Η εναλλακτική στρατηγική στις χρεοκοπημένες οικονομικές θεωρίες
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι χρηματοπιστωτικές δυνάμεις αδυνατίζουν τους κοινωνικούς θεσμούς και η οικονομία εμφανίζεται ως συμφραζόμενό τους από ψηλά και μακριά. Η υποχώρηση των θεσμών, των ανθρώπινων σχέσεων, ο επικαθορισμός τους από τις ισχυρές δυνάμεις της παγκόσμιας κερδοσκοπικής αγοράς επαναφέρουν την εργασία ως κέντρο και οικονομική πρόταση, ως τροφοδότη της εσωτερικής κοινωνικής ζωής.
Μια μεταρρύθμιση, στις σημερινές οικονομικές συνθήκες, αναθεώρηση της καταστροφικής διαχείρισης που οδήγησε στο χρέος σημαίνει μια νέα σχεδιαστική, λειτουργική παραγωγικότητα. Ωστόσο, καθηγητές και οικονομολόγοι απ’ ολόκληρο το πολιτικό φάσμα μιλούν για χρέος, ευρώ, δραχμή, επαναπροτείνουν λύσεις μέσα στη σφαίρα κίνησης του χρήματος. Η αποστράγγιση ενός τέτοιου ζητήματος σε οικονομικό-νομισματικό είναι ασυλία του κλεπτοκρατικού συστήματος, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας», κατά τον επίκαιρο Παπαδιαμάντη. Είναι η αντιπολιτική μετατόπιση ενός πολιτικού ζητήματος και λειτουργεί κατασταλτικά, κατακερματίζει την κοινωνία, προκαλεί την ατομική συναίνεση αναζήτησης της «σωστής» οικονομικής απάντησης στο χρέος.
Εναλλακτική στρατηγική στις χρεοκοπημένες οικονομικές θεωρίες, στην εμποροκρατία του χρήματος, στην οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι η ανάπτυξη από τα κάτω. Είναι τα δημοκρατικά δίκτυα υπέρβασης των κανόνων του άγριου ανταγωνισμού. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει συνείδηση της γης, των τόπων, των ιστορικών περιφερειών. Απαιτεί τη γνώση των παραγωγικών συστημάτων και του ιστορικοφυσικού περιβάλλοντος.
Οι δήμοι της υπαίθρου θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν βαθμό κοινωνικής αυτοέκφρασης, να λειτουργήσουν προς όφελος της παραγωγικής συνείδησης, της ενίσχυσης της οριζόντιας οικονομίας της αλληλεγγύης. Ο χώρος της υπαίθρου είναι ιστορικά προνομιακός. Αποτελεί σύνδεση της κοινωνίας με την οικονομία. Είναι, όμως, οι σημερινοί δήμοι θεσμική έκφραση της τοπικότητας;
Οι δήμοι και οι περιφέρειες του λεγόμενου «Καλλικράτη» δημιουργήθηκαν χωρίς τη συναίνεση της ιστορίας, της γεωγραφίας, της οικιστικής ενότητας και ιεραρχίας, αλλά με κριτήρια κοπτοραπτικής και κομματοσυμφερόντων. Οι πρωτεύουσες των δήμων θα ’πρεπε να «εκφράζουν» και να εξυπηρετούν τον «πολυώνυμο», κατά τον Καραβίδα, χώρο τους. Να είναι ένα πολιτικό και οικονομικό κέντρο, με «συνοικίες» τον πολυκεντρικό ιστό των χωριών. Έχει χαθεί όμως η έννοια των δικτύων, η τοπική συνείδηση, η εμπέδωση ενός πνεύματος κοινής ζωής, αναγκών και διεκδίκησης αλλαγών για ανάπτυξη και ποιότητα ζωής. Οι άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης περιμένουν απ’ έξω χρήματα και επενδύσεις. Δεν έχουν πολιτική δυνατότητα ενεργού παραλαβής της τοπικής (αλλά και αντίστοιχα, περιφερειακής) συλλογικής κληρονομιάς. Προβάλλουν ως άλλοθι της πολιτικής τους αδυναμίας κι οκνηρίας ότι το κράτος δεν τους δίνει χρήματα, λες και είναι μεσάζοντες, ξένοι προς το παραγωγικό, ανθρώπινο, φυσικό, υλικό και άυλο πλούτο του δήμου. Οι πολιτικοί, βέβαια (από τα κεντρικά) όλου του φάσματος και χρωμάτων θεωρούν την ύπαιθρο φτωχό πελατειακό τους παράρτημα, σκηνικό που μπορούν εκεί να παίξουν ίδιο έργο της Αθήνας. Για ορισμένους είναι φυσικό, γιατί εδώ δεν έχουμε «εργατικές μάζες», οπότε δεν ανήκουμε στις δυνάμεις αλλαγής. Όταν έρχονται να μιλήσουν στην επαρχία από τα κεντρικά, μονότονα επαναλαμβάνουν ως αιτία παρακμής της υπαίθρου τις εντολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απενοχοποιώντας έτσι τόσο τους εαυτούς τους, όσο και το τοπικό πολιτικό προσωπικό. Λες και η οικονομία της υπαίθρου στην Ιταλία δεν υπόκειται στις ίδιες ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες.
