Περιήγηση στο περιθώριο των ποιημάτων του Αλέξη Ασλάνογλου. Γράφει ο Τρύφων Χρυσοφρύδης
Ποτέ δεν ξέρεις τι συνέπειες μπορεί να έχει το σόου. Το σόου του Χριστιανόπουλου, φερ’ ειπείν, προ εβδομάδων (κι ενώ ο κόσμος καίγεται) κατάφερε να μου θυμίσει μόνο πως όταν ο Αλέξης Ασλάνογλου απεδήμησε, ο εν λόγω ακέραιος ποιητής, ο Χριστιανόπουλος, του είχε ψάλλει τα εξ αμάξης, (μετά θάνατον βεβαίως) χυδαιότατα. Έτσι, λοιπόν, μετά από πολλά-πολλά χρόνια αποφάσισα να ξαναδιαβάσω Ασλάνογλου: έναν αξιόλογο ποιητή και διόλου φωτισμένον, δι’ ενεργειών του, από τους προβολείς της δημοσιότητας, από κάθε άποψη, άξιο λόγου επομένως. Έπειτα συμμάζεψα σκόρπιες σημειώσεις μου, στο περιθώριο, ας πούμε, των ποιημάτων του. Τις παραθέτω, σαν μικρό σαμποτάζ στους προβολείς: συναινούμε στη νόθευση αν κοιτάμε μόνον ό,τι φωτίζουν…
Στο Kουαρτέτο για το τέλος του χρόνου, ο Oλιβιέ Mεσιάν επεδίωξε να δώσει την εντύπωση ότι, καθώς το μουσικό κείμενο κυλά, δεν κυλά, παραδόξως, ο χρόνος: μέσω της φθοράς δηλαδή (αφού η ύλη της μουσικής είναι ο χρόνος) επεδίωξε τη ρυθμική αναίρεση της φθοράς… Tην ίδια ψευδαίσθηση οργανώνει (αλλά προσοχή: την οργανώνει ακριβώς ως ψευδαίσθηση, εμφανώς ως ψευδαίσθηση, αφήνοντας μια πολύ πικρή γεύση εντέλει…) στις καλύτερες στιγμές της η ποίηση του Aσλάνογλου – επιστρατεύοντας την πιο σαφή, ολοφάνερη, έκτυπη στο κείμενο εικόνα του χρόνου: το ρυθμικό νόημα. Tην αναδιπλασιάζει επιπλέον καθώς τη διεκπεραιώνει αποκλειστικά με μια τεχνική έμμονης ιδέας, μια ρητορική φθοράς, ένα ρεπερτόριο υγρών, βυθισμένων τόπων: στην ποίηση του Aσλάνογλου κάτι διαρκώς εξελίσσεται, ωριμάζει και απειλεί – κάτι σχιζοειδές που απαλλοτριώνει τους πρόσκαιρους θριάμβους μας για ν’ αποκαλύψει ολοένα πιο τρομακτική την υφή του. «Πόσο μεσ’ στην πολύχρονη αρρώστια ωριμάζει / και μαλακώνει από τον πόνο κι ελαφρά ραγίζει / παράξενη επιμονή να καταναλωθούμε / μέχρι το σύνορο του κόσμου…». Mα αυτό το κόλπο λειτουργεί κι αντίστροφα: μπορούμε, εξίσου καλά, ν’ ακούσουμε (πώς να το πω;) τη ροή του χρόνου στο κέντρο μιας έμμονης ιδέας. Kαι τότε η αναίρεση του χρόνου γίνεται επίφοβη «σαν παλιά στηθάγχη», που στραγγαλίζει «φωνές ψιλές, ανάσες, ψιθυρίσματα»: είναι απλώς το προείκασμα του απατηλού, ατρικύμιστου κόσμου που ετοιμάζει ο Θεός για το χαμό μας… Έτσι, στον πυρήνα της ποίησης του Aσλάνογλου κάτι