του Ιάσονα Κωστόπουλου 

Σε λίγες μέρες ξεκινά ο 61ος γύρος, διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, εν μέσω προκλήσεων και απειλών αλλά και εκκωφαντικής σιωπής και πιέσεων από μέρους όλων των δυτικών εταίρων και οργανισμών. Οι προσδοκίες για κάποιο θετικό αποτέλεσμα από τις επαφές, είναι ελάχιστες –θα έλεγε κανείς στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων– αν λάβουμε υπόψη τη διάσταση των δύο πλευρών. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν είναι ασήμαντη για καμία από τις 2 χώρες. Για την Τουρκία αποτελούν ένα ενδιάμεσο βήμα στον στρατηγικό της σχεδιασμό για συνολικές διευθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ αντίθετα, η Ελλάδα μπαίνει σε αυτές, προσπαθώντας αφενός να «αγοράσει» χρόνο και αφετέρου να αποδείξει στο εσωτερικό μέτωπο ότι έκανε ότι ήταν δυνατό, μπροστά στις ντε φάκτο δύσκολες αποφάσεις και συμφωνίες που έρχονται.

 Διαφορετικές στοχεύσεις αλλά μια ατζέντα

Από τη μια ο σχεδιασμός της Τουρκίας προχωρά μέσα από τη δημιουργία τετελεσμένων και το ανέβασμα της θερμοκρασίας στην περιοχή όπως βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Όμως συμπεριλαμβάνει και όλα τα «θεσμικά» μέσα από το τουρκολιβυκό μνημόνιο ως τις διερευνητικές και την ατζέντα τους, είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια η διεθνής εικόνα για τις διαφορές και τις διεκδικήσεις των δύο χωρών έχει διευρυνθεί. Ενδεικτικά από τις γκρίζες ζώνες φτάσαμε να ακούμε για κατεχόμενα τουρκικά νησιά (!).

Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις της Τουρκίας. Δηλαδή, να θέσει πιο έντονα όλη την ατζέντα των διεκδικήσεων της, που άλλωστε αποτελούν και τη μοναδική ατζέντα των επαφών. Ώστε, αφενός να ανοίξει ακόμη περισσότερο η βεντάλια, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο για την περίπτωση της Χάγης. Αλλά και αφετέρου ως έναν εκβιασμό προς την ελληνική πλευρά, αφού αν αποτύχουν οι επαφές έπονται… γεωτρήσεις. Εξ ου οι δηλώσεις Μ. Τσαβούσογλου αλλά και η απειλή για δημοσιοποίηση των πρακτικών των προηγούμενων διερευνητικών. Μην έχοντας μάλιστα κάτι να χάσει, η Τουρκία κερδίζει χρόνο για να αξιολογήσει την αλλαγή φρουράς στις ΗΠΑ και να πέσει στα μαλακά στην επόμενη Σύνοδο της Ε.Ε.

Από την άλλη, η κυβέρνηση δείχνει πως θέλει να «αγοράσει» χρόνο, ελπίζοντας αφενός ότι θα ανταμειφθεί η πειθήνια υποταγή στις απαιτήσεις των Βρυξελλών στην επόμενη Σύνοδο και αφετέρου ότι θα υπάρξει σημαντική αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ στην περιοχή, έπειτα από την εκλογή Μπάιντεν. Είναι βέβαια ηλίου φαεινότερο, ότι αυτές οι προσδοκίες θα διαψευσθούν καθώς και στις δύο περιπτώσεις η Τουρκία έχει ανοιχτές «μπίζνες» με τους βασικούς παίκτες σε πολλαπλά μέτωπα. Αλλά και ο χρόνος που εξασφαλίζεται προβλέπεται σύντομος, καθώς η Τουρκία δεν θέλει να χρονοτριβεί, όσο μάλιστα δεν γίνονται κινήσεις που να τη στριμώχνουν. Έτσι, πολύ σύντομα η χώρα θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να υποκύψει σε παράλογες απαιτήσεις ή να αποτρέψει ένα νέο κύμα προκλήσεων που θα έρχονται να κατοχυρώσουν όσα ζητά η Τουρκία με διάλογο ή χωρίς.

Εξωτερική πολιτική εσωτερικής κατανάλωσης

Αυτά τα γνωρίζει βέβαια και η κυβέρνηση, αλλά αντίθετα με όσα διατυμπανίζει όλη αυτή την περίοδο, θέλει να κερδίσει χρόνο και στο εσωτερικό μέτωπο. Κρατώντας το «μομέντουμ» της Συμφωνίας των Πρεσπών, η κυβέρνηση επιχειρεί να διαμορφώσει κλίμα για το κλείσιμο των προβλημάτων που «χρονίζουν» στην εξωτερική μας πολιτική. Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ερμηνευθούν και οι αμφιλεγόμενες (στην καλύτερη περίπτωση) συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο αλλά και οι πρόσφατες εξελίξεις με την Αλβανία. Το μήνυμα είναι: Εδώ και τώρα τελειώνουμε με όλα τα ζητήματα με κάθε δυνατό τρόπο. Λέγοντας μάλιστα διαρκώς, πως το σημαντικό κατόρθωμα είναι η επίτευξη συμφωνίας, αφού κάτι τέτοιο υποτίθεται ότι πιέζει την Τουρκία. Άσχετα αν θα περιλαμβάνει και κάποιες υποχωρήσεις όντας προϊόν διαπραγμάτευσης.