Το σπουδαιότερο έλλειμμα της σημερινής Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η χαμηλή πολιτική παραγωγικότητα, εντοπισμένη στην ανικανότητα καταγραφής αναγκών και λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους αναπτυξιακούς συντελεστές, ο σχεδιασμός και προγραμματισμός. Δεν μπορούν να δουν ότι είναι οι άνθρωποι, με τη γνώση της παραγωγής και το τοπίο, το αναπτυξιακό κεφάλαιο της υπαίθρου. Ταυτίζουν την έννοια επιχειρηματικότητα με κάποιους που περιμένουμε. Όμως, στην ύπαιθρο, ζει και εργάζεται ένα ανθρώπινο δυναμικό που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως μικρές, αγροτικές επιχειρήσεις, οικογενειακού χαρακτήρα. Πολυεθνικές τσέπης, τους λένε σ’ άλλες χώρες. Στην εκτός των μεγάλων πόλεων Ελλάδα το παραγωγικό δυναμικό αντιμετωπίζεται… ως κάποιοι που ξέμειναν γιατί δεν είχαν να κάνουν τίποτα καλύτερο.
Μια μικρή παρέκβαση. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα επιπέδου αυτοδιοικητικού προσωπικού. Στη «δημόσια διαβούλευση» για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό του δήμου μας, ο εισηγητής δήμαρχος μας ενημέρωσε για ό,τι έχει κάνει. Κανένας δημοτικός σύμβουλος δεν προσβλήθηκε απ’ αυτό. Αλλά και κανένας δεν είπε μια λέξη σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου κειμένου. Μάλιστα, ο αντιδήμαρχος βρήκε την εισήγηση του δημάρχου πολύ καλή. Σημειώνω ότι είναι τόσο προσεγμένος ο Στρατηγικός Σχεδιασμός που σε μια σελίδα λέει ότι η αγροτική οικονομία πάει καλά, σε άλλη ότι δεν πάει, μιλάει για τουρισμό χωρίς γνώση του όρου και του χαρακτήρα των επισκεπτών της περιοχής.
Η αναβάθμιση της ικανότητας σχεδιασμού των δήμων είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που δικαιολογεί την αργοπορία ανάκαμψής τους. Ο εσωτερικός ελγινισμός της μεταφοράς του πλούτου στην κομματοκρατική κάστα της Αθήνας και από εκεί εξαγωγή του μέσω του χρέους, προκαλεί αναβολή ανάκαμψης και ανασυγκρότησης. Ας προσθέσουμε εδώ τα κεντροβαρικά, αθηνοκεντρικά κόμματα ως προς τη δομή και πράξη τους και ταυτοχρόνως πολυκεντρικά, φυγοκεντρικά που διαχέουν τα καθήκοντα ψηφοθηρίας σ’ ολόκληρη τη χώρα. Έτσι υπονομεύουν ένα σύστημα-Ελλάδα. Αποτρέπουν ευθύνες και (ή για) τη δημόσια λειτουργία τους. Και οι δήμοι, σ’ ένα τέτοιο μοντέλο, αλλά με τη μορφή φθηνού πελατειακού παραρτήματος, αποφεύγουν δεσμεύσεις, προγραμματισμούς. Δεσμεύουν το εκλογικό σώμα με προσδοκίες ατομικών κι όχι συλλογικών προσδοκιών. Οι εκπρόσωποι «ελευθερώνονται» από εκλογικές εντολές, αποσυνθέτουν τον τοπικό κοινωνικό ιστό που είναι και η αντισυστημική και επίκαιρη αναπτυξιακή πρόταση, απέναντι στους επικίνδυνους, ισχυρούς ανέμους της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Μια μεταρρύθμιση, στις σημερινές οικονομικές συνθήκες, αναθεώρηση της καταστροφικής διαχείρισης που οδήγησε στο χρέος σημαίνει μια νέα σχεδιαστική, λειτουργική παραγωγικότητα. Ωστόσο, καθηγητές και οικονομολόγοι απ’ ολόκληρο το πολιτικό φάσμα μιλούν για χρέος, ευρώ, δραχμή, επαναπροτείνουν λύσεις μέσα στη σφαίρα κίνησης του χρήματος. Η αποστράγγιση ενός τέτοιου ζητήματος σε οικονομικό-νομισματικό είναι ασυλία του κλεπτοκρατικού συστήματος, της «μεγάλης κεντρικής γαστέρας», κατά τον επίκαιρο Παπαδιαμάντη. Είναι η αντιπολιτική μετατόπιση ενός πολιτικού ζητήματος και λειτουργεί κατασταλτικά, κατακερματίζει την κοινωνία, προκαλεί την ατομική συναίνεση αναζήτησης της «σωστής» οικονομικής απάντησης στο χρέος.
