Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Το κόκκινο και το άσπρο της Ελένης Στελλάτου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις και είναι το πρώτο της βιβλίο, αποδεικνύει –ακόμη μια φορά– πως το διήγημα ανθεί στη χώρα μας.
Συγγραφείς κάθε προέλευσης και ηλικίας, με έντονη τη γυναικεία παρουσία, αρθρώνουν ξεχωριστό λόγο, δημιουργούν με πρωτότυπο και ενδιαφέροντα τρόπο και αξιοποιούν τις δυνατότητες της Ελληνικής γλώσσας.
Από το πρώτο διήγημα, τον «Μεγάλο περίπατο του Ευάγγελου Κ.» όπου παρακολουθούμε τον τελευταίο περίπατο ενός ηλικιωμένου πλάι στη θάλασσα, έχουμε τα βασικά στοιχεία που θα συναντήσουμε και στις υπόλοιπες ιστορίες.
«…νιώθει ένα έντονο σφίξιμο στο στήθος, οι γλάροι λικνίζονται νυσταγμένοι, γέρνει αργά με το πρόσωπο στο παγκάκι. Το μπαστούνι πέφτει με θόρυβο στο πλακόστρωτο, σκέφτεται ότι τα κάνουν πολύ γερά πια αυτά τα μπαστούνια…»
Έτσι περιγράφει τη σκηνή του θανάτου η συγγραφέας. Φαρμακοποιός η ίδια, έρχεται προφανώς αντιμέτωπη καθημερινά με διάφορες καταστάσεις που είναι αδύνατον να αφήσουν αδιάφορο έναν άνθρωπο με ευαισθησίες.
Πού και πού ήρωες και εικόνες συναντιούνται μέσα στα διηγήματα που τα διάβασα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, αλλά νομίζω δεν θα ξεχάσω την πολύ ξεχωριστή και συγκινητική ιστορία με τα «Λεμόνια», ένα πραγματικό ποίημα για τον έρωτα που δεν σβήνει, όσα χρόνια κι αν περάσουν…
Η ρευστότητα, το ότι το μέλλον μας έχει τόση σταθερότητα όση μια σχεδία πάνω στη θάλασσα, αρκετά αγχωτικό προφανώς. Θέλω να πιστεύω όμως πως οτιδήποτε μας συμβαίνει κουβαλά ένα νόημα που θα μας αποκαλυφθεί κάποια στιγμή, ας το πω αλλιώς εμπιστοσύνη σε μια παραλλαγή του «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»
Πρώτο βιβλίο, αλλά δείχνει να υπάρχει πίσω του αρκετή εμπειρία στη γραφή. Τι σας ώθησε να εμφανιστείτε τώρα με μια συλλογή διηγημάτων;
Θα έλεγα πως όταν νιώσει κανείς πως κάτι πάνω στο οποίο δουλεύει καιρό έχει φτάσει σε μια μορφή στην οποία σχεδόν αναπνέει, είναι κάτι δηλαδή αυθύπαρκτο, τότε αυτό σημαίνει ότι μάλλον έχει έρθει η ώρα να το ελευθερώσει. Κάτι τέτοιο έγινε και με αυτές τις ιστορίες. Ένιωσα ότι είχαν δημιουργηθεί μεταξύ τους τέτοιες συνδέσεις, αλλού ισχυρές κι αλλού αδιόρατες, ώστε φτιάχτηκε τελικά ένας νέος κόσμος, ένα πλέγμα που μπορούσε να σταθεί μόνο του χωρίς τη δική μου βοήθεια. Αλλάζοντας τη διατύπωση της απάντησης μπορώ να πω ότι ένιωσα πως ήρθε η ώρα όταν στέρεψαν οι διορθώσεις ή η διάθεσή μου για διορθώσεις.
Διήγημα ή μυθιστόρημα; Εσάς τι είναι αυτό που σας γοητεύει στις σύντομες ιστορίες;
Έχουν μια διαφορετική δύναμη νομίζω οι μικρές ιστορίες, είναι πολύ ξεκάθαρη μέσα τους η λεγόμενη κρίσιμη μάζα, αυτό το υλικό δηλαδή το οποίο δίνει σε ελάχιστο χρόνο μια μεγάλη, αλυσιδωτή έκρηξη, γι’ αυτό εύκολα ένα διήγημα μπορεί να αφήσει στον αναγνώστη μια σφραγίδα που θα θυμάται για καιρό. Επίσης στο διήγημα υπάρχουν κι άλλα γοητευτικά στοιχεία όπως το ψάξιμο για τη σωστή λέξη ή ο ρυθμός του κειμένου. Το μυθιστόρημα είναι βέβαια κάτι άλλο, είναι ένας κόσμος στον οποίο μπαίνεις και μέσα από την ταύτιση με τους χαρακτήρες ζεις μια άλλη ζωή, οπότε βγαίνοντας από το βιβλίο δεν έχεις επάνω σου ένα αποτύπωμα αλλά ένα βίωμα.