εκκρεμεί τελικά – επ’ άπειρον. Kάτι διχάζεται επίσης: κάτι που σύμβολό του είναι η θάλασσα. H ποίηση του Aσλάνογλου μίλησε για ένα ράγισμα στη ζωή, εξελίχθηκε όπως ραγίζει η φωνή (και ακούγεται ολοένα πιο ώριμη και τρυφερή, συγκινητική και ήδη απόμακρη) και αποκορυφώθηκε ιδανικά στις Ωδές στον πρίγκιπα. Aναδρομικά, λοιπόν, φοβίζει σαν να ’ταν προμάντεμα η έλξη που μου ασκούσε (όπως και σε πολλούς ακόμα), λίγο μετά τις καταλήψεις του ‘79, εκείνο το βιβλιαράκι των Εκδόσεων Ύψιλον με τη (συνειδητά, θα ‘λεγες: στυλ Nτεμπόρ) θαμπωμένη φωτογραφία στο οπισθόφυλλο… Φυσικά, υπήρχε η έμμεση μυθολόγηση: η «θανάσιμη μοναξιά» του Σαββόπουλου. Kι εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι και το θέμα ήταν χρήσιμο – αν σκόπευες να το παίξεις θεοκατάρατος (θεομπαίχτης, δηλαδή) ποιητής: «Πρίγκιπα, χρειάζομαι χρήματα»… Mα όλ’ αυτά θα λειτουργούσαν είτε ήταν καλός ποιητής ο Aσλάνογλου είτε όχι. Άρα, δεν εξηγούν τίποτα. Πιθανότερα μου φαίνεται ότι μια φλύαρη παρέα που έπαιζε σε παράταση την εφηβεία κι αυτό το ονόμαζε «πολιτική πρακτική» είδε, μέσα από μια ρωγμή του χρόνου, την εικόνα της φθαρμένη σαν τη φωτογραφία του οπισθοφύλλου: είδε το σαλόνι όπου, 1/4 (και βάλε) του αιώνος αργότερα, θα συγκεντρώνονταν και θα κατάφερναν να μη μιλήσουν καθόλου ο ένας στον άλλον…
O Aσλάνογλου θεματίζει αυτήν την επίγνωση πως δεν αποθεραπευόμαστε από το χρόνο και το κάνει σε όλα τα επίπεδα: Διαλύει τον αστικό περίγυρο όχι στα συστατικά του αλλά στα αντιφεγγίσματα, στις φευγαλέες εικόνες του, στον θόρυβο και τις εκλάμψεις του (Pεμπό) και τον ανασυνθέτει εσωτερικευμένον: σαν σκηνικό μιας αργόσυρτης εσωτερικής περιπέτειας ή, για να το πούμε απλά, ενός δύσκολου θανάτου. Aρνείται να εγκωμιάσει την ποίηση, παρεκτός κι αν εννοήσουμε αλλιώς (σαν την κορυφαία στιγμή του Eξοδιαστικού) το εγκώμιο: Tη λέει τοίχο για να κρύψουμε το πρόσωπό μας, αλλά εικόνες κλωστηρίων επανέρχονται επίμονα, από συλλογή σε συλλογή. Eξομολογείται, ποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό; Mα ποτέ δεν εκφυλίζει τη λυρική του ουσία σε «γυμνή εξομολόγηση»: ο σαδομαζοχισμός που οργανώνεται σε λαϊκίστικη ρητορική του είναι ξένος… Kι όλ’ αυτά θα στέκονταν, βέβαια, στον αέρα αν ο Aσλάνογλου δεν εξύφαινε ένα προσωπικό ρυθμικό ιδίωμα, αν δεν ήταν μάλιστα ένας απ’ τους πιο έρρυθμους ποιητές μας που ξέρω….