Εναλλακτική στρατηγική στις χρεοκοπημένες οικονομικές θεωρίες, στην εμποροκρατία του χρήματος, στην οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι η ανάπτυξη από τα κάτω. Είναι τα δημοκρατικά δίκτυα υπέρβασης των κανόνων του άγριου ανταγωνισμού. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει συνείδηση της γης, των τόπων, των ιστορικών περιφερειών. Απαιτεί τη γνώση των παραγωγικών συστημάτων και του ιστορικοφυσικού περιβάλλοντος.
Οι δήμοι της υπαίθρου θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν βαθμό κοινωνικής αυτοέκφρασης, να λειτουργήσουν προς όφελος της παραγωγικής συνείδησης, της ενίσχυσης της οριζόντιας οικονομίας της αλληλεγγύης. Ο χώρος της υπαίθρου είναι ιστορικά προνομιακός. Αποτελεί σύνδεση της κοινωνίας με την οικονομία. Είναι, όμως, οι σημερινοί δήμοι θεσμική έκφραση της τοπικότητας;
Οι δήμοι και οι περιφέρειες του λεγόμενου «Καλλικράτη» δημιουργήθηκαν χωρίς τη συναίνεση της ιστορίας, της γεωγραφίας, της οικιστικής ενότητας και ιεραρχίας, αλλά με κριτήρια κοπτοραπτικής και κομματοσυμφερόντων. Οι πρωτεύουσες των δήμων θα ’πρεπε να «εκφράζουν» και να εξυπηρετούν τον «πολυώνυμο», κατά τον Καραβίδα, χώρο τους. Να είναι ένα πολιτικό και οικονομικό κέντρο, με «συνοικίες» τον πολυκεντρικό ιστό των χωριών. Έχει χαθεί όμως η έννοια των δικτύων, η τοπική συνείδηση, η εμπέδωση ενός πνεύματος κοινής ζωής, αναγκών και διεκδίκησης αλλαγών για ανάπτυξη και ποιότητα ζωής. Οι άνθρωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης περιμένουν απ’ έξω χρήματα και επενδύσεις. Δεν έχουν πολιτική δυνατότητα ενεργού παραλαβής της τοπικής (αλλά και αντίστοιχα, περιφερειακής) συλλογικής κληρονομιάς. Προβάλλουν ως άλλοθι της πολιτικής τους αδυναμίας κι οκνηρίας ότι το κράτος δεν τους δίνει χρήματα, λες και είναι μεσάζοντες, ξένοι προς το παραγωγικό, ανθρώπινο, φυσικό, υλικό και άυλο πλούτο του δήμου. Οι πολιτικοί, βέβαια (από τα κεντρικά) όλου του φάσματος και χρωμάτων θεωρούν την ύπαιθρο φτωχό πελατειακό τους παράρτημα, σκηνικό που μπορούν εκεί να παίξουν ίδιο έργο της Αθήνας. Για ορισμένους είναι φυσικό, γιατί εδώ δεν έχουμε «εργατικές μάζες», οπότε δεν ανήκουμε στις δυνάμεις αλλαγής. Όταν έρχονται να μιλήσουν στην επαρχία από τα κεντρικά, μονότονα επαναλαμβάνουν ως αιτία παρακμής της υπαίθρου τις εντολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απενοχοποιώντας έτσι τόσο τους εαυτούς τους, όσο και το τοπικό πολιτικό προσωπικό. Λες και η οικονομία της υπαίθρου στην Ιταλία δεν υπόκειται στις ίδιες ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες.
