Η φωτιά στην Πεντέλη έφερε ξανά στη μνήμη όλων μας το περσινό καλοκαίρι. Ακόμη και αν οι καταστροφές που τελικά καταγράφονται είναι μικρότερου μεγέθους, η εικόνα, οι περιστάσεις, οι δηλώσεις και η αγωνία των κατοίκων ήταν ίδιες. Για μια ένα ακόμη καλοκαίρι οι πυρκαγιές ξεσπούν η μια μετά την άλλη, καίνε δάση, καλλιέργειες, κατοικημένες περιοχές, προστατευόμενες ζώνες και αρχαιολογικούς χώρους σε όλη σχεδόν την επικράτεια. Όπως είχαμε επισημάνει σε προηγούμενο φύλλο, έγινε αρκετή προσπάθεια το φαινόμενο να περάσει στα ψηλά τον ειδήσεων και ίσως αυτό να ήταν κατορθωτό, όσο οι πυρκαγιές ξεσπούσαν στην επαρχία, όμως μια φωτιά στους πρόποδες της Αθήνας δεν μπορεί να περάσει και αυτή στα κρυφά.
Έτσι γίναμε όλοι μάρτυρες του «μεγαλειώδους σχεδίου» της κυβέρνησης που αρχίζει και τελειώνει στις μαζικές εκκενώσεις περιοχών, με την ελπίδα πως είτε η φωτιά θα βρει κάποιο εμπόδιο, είτε θα κοπάσει ο άνεμος, είτε τέλος πάντων θα περιοριστεί σε μια πιο «εύκολη» περιοχή. Πράγμα που μεταφράστηκε και στην αγωνία των κατοίκων που είδαν τα σπίτια τους να καίγονται, που κατήγγειλαν για πολλοστή φορά ότι ήταν μόνοι τους, ότι η Πυροσβεστική δεν εμφανίστηκε ποτέ και ότι αν η αστυνομία τους άφηνε να προσεγγίσουν τα σπίτια τους ίσως να τα είχαν σώσει. Πως όμως να εμφανιστεί η Πυροσβεστική, όταν δρουν 485 πυροσβέστες έναντι 626 αστυνομικών; Όταν η Πυροσβεστική καταγράφει 3.000 οργανικά κενά και ανεβασμένο μέσο όρο ηλικίας των στελεχών της (ένδειξη της ελλιπούς πολιτικής επανδρωσης της); Πως να σταματήσει η φωτιά όταν δεν έχουν παρθεί τα στοιχειώδη και απαραίτητα μέτρα πρόληψης και πυροπροστασίας; Οι εικόνες με τους αστυνομικούς που προσπαθούσαν να συνδράμουν με ποτιστήρια, εξοργίζουν και δικαίως, γιατί έρχονται σε άμεση αντιπαραβολή με τις εικόνες των πυροσβεστών που καταστέλλονταν τον χειμώνα όταν ζητήσουν ενίσχυση του πυροσβεστικού σώματος. Εν τέλει η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο, εν μέρει λόγω της αυτοθυσίας των πυροσβεστών και των εθελοντών, εν μέρη επειδή κόπασε ο άνεμος.
3000 οργανικά κενά στην Πυροσβεστική
79 χιλιάδες καμένα στρέμματα δάσους χωρίς να υπολογίζεται η καταστροφή στη Δαδιά (Πεντέλη 27.000, Ρέθυμνο 19.000, Ιτέα 12.000)
Καμία μέριμνα
Αν όμως αυτά συνέβησαν στην Πεντέλη, δύο βήματα από την Αθήνα και με τα φώτα της δημοσιότητας να είναι στραμμένα εκεί, δεν θέλουμε να φανταστούμε ποιές ήταν οι συνθήκες στην Ιτέα, το Ρέθυμνο, την Αχαΐα, τη Σάμο και την Ηλεία. Αλλά και φοβόμαστε για το τι θα συμβεί τόσο στο δάσος της Δαδιάς στον Έβρο όπου την στιγμή που γράφεται το άρθρο υπάρχει μεγάλη φωτιά σε εξέλιξη, όσο και το υπόλοιπο καλοκαίρι με τους επικείμενους καύσωνες να καθιστούν την κατάσταση εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί η κατάσταση στην Πεντέλη, είναι τρανή απόδειξη όχι απλά της ανικανότητας και της διάλυσης των μηχανισμών του κράτους αλλά βασικά της αδιαφορίας των κυβερνώντων για το ζήτημα. Καθώς, έπειτα από τις περσινές πυρκαγιές στην Αττική και την Εύβοια, θα έπρεπε στην Πεντέλη, έστω και για τα μάτια του κόσμου, έστω και για να αποφευχθεί ένα μεγάλο ρεζιλίκι να μην καεί πάνω από ένα στρέμμα.
