Το συμπαθές τετράποδο πρωταγωνιστεί σε αρκετές λαϊκές παροιμίες. Ίσως το αδικούν, αν και δεν αναφέρονται ακριβώς σε αυτό. Μια από αυτές λέει «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα», και μια άλλη «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»… Η δεύτερη παροιμία ταιριάζει αρκετά στο πνεύμα των ημερών που διαμορφώνεται από διαξιφισμούς, τεχνητή οξύτητα και την επιλογή να δημιουργηθεί ένα διχαστικό κλίμα στη χώρα για όλη την προεκλογική περίοδο ως τον Μάιο.
Οι εμπνευστές της τεχνητής έντασης και του διχαστικού πνεύματος, βρίσκονται στα επιτελεία των δύο κομμάτων. Ιδιαίτερα στο Μαξίμου, το οποίο έχει κάνει την επιλογή να γίνουν οι εκλογές μέσα σε κλίμα πόλωσης. Αν δεν το επιδίωκαν, θα ήταν πιο προσεκτικοί σε πολλά πράγματα και ιδιαίτερα κάθε φορά που λούζουν ως φασίστα και ακροδεξιό οποιονδήποτε διαφωνεί με τις επιλογές τους. Για παράδειγμα, καθέναν που απορρίπτει τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Εκλογικές σκοπιμότητες και εθνικά θέματα
Το πολιτικό σύστημα –και βέβαια οι κυβερνήσεις που παρέλασαν τα 8 τελευταία χρόνια– αδιαφόρησε ουσιαστικά για τις ογκούμενες γεωπολιτικές απειλές. Νοιάστηκε μόνο για την αναπαραγωγή του και τη διαιώνιση της ύπαρξής του σε βάρος της κοινωνίας και της χώρας. Από καιρό, το μεγαλύτερο μέρος του ονομαζόμενου συνταγματικού τόξου στρατεύτηκε στο πλευρό της παγκοσμιοποίησης. Έκανε δικά του τα συνθήματά, τους στόχους και τη γλώσσα της. Η ευρωπαϊκή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, η Ε.Ε. και το κέντρο της, το Βερολίνο, ήταν η κοιτίδα της προόδου, της σύγκλισης και της ευημερίας. Βέβαια, με τα μνημόνια αναπτύχθηκε ένας αιτιολογημένος «αντιγερμανισμός», αν και έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να ωραιοποιηθεί η Μέρκελ.
Ο ερχομός του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, συντέλεσε πρώτα στο να καμφθεί και να εκμαυλιστεί το αντιμνημονιακό φρόνημα, αλλά και να ενισχυθούν όλες οι ακίνδυνες «δικαιωματικές» πλευρές της παγκοσμιοποίησης. Σε ιδεολογικό επίπεδο, κομβική ήταν η προσπάθεια να εμπεδωθεί ότι πατριωτισμός και εθνική συνείδηση αποτελούν επικίνδυνες μήτρες εθνικισμού και φασισμού. Όταν δόθηκε το σήμα να μπει η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, οι ένοικοι του Μαξίμου τα υπολόγισαν όλα λάθος. Ο «ετερόκλητος όχλος» και ένα εθνικό ζήτημα, ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις και τον χρόνο τους, καθώς και τους συσχετισμούς ανάμεσα στα κόμματα και ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.
