«Δεν γνωρίζει τίποτε και νομίζει ότι τα ξέρει όλα.
Αυτό τον οδηγεί σαφέστατα σε μια πολιτική καριέρα».
George Bernard Shaw
Η «Δημοκρατία της Αγοράς» επιβάλλοντας τους κανόνες του παιχνιδιού στον τρόπο της υλικής παραγωγής, καθιστά τους εκπροσώπους της δυτικότροπης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, απλούς επ’ αμοιβή διεκπεραιωτές των βουλήσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και των οικονομικών συμφερόντων τους.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ συνέβη σε υπερβολικό βαθμό τα τελευταία τριάντα χρόνια σε ολόκληρη τη Δύση και συνεπώς στην Ελλάδα, είναι η μετάλλαξη της πολιτικής δράσης σε εργαλείο εξυπηρέτησης κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων υπερεθνικών επιχειρήσεων και ισχυρότατων ομάδων πελατειακών διασυνδέσεων. Οι λομπίστες (lobbyists) αποτελούν αναπόσπαστο δυναμικό κομμάτι των σημερινών δυτικών και δυτικότροπων δημοκρατιών επιβάλλοντας τη βούληση των συμφερόντων που εκπροσωπούν﮲ συνεργάζονται άριστα με τους εκλεγμένους εκπροσώπους των διαφόρων χωρών που τελικά θα πάρουν και τις αποφάσεις.
Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται απολύτως κατανοητό το ότι τα όποια ελληνικά κόμματα εξουσίας δεν θέλουν και δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Βρίσκονται απολύτως ενσωματωμένα στη λογική της διαχείρισης και της διαπλοκής (1). Είναι πρωτοφανής αλλά κυρίως απροκάλυπτη η κάθε είδους διαπλοκή μεταξύ κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας την παρούσα περίοδο των κυβερνήσεων Μητσοτάκη. Αυτό συμβαίνει επειδή η διασύνδεση δημοσίου και ιδιωτικού εις βάρος του πρώτου αποτελεί πολιτικό και οικονομικό δόγμα των συγκεκριμένων κυβερνήσεων. Εξυπακούεται ότι στο πλαίσιο αυτό διευκολύνεται η διαπλοκή και η αμοιβαία εξυπηρέτηση συμφερόντων μεταξύ πολιτικών και φορέων του πλούτου.
Παράλληλα με τη βοήθεια των ΜΜΕ και άλλων μηχανισμών χειραγώγησης, οι πολιτικοί αναπαράγουν διαρκώς τις συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος, ακροτελεύτια πράξη διαιώνισης του. Αυτό είναι το σημείο κλειδί που επιτρέπει στο σύστημα να αναπαράγεται. Και είναι κάτι που φαίνεται (;) ότι δεν κατανοούν όσοι συνεχώς και αδιαλείπτως ομιλούν για αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Από τη στιγμή που «γίνεσαι» πολιτικός, (ειρήσθω εν παρόδω: δεν γεννιέσαι «πολιτικός», γίνεσαι όμως πολύ εύκολα!) «lasciate ogni speranza voi ch’ intrate». Γίνεσαι μέλος της αγέλης, και το μόνο που απασχολεί το μυαλό σου είναι πώς θα διατηρηθεί η θέση σου μέσα στο σύστημα. Το να μεταβληθούν οι συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος παραχωρώντας αυτή την κυριαρχική αρμοδιότητα σε άλλους αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως για τους «πολιτικούς» δεδομένου ότι επιβουλεύεται την αυτοσυντήρησή και την επιβίωσή τους!
Το σύνολο των κομμάτων και πρωτίστως τα κόμματα εξουσίας έχουν αλωθεί σε υπέρμετρο βαθμό από θεσμοποιημένες ή άτυπες ομάδες συμφερόντων. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι οικονομικές αρχηγεσίες της χώρας, ουσιαστικά πρόκειται για τις ολιγαρχίες του πλούτου, στην κυριολεξία και απροκάλυπτα «σπρώχνουν» και επιβάλλουν και τη δημιουργία «νέων» κομμάτων (2) προκειμένου να εξασφαλίσουν τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα.