Επιπλέον ενδεικτικό της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο μηχανισμός της πολιτικής προστασίας, είναι το γεγονός ότι σχεδόν σε όλες τις φωτιές που έχουν ξεσπάσει φέτος, παρά τη μικρότερη κλίμακα τους σε σχέση με την περσινή τεράστια καταστροφή, κινδύνεψαν μνημεία, οικισμοί ακόμη και πόλεις. Πράγμα που φανερώνει πως δεν υπάρχουν ούτε οι στοιχειώδεις υποδομές και η μέριμνα για τις περιοχές στις οποίες αφενός μια πυρκαγιά θα γινόταν άμεσα εξαιρετικά επικίνδυνη, αφετέρου είναι πιο εύκολη η στελέχωσή τους σε σχέση με δύσβατα σημεία ή μεγάλα δάση μακριά από κατοικημένες περιοχές. Αλλά και ότι δεν έγινε καμία ουσιαστική κίνηση για να προετοιμαστούν διαφορετικά έπειτα από τα περσινά, μέσα από την εκπαίδευση των πολιτών, την ενίσχυση ανθρώπινη και υλική της Πυροσβεστικής και των εθελοντών, την εγκατάσταση κρουνών και αντλιών σε κτίρια και σημεία που θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμης σημασίας, την έγκαιρη και εκτενή αποψίλωση, ακόμη και την εκπαίδευση της αστυνομίας για να μπορεί να συνδράμει ουσιαστικά σε έκτακτες περιστάσεις, αντί για να βλέπουμε δεκάδες αστυνομικούς σε εκκενωμένες περιοχές να κυνηγάνε τη φωτιά με λάστιχα και ποτιστήρια. Ωστόσο, για αυτά όχι απλά δεν υπάρχει στάλα ντροπής στους ιθύνοντες, αλλά αντίθετα τόσο ο Κ. Μητσοτάκης όσο και ο κ. Στυλιανίδης εμφανίστηκαν ικανοποιημένοι που αποφεύχθηκαν τα χειρότερα και που τα πήγαν καλύτερα σε σχέση με πέρυσι(!). Λες και είναι κατόρθωμα που για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά δεν έχουμε ακόμη μια ανυπολόγιστη φυσική καταστροφή. Όπως αντίστοιχα και ο κ. Πατούλης που θα έπρεπε κανονικά να παραιτηθεί έπειτα από όσα έχουν συμβεί στην Αττική τον τελευταίο χρόνο είτε με τα χιόνια είτε με τις πυρκαγιές αλλά αντίθετα δηλώνει απλά αναρμόδιος για τα ζητήματα αυτά.
Αλαζόνες με τη στήριξη των ΜΜΕ
Η φωτιά στην Πεντέλη εκ των πραγμάτων δεν γινόταν να μην καλυφθεί από όλα τα ΜΜΕ, έτσι αντί για την αποσιώπηση των πυρκαγιών επιλέχθηκε σε αυτή την περίπτωση η αποσιώπηση των ευθυνών και η ωραιοποίηση της κατάστασης από τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης και τα στελέχη της κυβέρνησης. Και τι δεν ακούσαμε ή δεν διαβάσαμε μέσα σε λίγες ώρες, από δηλώσεις για τα δάση που μπήκαν στον αστικό ιστό μέχρι ότι πέταξαν τόσα εναέρια μέσα που υπήρξε κίνδυνος για τους πιλότους λόγω συνωστισμού (!). Τη στιγμή που κυριολεκτικά καιγόταν το περιουσία των ανθρώπων, ορισμένοι επιχειρούσαν να παρουσιάσουν μια εικόνα σύμφωνα με την οποία, οι μοναδικές ευθύνες βρίσκονται στην άτυχη συγκυρία και σε όσους δεν φρόντισαν να πάρουν τα σπίτια τους έξω από το δάσος. Για μια ακόμη φορά δηλαδή το κράτος, το πολιτικό σύστημα και πάνω από όλους, η κυβέρνηση, δεν φέρουν καμία ευθύνη.