Η γενική δυσπιστία διευρύνεται. Το βασικό ερώτημα είναι αν πρέπει να υπάρχει αυτός ο «αχυρώνας» και με ποιο τρόπο. Η καταφατική απάντηση θέτει ζητήματα ποιότητας, φρονήματος και εναλλακτικού σχεδίου
Νομίζουν ότι σχεδιάζουν, ότι διευθύνουν, ότι παίρνουν αυτοί τις πρωτοβουλίες. Στην ουσία, είναι όλοι μπλεγμένοι σε ένα θέμα που τους οδηγεί σε δύσκολες καταστάσεις, τις οποίες ελάχιστα μπορούν να ελέγξουν ή να αντιμετωπίσουν. Ήδη, κάποιοι πληρώνουν τη Συμφωνία των Πρεσπών: Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρωτίστως. Η Ν.Δ. αναγκάστηκε να αλλάξει θέση, ελπίζοντας ότι δεν θα παραλάβει την «καυτή πατάτα». Αλλά και οι «μικρότεροι» (Ποτάμι, Ε.Κ., ΚΙΝΑΛ) τσουρουφλίζονται και ιδιαίτερα ο Π. Καμμένος που βλέπει το κόμμα του να αποσυντίθεται. Ο δε Κοτζιάς δεν είναι πλέον υπουργός, αν θέλει όμως μπορεί να προκαλέσει κάποιες «δαγκωματιές».
Ο Ζάεφ, από την άλλη, αποθρασύνεται, όπως ήταν αναμενόμενο. Χαλάει το πανηγυρικό κλίμα, αφού ο καθένας κοιτάζει την δική του επιβίωση, και έτσι σημειώνεται μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Όλη ιστορία ξεκινά βεβαίως από τις εντολές των ΗΠΑ και της Γερμανίας, αφού «Πρέσπες» σημαίνουν άνοιγμα του ασκού του Αιόλου στα Βαλκάνια, ενώ μόνο αφελείς δεν αντιλαμβάνονται τι εξελίξεις φέρνει η αναγνώριση «μακεδονικής» εθνότητας και γλώσσας.
Το 80% περίπου του ελληνικού λαού, είναι επιφυλακτικό έως εχθρικό προς τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία καρκινοβατεί και οριακά ίσως ψηφιστεί από 151 βουλευτές. Χωρίς καμιά διαδικασία που να επιτρέπει να εκφραστεί ο λαός. Εντελώς εμπρηστικά, ο Αλ. Τσίπρας διοργανώνει συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη, της οποίας η αφίσα προβάλει μια αμφίσημη συνθηματολογία για τη «Μακεδονία της δημοκρατίας», ενώ χαρακτηρίζονται «Γκοτζαμάνηδες» ή ακροδεξιοί όσοι θεωρούν ότι με τη Συμφωνία ξεπουλιέται η Μακεδονία. Λίγες μέρες πριν, σε τέτοιους τόνους κατηγορούνταν συλλήβδην κι οι μαθητές της Β. Ελλάδας.
Οι δύο «γάιδαροι», ένθερμοι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης, δεν νοιάζονται για εθνικές απειλές και κινδύνους. Στα βασικά, συμφωνούν. Αν και όπου διαφοροποιούνται, αυτό γίνεται τακτικά και με εντελώς υπολογιστικούς εκλογικούς στόχους, δεν προβάλλεται κάποιο ηχηρό «Όχι». Ο ένας, μάλιστα, απειλεί τον άλλον ότι θα τον «δώσει» στους Ευρωπαίους ή τις ΗΠΑ, μη αφήνοντας κι οι δυο καμιά αμφιβολία για το ποιοι κάνουν κουμάντο στον «αχυρώνα». Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Τζανακόπουλος και όλη η κουστωδία του ΣΥΡΙΖΑ, με τον γνωστό επίμονο ήχο του γαιδάρου, στριμώχνουν την Ν.Δ.: «Δεσμευτείτε ότι αν γίνετε κυβέρνηση, θα την καταργήσετε». Αφού δεν το κάνετε, τότε «μη λέτε εμάς προδότες».
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η Ν.Δ., θα αναγκαστούν να καταλάβουν ότι τα παιχνίδια με αυτά τα θέματα (Μακεδονικό, Κυπριακό, τούρκικος επεκτατισμός, θέματα με Αλβανία, μεταναστευτικό, υδρογονάνθρακες) δεν είναι απλά ή εύκολα, ούτε προσφέρονται για τυχάρπαστες πολιτικάντικες λύσεις.