Η εκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος αποτελεί αυτοσκοπό που αφορά μόνο την υλική αποκατάσταση ολίγων εκατοντάδων στελεχών τα οποία θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση των εντολών των οικονομικών ελίτ. Έχοντας απολέσει την ικανότητά τους να προασπίζουν συλλογικά αιτήματα μεταλλάχθηκαν σε οργανισμούς προσοδοφόρων οικονομικών επιχειρήσεων. Δημιουργώντας «θεατρικότητα στην επικοινωνία» (3), αναπτύσσουν μια ακατάσχετη ρητορεία που επί της ουσίας πάντοτε ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που συμβαίνουν ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν (4).
Στελεχώνονται από πρόσωπα δίχως κοινωνική καταξίωση δεδομένου ότι η απόλυτη πλειοψηφία τους αποτελείται από άτομα χωρίς στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία γαλουχημένα στα κομματικά θερμοκήπια όπου ανθούν μόνον οι δολοπλοκίες και οι βυζαντινισμοί. Η έννοια της πολιτικής συρρικνώνεται στο πώς θα εξασφαλίσουν την εκλογή τους ή το προσωπικό τους συμφέρον.
ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΕΣ προς αυτή την κατεύθυνση, ναι πρωτεργάτες, ήταν τα λεγόμενα κόμματα της κεντροαριστεράς. Τα λεγόμενα κεντροαριστερά κόμματα όχι μόνο άνοιξαν την πόρτα στο νεοφιλελευθερισμό και παράλληλα και στον άκρατο δικαιωματισμό, αλλά ενστερνίσθηκαν και συμμετείχαν στη δημιουργία του βασικού «ατσάλινου» θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του ευρωπαϊκού μορφώματος και βεβαίως του πλαισίου του καθεστώτος της παγκοσμιοποίησης.
Με τον όρο κεντροαριστερά (ή μετριοπαθή αριστερά) εννοούμε έναν πολιτικό χώρο που γεννήθηκε από τη συμμαχία των αριστερών κομμάτων με κόμματα του λεγόμενου κέντρου (;)που βασίζονται στις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας, του εργατισμού, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του φιλελεύθερου σοσιαλισμού, του κοινωνικού φιλελευθερισμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και του δικαιωματισμού. Θα έλεγα και της πολιτικής ορθότητας με ό,τι αυτό σημαίνει…
Θεωρητικά πάντα, τα κόμματα αυτά υποστηρίζουν τη βελτίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και προωθούν κάποιο βαθμό κοινωνικής ισότητας που πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί μέσω της προώθησης των ίσων ευκαιριών. Η κεντροαριστερά αντιτίθεται σε ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και υποστηρίζει μέτρια μέτρα για τη μείωση του οικονομικού χάσματος, όπως προοδευτικό φόρο εισοδήματος, νόμους που απαγορεύουν την παιδική εργασία, νόμους για τον κατώτατο μισθό, νόμους που ρυθμίζουν τις συνθήκες εργασίας, περιορισμούς στις ώρες εργασίας και νόμους για τη διασφάλιση του δικαιώματος οργάνωσης των εργαζομένων. Στην Ευρώπη, η κεντροαριστερά περιλαμβάνει σοσιαλδημοκράτες, εργατικούς, πράσινους, τη χριστιανική αριστερά και κοινωνικούς φιλελεύθερους.
Πέρα όμως από άκοπες θεωρητικές συζητήσεις, στην πράξη και στην ασκηθείσα πολιτική, από τη δεκαετία του 1990, όλα τα κόμματα με αναφορά στη κεντροαριστερά που ήλθαν στην εξουσία ήταν οι πρωτεργάτες στην πλήρη εγκατάσταση της νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης και μάλλον συνεχίζουν να έχουν τις ίδιες απόψεις ακόμη και σήμερα.
Την περίοδο αυτή θεσμοθετήθηκε, με βάση τις συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ, ολόκληρο το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Στο πλαίσιο αυτό ενσωματώθηκαν, αναφορικά με την οικονομία, η λογική και οι αποφάνσεις που προκύπτουν από το νεοκλασικό οικονομικό υπόδειγμα (5) στις σύγχρονες εκδοχές του –Μονεταρισμός, Νέα Κλασική Μακροοικονομία, Νέα Συναίνεση‒ συν επιπλέον οι νεοφιλελεύθερες απόψεις περί ιδιωτικοποιήσεων των πάντων.