Το σπουδαιότερο έλλειμμα της σημερινής Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η χαμηλή πολιτική παραγωγικότητα, εντοπισμένη στην ανικανότητα καταγραφής αναγκών και λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους αναπτυξιακούς συντελεστές, ο σχεδιασμός και προγραμματισμός. Δεν μπορούν να δουν ότι είναι οι άνθρωποι, με τη γνώση της παραγωγής και το τοπίο, το αναπτυξιακό κεφάλαιο της υπαίθρου. Ταυτίζουν την έννοια επιχειρηματικότητα με κάποιους που περιμένουμε. Όμως, στην ύπαιθρο, ζει και εργάζεται ένα ανθρώπινο δυναμικό που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως μικρές, αγροτικές επιχειρήσεις, οικογενειακού χαρακτήρα. Πολυεθνικές τσέπης, τους λένε σ’ άλλες χώρες. Στην εκτός των μεγάλων πόλεων Ελλάδα το παραγωγικό δυναμικό αντιμετωπίζεται… ως κάποιοι που ξέμειναν γιατί δεν είχαν να κάνουν τίποτα καλύτερο.
Μια μικρή παρέκβαση. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα επιπέδου αυτοδιοικητικού προσωπικού. Στη «δημόσια διαβούλευση» για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό του δήμου μας, ο εισηγητής δήμαρχος μας ενημέρωσε για ό,τι έχει κάνει. Κανένας δημοτικός σύμβουλος δεν προσβλήθηκε απ’ αυτό. Αλλά και κανένας δεν είπε μια λέξη σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου κειμένου. Μάλιστα, ο αντιδήμαρχος βρήκε την εισήγηση του δημάρχου πολύ καλή. Σημειώνω ότι είναι τόσο προσεγμένος ο Στρατηγικός Σχεδιασμός που σε μια σελίδα λέει ότι η αγροτική οικονομία πάει καλά, σε άλλη ότι δεν πάει, μιλάει για τουρισμό χωρίς γνώση του όρου και του χαρακτήρα των επισκεπτών της περιοχής.
Η αναβάθμιση της ικανότητας σχεδιασμού των δήμων είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που δικαιολογεί την αργοπορία ανάκαμψής τους. Ο εσωτερικός ελγινισμός της μεταφοράς του πλούτου στην κομματοκρατική κάστα της Αθήνας και από εκεί εξαγωγή του μέσω του χρέους, προκαλεί αναβολή ανάκαμψης και ανασυγκρότησης. Ας προσθέσουμε εδώ τα κεντροβαρικά, αθηνοκεντρικά κόμματα ως προς τη δομή και πράξη τους και ταυτοχρόνως πολυκεντρικά, φυγοκεντρικά που διαχέουν τα καθήκοντα ψηφοθηρίας σ’ ολόκληρη τη χώρα. Έτσι υπονομεύουν ένα σύστημα-Ελλάδα. Αποτρέπουν ευθύνες και (ή για) τη δημόσια λειτουργία τους. Και οι δήμοι, σ’ ένα τέτοιο μοντέλο, αλλά με τη μορφή φθηνού πελατειακού παραρτήματος, αποφεύγουν δεσμεύσεις, προγραμματισμούς. Δεσμεύουν το εκλογικό σώμα με προσδοκίες ατομικών κι όχι συλλογικών προσδοκιών. Οι εκπρόσωποι «ελευθερώνονται» από εκλογικές εντολές, αποσυνθέτουν τον τοπικό κοινωνικό ιστό που είναι και η αντισυστημική και επίκαιρη αναπτυξιακή πρόταση, απέναντι στους επικίνδυνους, ισχυρούς ανέμους της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Γρηγόρης Κλαδούχος,
αρχιτέκτων -Ξυλόκαστρο Κορινθίας
αρχιτέκτων -Ξυλόκαστρο Κορινθίας
Σχόλια