από τον Δημήτρη Ουλή

([email protected])

 

 

Ξέρετε για ποιο λόγο η αγία Εκκλησία μας υπερτερεί κατά κράτος έναντι της οικολογίας; Διότι η τελευταία δεν διαθέτει τη Θεία Χάρη, άρα δεν μπορεί να αγιάσει τα ύδατα και να διώξει τους εκείσε εμφωλεύοντες δράκοντες. Άσε που η οικολογία μπορεί μεν να παράγει ήθη, αμφιβάλλω όμως αν μπορεί να παράγει έθιμα, και μάλιστα καθολικής αποδοχής. Καταλάβετέ το, λοιπόν, εσείς οι θολο-κουλτουριάρηδες της Αριστεράς: ό,τι δεν διαθέτει την πατίνα του χρόνου δεν φτουράει. Μπορεί να κερδίσει προς στιγμήν τις εντυπώσεις. Δεν μπορεί όμως να κερδίσει το επιχείρημα της Ιστορίας.

Ψεκασμένοι και ραντισμένοι. Δύο σε ένα. Να γιατί χρειαζόμαστε την αγία Εκκλησία μας. Όπως και να το κάνουμε, το διπλάσιο αμονιαζόλ είναι πιο αποτελεσματικό, το διπλό φλουοράιντ είναι πιο ισχυρό. Γι’ αυτό κι εγώ επικροτώ ανυπερθέτως τους χειρισμούς της κυβέρνησης σχετικά με το ανασφαλιστικό. Διότι εγώ, ως αριστερός, είμαι πλέον οριστικά απελευθερωμένος από τη νεύρωση της ησυχίας, της τάξης και της ασφάλειας. Εγώ αρνούμαι να ζήσω με μια ζώνη ασφαλείας μια ολόκληρη ζωή. Εγώ βγάζω φλας, αλλά δεν στρίβω, τη ζωή μου προσπερνάω. Και προωθώ ανυπερθέτως το καινούργιο νομοσχέδιο για το ανασφαλιστικό. Όπα, είπα, λέω.

Δύο πιτσιρικάδες ήρθαν και μου τραγούδησαν τα κάλαντα παραμονή των Θεοφανείων. Γλυκόπικρη γεύση, το παιδομάνι ξαναβγαίνει παγανιά, οι καιροί αγρίεψαν. Άκουγα προσεκτικά τους στίχους -«σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός, η χαρά μεγάλη και ο αγιασμός»- πλην όμως, ο εξωτισμός της παράδοσης δεν μπόρεσε να κατασιγάσει μέσα μου τη φωνή ενός απεχθούς και επονείδιστου δαιμονίου, το οποίο με εξωθούσε διαρκώς προς τη βλασφημία και τη θεομπαιξία. Από τη μία μεριά, λόγου χάρη, μου υπαγόρευε τον πονηρό λογισμό ότι ναι μεν η Εκκλησία γιορτάζει τα άγια Θεοφάνεια, εγώ όμως βρίσκομαι διαρκώς στην αφάνεια, άσε δε που διαθέτω ελάχιστη οικονομική επιφάνεια. Ύστερα, με εξανάγκαζε να ομολογήσω κρυφίως στον εαυτό μου ότι δεν αισθάνομαι κανέναν αγιασμό και καμία χαρά -ει μη μόνον από την υπερκατανάλωση κουραμπιέδων, τους οποίους ομολογώ ότι η γυναίκα μου φτιάχνει κάθε χρόνο ολοένα και νοστιμότερους. Και, τέλος, με έκανε να μην μπορώ να διανοηθώ παρά μονάχα επαναστατικά φώτα και φωτισμούς. Το λαμπαδιασμένο δέντρο του Δεκέμβρη του 2008. Ένα κερί που καίγεται και από τις δύο πλευρές, κατά την ποιητική διατύπωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Βόμβες μολότοφ στα πόδια αστυνομικών-πλεϊμομπίλ. Το πυρ καταναλίσκον του Θεού. Η αποκαλυπτική εκπύρωση του κόσμου. Και, κυρίως, το σύνθημα των πλατειών: να καεί, να καεί, το βουρδέλιον η Βουλή. Επί τω αρχαιοπρεπέστερον, για να μην προσβάλω τα χρηστά ήθη – άγιες μέρες που ’ναι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!