ΑΛΛΑ ΚΑΙ στο κοινωνικό επίπεδο οι πολιτικές επιλογές των κομμάτων της κεντροαριστεράς (6) ακολούθησαν βήμα-βήμα όλες τις αποφάνσεις που προκύπτανε από την υιοθέτηση του κυρίαρχου νεο-κλασικού οικονομικού υποδείγματος, και των αντιλήψεων της Νέας Δεξιάς τη δεκαετία του 1980, στην οποία πρωτοστάτησαν ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ που υποστήριξαν ότι το κράτος πρόνοιας αρνείται την ατομική ευθύνη, καταπνίγει τη δημιουργικότητα και περιορίζει την αποδοτικότητα.
Εγκαινιάστηκε έτσι μια περίοδος εξαέρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, απαρτίωσης του «κράτους πρόνοιας», αύξησης των ανισοτήτων με πρωτεργάτες τις κεντροαριστερές-σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Βρετανίας (Μπλερ), Γερμανίας (Σρέντερ), Ιταλίας (Ντ’ Αλέμα), Γαλλίας (Ολάντ) και Ελλάδας (Σημίτης, Γ. Παπανδρέου) (8). Οι αυξανόμενες ανισότητες της αγοράς δε μειώνονται από κάποια σοβαρή αναδιανεμητική πολιτική.
Επίσης τα κεντροαριστερά κόμματα πρωτοστάτησαν στην υιοθέτηση και στην ακραία υποστήριξη όλων των πολιτιστικών προτύπων της μεταμοντέρνας μετανεωτερικότητας (8), με κύριο μοτίβο την αυτοπραγμάτωση του εαυτού με μοναδικό κριτήριο… τον εαυτό.
Σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο τίποτε δεν διέκρινε πλέον με σαφήνεια τη κεντροαριστερά από τη δεξιά, τουλάχιστον ως προς τις υπέρτατες αρχές, τις οποίες επικαλούνται τα δύο ρεύματα για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες υποστηρίζουν το ίδιο πλαίσιο θεμελιωδών ελευθεριών. Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν η συνεχής προσπάθεια αναδιοργάνωσης των κομματικών μηχανισμών, αλλά χωρίς καμία διαφορετική άποψη στους πολίτες. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν τους πολίτες να συνεχίσουν να προσανατολίζονται στο πολιτικό πεδίο, όπως προσανατολίζονται στο τηλεοπτικό πεδίο: άλλοτε αποβάλλουν τον αδύναμο κρίκο, και άλλοτε θα αποφασίζουν στην τύχη κάνοντας zapping. Οι συχνές πολιτικές εναλλαγές που προέκυψαν ήταν τυχαίες όσο η επιλογή ενός ψυχαγωγικού προγράμματος. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση επιτρέπονταν τα πάντα – αρκεί να αλλάζει η εκάστοτε ηγεσία. Τα επιχειρήματα περιορίζονταν στο αν ο ένας υποψήφιος είναι νέος και χαμογελαστός, ενώ ο άλλος πραγματικά ή υποθετικά γερασμένος.
Υποσημειώσεις
1) Ξαφνικά η λέξη διαπλοκή έπαψε να χρησιμοποιείται στον πολιτικό διάλογο. Ξεχάστηκαν όλες οι αναφορές και οι, έστω ρητορικές, συγκρούσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας 2000
2) Κ. Μελάς, Φαντάσματα, neoplanodion.gr/2025/10/31/phantasmata/
3) Γ. Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 2000
4) Λ. Κάνφορα, Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005
5) Κ. Μελάς, Η φιλοσοφία της οικονομικής πολιτικής των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων διαφέρει από τη Νεοκλασική προσέγγιση; www.kostasmelas.gr
6) Κ. Μελάς, Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία: από την Πολιτική στη Νεοφιλελεύθερη Διαχείριση, www.kostasmelas.gr/
7) Την ίδια πολιτική άσκησε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ την περίοδο 2015-2019.
8) Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Το ανυπόφορο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017. Ειδικά το πρώτο μέρος.




































