Εκλογικές σκοπιμότητες και κοινωνικό ζήτημα
Το ίδιο περίπου συμβαίνει με την ψεύτικη αντιπαράθεση των δύο κομμάτων για τα «εσωτερικά» ζητήματα. Τσακώνονται ποιος ασκεί πιο φιλολαϊκή πολιτική, στο έδαφος πάντα που έχουν στρώσει οι μνημονιακές ρυθμίσεις. Η σκανδαλολογία δεν έχει σχέση με το κοινωνικό ζήτημα, πέρα από το ότι δείχνει τον άρρηκτο δεσμό που έχει το πολιτικό σύστημα με τη διαφθορά, την παραοικονομία και τις «κακές παρέες». Σχετικά με το επίπεδο διαβίωσης, τις εργασιακές σχέσεις, τα δάνεια και τους πλειστηριασμούς, τις δόσεις, την απίστευτη ταλαιπωρία ενός κουρασμένου και χωρίς ελπίδα λαού, ποιο από τα δύο κόμματα δεσμεύεται να αλλάξει κάτι; Ποιος αμφισβητεί τα εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060) ή κάνει λόγο για κάποια «διαπραγμάτευση» (ντεμοντέ πλέον ο όρος…) ενός προγράμματος που δεν βγαίνει και όλοι το ξέρουν; Εκτός αν στόχος των προγραμμάτων είναι ο διαμελισμός της οντότητας «Ελλάδα» με εθνικούς και κοινωνικούς όρους.
Σε πείσμα των γαϊδάρων, η κοινωνία
Κουρασμένη, εξουθενωμένη, χωρίς κάποιας μορφής ηγεσία, χωρίς διανόηση και πνεύμα, η κοινωνία παραμένει δύσπιστη απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τα δύο κόμματα. Ο όνος, όλοι ξέρουν ότι ώρες ώρες είναι εντελώς πεισματάρικο ζώο. Έτσι πεισματικά στέκονται οι «κομματάρχες», διαβάζοντας μόνο όσα τους ενδιαφέρουν. Στις δημοσκοπήσεις, μένουν στο αν η διαφορά είναι 5 ή 10 μονάδες, αν περνά ο ΣΥΡΙΖΑ το 20% ή αν η Ν.Δ. συγκεντρώνει την αυτοδυναμία. Αυτά τους κατατρέχουν.
Στις ίδιες δημοσκοπήσεις, όμως, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία. Ας πάρουμε την πρόσφατη της ALCO, η οποία δίνει μια διαφορά 5 μονάδων Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ και είναι η καλύτερη για τον Τσίπρα μέχρι τώρα. Στο ερώτημα «Μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη, ποιος πιστεύετε ότι μπορεί καλύτερα να αποκαταστήσει τις αδικίες των μνημονίων;», οι απαντήσεις είναι: Τσίπρας 19, Μητσοτάκης 18, Κανένας 55. Στο ερώτημα «Μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη, ποιος πιστεύετε ότι πολεμάει περισσότερο τη διαπλοκή;», οι απαντήσεις είναι: Τσίπρας 26, Μητσοτάκης 14, Κανένας 51. Στο ερώτημα «Μεταξύ Τσίπρα και Μητσοτάκη, ποιος πιστεύετε ότι νοιάζεται περισσότερο για εσάς;», οι απαντήσεις είναι: Τσίπρας 21, Μητσοτάκης 20, Κανένας 55.
Αυτοί οι αριθμοί, δείχνουν την απόσταση και την απομάκρυνση των πολιτών από το πολιτικό σύστημα. Η γενική δυσπιστία διευρύνεται. Το βασικό ερώτημα είναι αν πρέπει να υπάρχει αυτός ο «αχυρώνας» και με ποιο τρόπο. Η καταφατική απάντηση θέτει ζητήματα ποιότητας, φρονήματος και εναλλακτικού σχεδίου.