’ αυτούς που ανεξαρτήτως κυβερνήσεων «κυβερνούν αυτόν τον τόπο».
Μιλώντας εδώ γι’ αυτές τις φήμες δεν αναφέρομαι διόλου στα εκ δεξιών φληναφήματα απόμαχων πλήν όμως φλύαρων πασοκογενών «χοντρών γαλάζιων ποντικών» της γνωστής συνομοταξίας «όλοι -μαζί- τα φάγαμε», ούτε στους ευσεβείς πόθους των αναιμικών ιδαλγών της «αριστεράς της ευθύνης» αλλά στις έσωθεν προερχόμενες βάσιμες ανησυχίες και στα -αναπάντητα έως τώρα- αγωνιώδη ερωτήματα που γεννούν οι προοδευτικά συσσωρευόμενες ενδείξεις εξαλλαγής και αφομοίωσης του κινήματος του ΣΥΡΙΖΑ- διότι περί συνισταμένης κινημάτων επρόκειτο αρχικά.
Δεν χρειάζεται να αναφέρω παραδείγματα, όμως ας είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον εαυτό μας τουλάχιστον: Όλοι μας εισπράττουμε αυτή τη διάχυτη περιρρέουσα ανησυχία που προκαλείται από συγκεκριμένες ενέργειες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Μεταξύ αυτών των ενεργειών είναι, λ.χ., και οι κατά καιρούς «συναντήσεις» και «συνομιλίες» του Αλέξη Τσίπρα με τους διάφορους παράγοντες του οικονομικοπολιτικού συστήματος- από τους άξεστους μιντιάρχες έως τον τεχνοκρατικά πεπαιδευμένο κ. Στουρνάρα. Και καλά με τον κ. Στουρνάρα, όμως με την κ. Αγγελοπούλου γιατί τάχα θα έπρεπε να συναντηθεί και για τι πράγμα θα είχε να «συνομιλήσει» ένας ηγέτης της αριστεράς, δίνοντας πολιτική υπόσταση σε ένα πολιτικά ανυπόστατο πρόσωπο; Τι, δηλαδή, εκπροσωπεί θεσμικά η πάλαι ποτέ σημαιοφόρος της οικονομικά και ηθικά επονείδιστης εκείνης ολυμπιακής εκστρατείας;
Είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι καμμία ένδειξη αυτοκριτικής δεν έχουμε μέχρι σήμερα από τους αυτουργούς του εθνικού εγκλήματος του 2004. Καμμία ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας. Από κανέναν – και είναι πολλοί. Θυμηθείτε την «εθνική ομοψυχία», την παλλαϊκή αυτοκτονική προθυμία που είχαν καταφέρει να υφαρπάξουν υπνωτιστικά από το αιώνιο θύμα τους οι πολιτικοί και «πνευματικοί» ταγοί του, από τον εκσυγχρονιστή τότε πρωθυπουργό έως τους υπουργοποιημένους εθνολυρικούς δημοσιογράφους. Και θυμηθείτε ακόμη πόσο λίγοι ήταν οι «γραφικοί» και οι «ανθέλληνες» αντιφρονούντες και πως πνίγονταν οι ενστάσεις τους μέσα στη γενική οχλοβοή: ακόμα και στην Ελευθεροτυπία του Φυντανίδη δεν εισχωρούσαν εύκολα τέτοιες παράφωνες ενστάσεις. Στα κανάλια ακόμα χειρότερα – άκρα του τάφου σιωπή. Ήταν, όντως, «πολλά τα λεφτά». Και τα πληρώνουμε τώρα «όλοι μαζί» κι ας μη συμμετείχαμε στο πάρτυ.
Σήμερα βέβαια, πολλοί από τους τότε εξυμνητές και βάρδους εκείνης της ολέθριας εποποιίας έχουν απαρνηθεί (χωρίς όμως ίχνος αυτοκριτικής: «όλοι φταίμε», άρα κανείς δεν φταίει) ή προσπαθούν να ανακατασκευάσουν το απεχθές αυτό παρελθόν που αναγνωρίζεται πλέον από όλους ως μία από τις αιτίες των δεινών του παρόντος- αλλά χωρίς να φτάνουν ως τις αναγκαίες καθαρτήριες συνέπειες αυτής της αναγνώρισης. Για «να μην ξύνουμε πληγές». Για «να μην αναμοχλεύουμε τα πάθη».
Μα από εδώ ακριβώς ξεκινάει και πάλι το απέθαντο κακό. Ξεχνάμε. Χρυσόψαρα στη γυάλα του συστήματος. Ξεχνάμε, «αποχρωματιζόμαστε», ξεθωριάζουμε: «άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως».