Βοά η ανάγκη μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Της Ρένας Δούρου
Στο μέλλον παρέπεμψε το ενδεχόμενο αμοιβαίως επωφελών συμφωνιών μεταξύ Αθήνας και Μόσχας, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, λίγο πριν ολοκληρώσει την επίσκεψή του στη χώρα μας. Στην επίσκεψη αυτή η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είχε επενδύσει πολλά. Είναι όμως γνωστό ότι στις διπλωματικές υποθέσεις, καθοριστικό ρόλο παίζουν η διάρκεια και η προοπτική, στο πλαίσιο συγκεκριμένων στοχεύσεων.
Τούτο σημαίνει ότι ουδείς μπορεί να εκβιάσει τις εξελίξεις, ειδικά μάλιστα όταν απέναντί του βρίσκεται μια δύναμη όπως η Ρωσία. Με άλλα λόγια, ο τελικός κριτής θα είναι αποκλειστικά και μόνο ο χρόνος, ο οποίος θα δείξει το κατά πόσο θα ευοδωθούν οι προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης και θα γίνουν πράξη τα αιτήματα που έθεσε ο κ. Σαμαράς στον κ. Λαβρόφ (π.χ. η μείωση της τιμής του φυσικού αερίου εκ μέρους της Γκάζπρομ, κάτι στο οποίο ο Ρώσος υπουργός έδειξε μεν κατανόηση αλλά δεν δεσμεύθηκε). Κατά πόσο θα αναθερμανθούν πραγματικά οι ελληνορωσικές σχέσεις που, εδώ και καιρό, χαρακτηρίζονται από… πολικές θερμοκρασίες.
Πάντως, η επίσκεψη Λαβρόφ, που περιλάμβανε και μια πολύ γόνιμη συνάντηση με αντιπροσωπεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατέδειξε τις δυνατότητες και το βάθος των σχέσεων που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ των δύο χωρών, στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας, σε βάθος χρόνου. Αρκεί, βέβαια, να επιδειχθεί για κάτι τέτοιο, η απαραίτητη πολιτική βούληση και διάθεση, ειδικά σε ό,τι αφορά στην Αθήνα, για τη χάραξη μιας εξωτερικής πολιτικής, μακριά από την πεπατημένη, συντηρητική, με την έννοια της διατήρησης του status quo, κατάστασης.
Κυβερνητική αδυναμία
Η εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, για λόγους που εγγράφονται εγγενώς στα συστατικά της στοιχεία, δεν είναι σε θέση να φέρει σε πέρας εκείνες τις αλλαγές στην εξωτερική πολιτική, που θα την καθιστούσαν ισότιμο εταίρο της Μόσχας και πολύτιμη «γέφυρα» μεταξύ της τελευταίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με δεδομένη την απορριπτική στάση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ της Ε.Ε. έναντι της Μόσχας και με το πρόσχημα της αποφυγής της ενεργειακής εξάρτησης της πρώτης από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της δεύτερης, η ευρω-ρωσική σχέση μετατρέπεται σε τοπίο στην ομίχλη. Με χαμένους, σε κάθε περίπτωση τους λαούς, που συνθλίβονται από τη λιτότητα και το οικονομικό αδιέξοδο.
Πράγματι, η όλη αρχιτεκτονική των ενεργειακών αγωγών της Ε.Ε., αντί για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ευρωπαίων πολιτών (βλ. φθηνή ενέργεια) φαίνεται να ευνοεί την άποψη που προτάσσει την περιθωριοποίηση της επιρροής της Ρωσίας στην Ευρώπη και όχι τη λογική μιας κοινά επωφελούς συνεργασία. Π.χ. η χάραξη του αγωγού φυσικού αερίου TAP (ή του ανταγωνιστικού, που τελικά δεν επιλέχθηκε από το Αζερμπαϊστάν, Ναμπούκο) αποσκοπούσε στην εξουδετέρωση του ρωσικής στήριξης South Stream. Ωστόσο, αυτή η πολιτική φαίνεται ότι δεν δεσμεύει το Βερολίνο που μέχρι το 2007 ήταν ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Μόσχας (τη θέση αυτή κατέχει πλέον η Κίνα) και σήμερα εξακολουθεί να διατηρεί σοβαρές εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις μαζί της.
Η στάση αυτή της Γερμανίας καταδεικνύει τις προοπτικές και τις δυνατότητες που θα είχε μια πραγματικά αναβαθμισμένη και χωρίς περιοριστικούς όρους στάση της Ε.Ε. έναντι της Ρωσίας με έμφαση στις ενεργειακές οδούς. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο ρόλος της Ελλάδας θα ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς θα αποκτούσε στρατηγικό ενδιαφέρον και αδιαμφισβήτητη ενεργειακή υπεραξία. Εξού και η χώρα μας θα όφειλε, μέσω μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης, ειρηνικής εξωτερικής πολιτικής, να εργαστεί προς την κατεύθυνση αυτή.
Απαιτείται επανίδρυση σχέσεων
Ωστόσο, είναι τοις πάσι φανερό ότι η σημερινή κυβέρνηση εξυπηρέτησης των μνημονιακών δεσμεύσεων δεν είναι σε θέση να συλλάβει και να υλοποιήσει μία τέτοια πολιτική, η οποία δεν θα στόχευε απλά στην «αναθέρμανση» αλλά στην επανίδρυση των σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας. Μια επανίδρυση που μπορεί να γίνει στην πιο στέρεα βάση: Αυτή της αξιοποίησης των τεραστίων δυνατοτήτων που συνεπάγεται η συνεργασία των δύο λαών και των δύο χωρών. Και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι την πτυχή αυτή επέλεξε να αναδείξει, κατά τη συνάντησή του με την αντιπροσωπεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, ο Σεργκέι Λαβρόφ. Πράγματι, αυτού του είδους η συνεργασία θα μπορούσε να προσφέρει τη στέρεα βάση για μια αναβαθμισμένη σχέση στους κρίσιμους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, της αγροτικής οικονομίας, των επενδύσεων. Και, βέβαια, ειδικά στη σημερινή συγκυρία της σκληρής και αδιέξοδης λιτότητας, της ανάπτυξης.
Και μια τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική παρατήρηση. Η Ρωσική Ομοσπονδία, που με τις ενέργειές της απέτρεψε την πυραυλική επέμβαση των ΗΠΑ και της Γαλλίας κατά της Συρίας, δίνοντας ξανά τον πρώτο ρόλο στη διπλωματία, συνιστά έναν πολύτιμο εταίρο, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά συνολικά της Ε.Ε. Με κοινό στόχο τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή – περιοχές εύθραυστων ισορροπιών και εύφλεκτων υλικών. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανείς.
* Η Ρένα Δούρου είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, υπεύθυνη της ΕΕΚΕ Εξωτερικών