Επειδή λοιπόν, είναι δύσκολο όλες οι φωτιές να καταλογίζονται αποκλειστικά και μόνο στην κλιματική αλλαγή, που ως «αντικειμενικό» φαινόμενο είναι και ανυπέρβλητο, η ευθύνη εντοπίστηκε από ορισμένους δημοσιογράφους και πολιτικούς στους πολίτες που είτε ζουν σε επικίνδυνες για πυρκαγιές περιοχές είτε που δεν φρόντισαν οι ίδιοι να καθαρίσουν το οικόπεδο τους ή να εξοπλίσουν επαρκώς το σπίτι τους. Κανείς βέβαια δεν λέει ότι και οι πολίτες δεν πρέπει να μεριμνούν για τη δασοπροστασία και την πρόληψη των πυρκαγιών, αλλά είναι ένα πράγμα η «ατομική ευθύνη» του κάθε πολίτη και ένα άλλο η αντικατάσταση της μέριμνας του κράτους, της περιφέρειας και των δήμων με την ευθύνη αυτή. Άλλωστε, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις του παρελθόντος έτσι και εδώ ισχύει πως τα σπίτια βρίσκονται εκεί γιατί το κράτος τα αδειοδότησε, όπως και ότι η εκπαίδευση των πολιτών, η εφαρμογή μέτρων πυροπροστασίας σε κάθε κτίριο και οικόπεδο είναι ευθύνη των αντίστοιχων φορέων.
Βέβαια εν προκειμένω, τα κυβερνητικά στελέχη δεν αρκέστηκαν καν στην αποποίηση κάθε ευθύνης, αλλά έσπευσαν να μας ενημερώσουν πως όλα πήγαν καλά, όλα σύμφωνα με το σχέδιο. Έτσι ο πρωθυπουργός είδε «περιορισμένες» υλικές καταστροφές, από μια φωτιά που σε λιγότερο από δύο μέρες άφησε ζημιές σε πάνω από 100 κτίρια. Ενώ, ο κ. Στυλιανίδης μίλησε για «διόλου ευκαταφρόνητα αποτελέσματα» και «επαρκή συντονισμό», παρά το γεγονός ότι σε μόλις έναν μήνα έχουν καεί στη χώρα πάνω από 79.000 στρέμματα, με πολλές ζημιές σε κτίρια και την πυροσβεστική να κάνει λόγο για τεράστια εξάντληση των στελεχών της που αναγκάστηκαν μέσα σε μια μέρα να πάνε από την Πεντέλη στα Μέγαρα λόγω υποστελέχωσης. Αντίστοιχα «διόλου ευκαταφρόνητες» ήταν και οι δηλώσεις του υπουργού Πολιτικής Προστασίας στις αρχές του Ιουνίου όταν έλεγε πως ανακουφίστηκε που δεν θα έχουμε φέτος τα ρωσικής προέλευσης Beriev γιατί δεν κάνουν για την Ελλάδα! Όπως και άλλα κυβερνητικά στελέχη που όσο μαίνονταν οι πυρκαγιές είχαν εξαφανιστεί, μαζί με τον κ. Στυλιανίδη και εμφανίστηκαν μόνο κατόπιν εορτής για να μας θυμίσουν το έργο τους, να εξαγγείλουν πενιχρές αποζημιώσεις για λίγους και εισαγγελικές έρευνες για τυχόν εμπρησμό.
Όμως ο εμπρησμός (ακόμη και αν τελικά δεν υπήρξε) είναι έργο πολιτικής έμπνευσης και χρόνιων ευθυνών που δεν κρύβονται. Όσο και αν δημοσιογράφοι κλείνουν τα μικρόφωνα στα «Μητσοτάκη γ@$%#» των οργισμένων κατοίκων, οι ευθύνες και η έπαρση εγγράφονται στην κοινωνική μνήμη.