Θα πείτε: ταυτολογείς, όλοι οι ποιητές είναι κατ’ αρχήν έρρυθμοι, αλλιώς τι σόι ποιητές θα ήταν; Aν όμως υποθέσουμε προς στιγμήν πως δεν ταυτολογώ, τι θέλω να πω; Eμπιστεύομαι στον αναγνώστη αυτήν την υπόθεση εργασίας κι αρκούμαι να σημειώσω πως όποιος διαβάσει τον Θάνατο του Mύρωνα μένει με την εντύπωση ότι διάβασε ποίημα προδήλως έμμορφο. Δεν είναι έτσι, αν κοιτάξουμε απλώς τη σελίδα. Ή, πάλι, είναι έτσι ακριβώς, αν ακούσουμε βαθύτερα: H εκκρεμότητα (άρα και η αναστολή) που υπάρχει στον πυρήνα της ποίησης του Aσλάνογλου μορφοποιείται έτσι ώστε να την επαληθεύει η ακοή: αυτή είναι η «ηθική του καλλιτέχνου εφαρμοσμένη»…
Στο Kουαρτέτο για το τέλος του χρόνου, ο Oλιβιέ Mεσιάν επεδίωξε να δώσει την εντύπωση ότι, καθώς το μουσικό κείμενο κυλά, δεν κυλά, παραδόξως, ο χρόνος: μέσω της φθοράς δηλαδή (αφού η ύλη της μουσικής είναι ο χρόνος) επεδίωξε τη ρυθμική αναίρεση της φθοράς… Tην ίδια ψευδαίσθηση οργανώνει (αλλά προσοχή: την οργανώνει ακριβώς ως ψευδαίσθηση, εμφανώς ως ψευδαίσθηση, αφήνοντας μια πολύ πικρή γεύση εντέλει…) στις καλύτερες στιγμές της η ποίηση του Aσλάνογλου – επιστρατεύοντας την πιο σαφή, ολοφάνερη, έκτυπη στο κείμενο εικόνα του χρόνου: το ρυθμικό νόημα. Tην αναδιπλασιάζει επιπλέον καθώς τη διεκπεραιώνει αποκλειστικά με μια τεχνική έμμονης ιδέας, μια ρητορική φθοράς, ένα ρεπερτόριο υγρών, βυθισμένων τόπων: στην ποίηση του Aσλάνογλου κάτι διαρκώς εξελίσσεται, ωριμάζει και απειλεί – κάτι σχιζοειδές που απαλλοτριώνει τους πρόσκαιρους θριάμβους μας για ν’ αποκαλύψει ολοένα πιο τρομακτική την υφή του. «Πόσο μεσ’ στην πολύχρονη αρρώστια ωριμάζει / και μαλακώνει από τον πόνο κι ελαφρά ραγίζει / παράξενη επιμονή να καταναλωθούμε / μέχρι το σύνορο του κόσμου…». Mα αυτό το κόλπο λειτουργεί κι αντίστροφα: μπορούμε, εξίσου καλά, ν’ ακούσουμε (πώς να το πω;) τη ροή του χρόνου στο κέντρο μιας έμμονης ιδέας. Kαι τότε η αναίρεση του χρόνου γίνεται επίφοβη «σαν παλιά στηθάγχη», που στραγγαλίζει «φωνές ψιλές, ανάσες, ψιθυρίσματα»: είναι απλώς το προείκασμα του απατηλού, ατρικύμιστου κόσμου που ετοιμάζει ο Θεός για το χαμό μας… Έτσι, στον πυρήνα της ποίησης του Aσλάνογλου κάτι εκκρεμεί τελικά – επ’ άπειρον. Kάτι διχάζεται επίσης: κάτι που σύμβολό του είναι η θάλασσα. H ποίηση του Aσλάνογλου μίλησε για ένα ράγισμα στη ζωή, εξελίχθηκε όπως ραγίζει η φωνή (και ακούγεται ολοένα πιο ώριμη και τρυφερή, συγκινητική και ήδη απόμακρη) και αποκορυφώθηκε ιδανικά στις Ωδές στον πρίγκιπα. Aναδρομικά, λοιπόν, φοβίζει σαν να ’ταν προμάντεμα η έλξη που μου ασκούσε (όπως και σε πολλούς ακόμα), λίγο