Σας απασχολεί ιδιαιτέρως στα διηγήματά σας η λεγόμενη «τρίτη ηλικία» και η ασθένεια. Για ποιους λόγους;
Νομίζω ότι περισσότερο με απασχολεί ο άνθρωπος ως ένα όλον. Ένα μικρό παιδί κουβαλάει τον άνθρωπο στον οποίο θα εξελιχθεί στο μέλλον κι ένας ηλικιωμένος φέρει ίχνη από το παιδί που κάποτε υπήρξε, συχνά μάλιστα ο ίδιος νιώθει πως ο εσωτερικός εαυτός του δεν απέχει πολύ από τον νέο που ήταν κάποτε και αυτή η κατάσταση, ο εαυτός που από το τώρα μπορεί να προεκταθεί προς το παρελθόν ή προς το μέλλον, είναι κάτι που με συγκινεί πολύ. Σε μερικές ιστορίες συμβαίνουν τέτοιες χρονικές παλινωδίες, ο ήρωας ξαφνικά από μωρό γίνεται μεγάλος και το αντίστροφο, με διάφορους τρόπους. Η ασθένεια ως μια ακόμη μορφή απώλειας έχει ενδιαφέρον ως προς το πώς θα τη διαχειριστεί ο ίδιος ο ήρωας και το περιβάλλον του.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η κρίση που βιώνουμε πιστεύετε πως έπαιξαν ρόλο στο να ασχοληθείτε με τη γραφή;
Μάλλον όχι, κάποιες μικρές, χαριτωμένες –ας τις πω έτσι– προσπάθειες καταγραφής ιστοριών ξεκίνησαν σε ένα προσωπικό blog που δεν είναι ενεργό πια, προ κρίσης. Μάλλον το γράψιμο προέκυψε από την ανάγκη να μπουν μερικές τελείες σε μια καθημερινότητα που τρέχει με φρενήρεις ρυθμούς –φράση χιλιοειπωμένη και πέρα για πέρα αληθινή. Το να καταγράφεις σκέψεις, ή καλύτερα συναισθήματα, είναι απομόνωση και συμπύκνωση, μια αναγκαστική επιβράδυνση που καμιά φορά φτάνει και στην παύση. Κάτι ανάλογο με τα σαμαράκια που έβαζαν παλιά στους δρόμους κοντά στα σχολεία.
Το φαρμακείο –και στα διηγήματά σας– λειτουργεί και ως ένας τόπος συνάντησης και εξομολογήσεων. Συχνά γίνεται και καταφύγιο. Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο στη δουλειά που κάνετε;
Πράγματι, το φαρμακείο εμφανίζεται έτσι σε δύο ιστορίες, δεν ήθελα όμως να το μετατρέψω σε επίκεντρο, θα ήταν κάτι υπερβολικά προφανές. Αυτόν τον ρόλο τον διαδραματίζει τελικά το νερό, μια και η πόλη όπου συμβαίνουν όλα είναι παραθαλάσσια κι έτσι αρκετοί χαρακτήρες αδειάζουν το εσωτερικό τους φορτίο στη θάλασσα. Ωστόσο, οι ιστορίες του βιβλίου δεν έχουν προέλθει από εκμυστηρεύσεις ανθρώπων που επισκέπτονται τον φυσικό χώρο του φαρμακείου. Έχουν προέλθει από πράγματα που κυρίως έχουν συμβεί έξω, καθώς περπατάω στον δρόμο ή στην παραλία ένα βράδυ καλοκαιριού και με έχουν συγκινήσει για κάποιον ελάχιστα αντιληπτό αλλά πολύ δυνατό λόγο. Άλλες πάλι είναι εξολοκλήρου μυθοπλασία. Στην καθημερινότητα της εργασίας, πάντως, το να αντιληφθείς για πρώτη φορά ότι ένας άνθρωπος ξεκινάει να σβήνει –για παράδειγμα αν αρχίσει να σου κάνει τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά– είναι συνταρακτικό γιατί καταλαβαίνεις για αυτόν κάτι που εκείνος αγνοεί και αυτή η όψη του μέλλοντος που ανοίγεται ξαφνικά μπροστά σου μοιάζει με άβυσσο.
Τι σας φοβίζει περισσότερο στο μέλλον; Τι σας κάνει αισιόδοξη;
Η ρευστότητα, το ότι το μέλλον μας έχει τόση σταθερότητα όση μια σχεδία πάνω στη θάλασσα, αρκετά αγχωτικό προφανώς. Θέλω να πιστεύω όμως πως οτιδήποτε μας συμβαίνει κουβαλά ένα νόημα που θα μας αποκαλυφθεί κάποια στιγμή, ας το πω αλλιώς εμπιστοσύνη σε μια παραλλαγή του «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον».