Είναι ολοφάνερο γεγονός ότι η αναβάθμιση των σχέσεων Ελλάδας-Κοσόβου έχει οργανική σύνδεση με την αναβάθμιση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στα Δυτικά Βαλκάνια, όπως ονομάζεται εδώ και μια δεκαετία το ενδιαφέρον για την περαιτέρω εμβάθυνση της προσπάθειας προσεταιρισμού εξαιρετικά δυσεπίλυτων ζητημάτων (όπως του Κοσόβου και της Βοσνίας). Η φιλική συνάντηση Μητσοτάκη-Κούρτι μετά τη διφορούμενη δήλωση του κ. Δένδια για τη νομιμότητα της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, και ο άμεσος συσχετισμός της με το παράνομο κράτος των κατεχομένων στην Κύπρο, ταιριάζει απόλυτα με την ώθηση των ΗΠΑ για την πλήρη ανεξαρτησία του Κοσόβου και τον προσανατολισμό τους προς μια «διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία» στην Κύπρο.
Θυμίζουμε ότι ο κ. Δένδιας, εργαλειοποιώντας τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης του 2010, δήλωσε πως «η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου δεν παραβίασε το Διεθνές Δίκαιο, καθώς δεν ήταν προϊόν παράνομης χρήσης βίας που καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως ήταν η ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983». Με αυτή τη δήλωση έμμεσα δείχνει και την ανάληψη μιας επιπλέον ευθύνης ώστε να αποτελέσει η Ελλάδα έναν ενεργό βραχίονα της αμερικανικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που συνεργεί –έστω και με διαφορές σε άλλα σημεία– με την πολιτική της Ε.Ε. για την απεμπλοκή των Δυτικών Βαλκανίων από τις επιρροές «τρίτων παραγόντων» και την ανασύνταξή τους στο βορειοανατολικό μέτωπο του ΝΑΤΟ. Εξ ου και η προσέλκυση της Σερβίας μέσω του διαλόγου Βελιγραδίου-Πρίστινα, που στηρίζει απόλυτα και η Ελλάδα.
Βαδίζοντας στο σκοινί σε έναν φαύλο κύκλο ισορροπιών, με την απελευθέρωση της θεώρησης εισόδου να έχει τεθεί στο τραπέζι για το Κόσοβο ως πρώτη πράξη αναγνώρισης, η ελληνική εξωτερική πολιτική –αν και δεν έχει μεταβάλει επίσημα τη θέση της– ολοκληρώνει τη συμπαράταξή της με τη μονοδιάστατη πολιτική των ΗΠΑ-Ε.Ε. για τα Δυτικά Βαλκάνια. Η αμοραλιστική και αναθεωρητική πολιτική της αναγνώρισης, ήδη από το 1992, των αποσχιστικών τάσεων της Γιουγκοσλαβίας (η οποία έφερε και το μακεδονικό προ των πυλών) συνεχίζεται και με το ζήτημα του Κοσόβου. Η ώθηση προς νέες συμφωνίες Πρεσπών δείχνει ότι το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας θα συνεχίσει να συμμετέχει όλο και πιο ενεργά σε νέους αναδασμούς, με πρόσχημα κι αιτία το κυπριακό.
Η ΝΑΤΟϊκή επίθεση του 1999 εναντίον της Γιουγκοσλαβίας είναι από κάθε άποψη διδακτική εμπειρία και παράδειγμα: το 92% του ελληνικού λαού ήταν ενάντια στην επέμβαση, ενώ το πολιτικό σύστημα που υπερψηφίστηκε τη διευκόλυνε. Είναι περασμένα-ξεχασμένα;
Γ.Κ.