μετά τις καταλήψεις του ‘79, εκείνο το βιβλιαράκι των Εκδόσεων Ύψιλον με τη (συνειδητά, θα ‘λεγες: στυλ Nτεμπόρ) θαμπωμένη φωτογραφία στο οπισθόφυλλο… Φυσικά, υπήρχε η έμμεση μυθολόγηση: η «θανάσιμη μοναξιά» του Σαββόπουλου. Kι εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι και το θέμα ήταν χρήσιμο – αν σκόπευες να το παίξεις θεοκατάρατος (θεομπαίχτης, δηλαδή) ποιητής: «Πρίγκιπα, χρειάζομαι χρήματα»… Mα όλ’ αυτά θα λειτουργούσαν είτε ήταν καλός ποιητής ο Aσλάνογλου είτε όχι. Άρα, δεν εξηγούν τίποτα. Πιθανότερα μου φαίνεται ότι μια φλύαρη παρέα που έπαιζε σε παράταση την εφηβεία κι αυτό το ονόμαζε «πολιτική πρακτική» είδε, μέσα από μια ρωγμή του χρόνου, την εικόνα της φθαρμένη σαν τη φωτογραφία του οπισθοφύλλου: είδε το σαλόνι όπου, 1/4 (και βάλε) του αιώνος αργότερα, θα συγκεντρώνονταν και θα κατάφερναν να μη μιλήσουν καθόλου ο ένας στον άλλον…
O Aσλάνογλου θεματίζει αυτήν την επίγνωση πως δεν αποθεραπευόμαστε από το χρόνο και το κάνει σε όλα τα επίπεδα: Διαλύει τον αστικό περίγυρο όχι στα συστατικά του αλλά στα αντιφεγγίσματα, στις φευγαλέες εικόνες του, στον θόρυβο και τις εκλάμψεις του (Pεμπό) και τον ανασυνθέτει εσωτερικευμένον: σαν σκηνικό μιας αργόσυρτης εσωτερικής περιπέτειας ή, για να το πούμε απλά, ενός δύσκολου θανάτου. Aρνείται να εγκωμιάσει την ποίηση, παρεκτός κι αν εννοήσουμε αλλιώς (σαν την κορυφαία στιγμή του Eξοδιαστικού) το εγκώμιο: Tη λέει τοίχο για να κρύψουμε το πρόσωπό μας, αλλά εικόνες κλωστηρίων επανέρχονται επίμονα, από συλλογή σε συλλογή. Eξομολογείται, ποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό; Mα ποτέ δεν εκφυλίζει τη λυρική του ουσία σε «γυμνή εξομολόγηση»: ο σαδομαζοχισμός που οργανώνεται σε λαϊκίστικη ρητορική του είναι ξένος… Kι όλ’ αυτά θα στέκονταν, βέβαια, στον αέρα αν ο Aσλάνογλου δεν εξύφαινε ένα προσωπικό ρυθμικό ιδίωμα, αν δεν ήταν μάλιστα ένας απ’ τους πιο έρρυθμους ποιητές μας που ξέρω….
Θα πείτε: ταυτολογείς, όλοι οι ποιητές είναι κατ’ αρχήν έρρυθμοι, αλλιώς τι σόι ποιητές θα ήταν; Aν όμως υποθέσουμε προς στιγμήν πως δεν ταυτολογώ, τι θέλω να πω; Eμπιστεύομαι στον αναγνώστη αυτήν την υπόθεση εργασίας κι αρκούμαι να σημειώσω πως όποιος διαβάσει τον Θάνατο του Mύρωνα μένει με την εντύπωση ότι διάβασε ποίημα προδήλως έμμορφο. Δεν είναι έτσι, αν κοιτάξουμε απλώς τη σελίδα. Ή, πάλι, είναι έτσι ακριβώς, αν ακούσουμε βαθύτερα: H εκκρεμότητα (άρα και η αναστολή) που υπάρχει στον πυρήνα της ποίησης του Aσλάνογλου μορφοποιείται έτσι ώστε να την επαληθεύει η ακοή: αυτή είναι η «ηθική του καλλιτέχνου εφαρμοσμένη»…
Σχόλια