Δημιουργούνται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι προϋποθέσεις για έναν σκληρό εκβιασμό που θα βρει τη χώρα στριμωγμένη και πολιτικά αφοπλισμένη και λίγο-πολύ θα λέει: «Δεν θέλετε διερευνητικές, δεν θέλετε και Χάγη, τότε τι θέλετε; Πόλεμο;»

Ωστόσο αυτή η πολιτική είναι εξαιρετικά επιζήμια και μακροπρόθεσμα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι επιλύει. Ας δούμε κάποια από αυτά:

1) Η χώρα παρουσιάζεται πιεσμένη και επιρρεπής σε συμφωνίες ελαστικές σε σχέση με το διεθνές δίκαιο. Τόσο στη συμφωνία με την Ιταλία όσο και με την Αίγυπτο, η Ελλάδα έλαβε μειωμένη επήρεια στα νησιά, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Κρήτης, δημιουργώντας έτσι προηγούμενο όχι μονάχα σε ό,τι αφορά τα νησιά και την επήρειά τους, με το μεγαλύτερο νησί της χώρας να έχει μειωμένη επήρεια. Αλλά και σε ό,τι αφορά τη διάθεση της χώρας να κάνει συμφωνίες πέρα από όσα ορίζει το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.

2) Η συστηματική παράλειψη των περιοχών κοντά στον 28ο μεσημβρινό αποτελεί έμμεση παραδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων. Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση βαυκαλίζεται ότι «μεγαλώνει» την Ελλάδα, συστηματικά αποφεύγει είτε να συνάψει συμφωνίες είτε να αυξήσει τα χωρικά μας ύδατα –πράγμα το οποίο δικαιούμαστε να κάνουμε μονομερώς–, όχι μόνο ανατολικά αλλά και κοντά στον 28ο μεσημβρινό, που αποτελεί το σημείο των τουρκικών διεκδικήσεων. Έτσι, άσχετα αν στο εσωτερικό λέγεται ότι πιέζουμε την Τουρκία, η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα εμφανίζεται απρόθυμη να εφαρμόσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στις περιοχές τις οποίες αμφισβητεί το γειτονικό κράτος.

3) Η χώρα φαίνεται απρόθυμη να αποτελέσει ενεργό παίκτη εν μέσω σημαντικών ανακατατάξεων. Ενώ οι σχέσεις και οι δυναμικές στην Ανατολική Μεσόγειο είναι εξαιρετικά ρευστές, αρνούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε την στρατηγική μας. Η Ελλάδα φαίνεται να προσπαθεί να κρατήσει ότι έχει όπως-όπως αδιαφορώντας για τη μεγάλη εικόνα. Από την αποτυχία να συστρατευθεί μαζί μας η Γαλλία, την εγκατάλειψη της Κύπρου, έως τις ανύπαρκτες σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, η χώρα εμφανίζεται σχεδόν μόνη της σε μια περιοχή που δρουν πολλοί παίκτες.

4) Δίνεται η εικόνα μιας χώρας διαχειρίσιμης, που δεν είναι διατεθειμένη να κάνει ιδιαίτερο θόρυβο. Η πολιτική του καλού παιδιού, τόσο απέναντι στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε., κατοχυρώνει την αντίληψη που θέλει τη χώρα μας λίγο-πολύ δεδομένη άνευ όρων στις συμμαχίες της. Χαρακτηριστική είναι η εμμονική άρνηση της χώρας για βέτο στην Ε.Ε., αλλά και η αναβάθμιση της Σούδας, «χάρες» για τις οποίες η χώρα δεν έλαβε τίποτα. Αλλά και στον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ η στάση μας είναι κατώτερη των περιστάσεων, αφού όχι απλά το βέτο είναι εκτός ατζέντας, αλλά δεν έχουμε καν καταγγείλει το τουρκολιβυκό μνημόνιο (!).

Και τι θέλετε, πόλεμο;

Ενώ όμως συμβαίνουν αυτά, η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει την εικόνα ότι όχι μόνο έγιναν όσα ήταν εφικτά αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις είχαμε σημαντικά οφέλη, όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων του Ιονίου στα 12 ν.μ. (sic) Έτσι τη στιγμή που θα έπρεπε να τρέχουμε για να διορθώσουμε «παραλείψεις» και κακούς χειρισμούς δεκαετιών, θριαμβολογούμε για την κατοχύρωση «εύκολων» υποθέσεων. Ενώ παράλληλα σπαταλιέται πολύτιμος χρόνος και ευκαιρίες με αποτέλεσμα όχι μόνο η χώρα να μένει ανοχύρωτη αλλά και η γκάμα των δυνατοτήτων μας να περιορίζεται με τέτοιο τρόπο που να μένουν μονάχα δύσκολες αποφάσεις στο τραπέζι. Δημιουργούνται δηλαδή οι προϋποθέσεις για έναν σκληρό εκβιασμό που θα βρει τη χώρα στριμωγμένη και πολιτικά αφοπλισμένη και λίγο-πολύ θα λέει: «Δεν θέλετε διερευνητικές, δεν θέλετε και Χάγη, τότε τι θέλετε; Πόλεμο;»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!