Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης

 

Η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης, που υλοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από το 2014, εξακολουθεί να εκνευρίζει τη Γερμανία και να επηρεάζει έμμεσα και τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Οι συνεχείς μειώσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ, προκειμένου η ευρωζώνη να ξεφύγει από τον αποπληθωρισμό, που τον Απρίλιο ήταν –0,2%, έχει ωθήσει τα επιτόκια σε αρνητικά επίπεδα και προκαλεί τις αντιδράσεις της γερμανικής, κυρίως, κυβέρνησης.

Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας δεν μπορούν να επικαλεστούν, πλέον, τον κίνδυνο του πληθωρισμού καθώς, ακόμη και στη χώρα τους, υπάρχει αποπληθωρισμός (τον Απρίλιο 2016, σε ετήσια βάση, ήταν -0,3%) και προβάλλουν το επιχείρημα ότι η ποσοτική χαλάρωση θα αποτρέψει τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου από την υιοθέτηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων (διάβαζε μέτρα λιτότητας, απορρύθμιση αγορών και ιδιωτικοποιήσεις). «Ξεχνούν» ότι στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η ΕΚΤ κράτησε τα επιτόκια και την ισοτιμία του ευρώ σε χαμηλά επίπεδα προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας που είχε επιβαρυνθεί με το κόστος της γερμανικής ενοποίησης.

Είναι γεγονός ότι η πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης έχει συμβάλλει στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού των χωρών του ευρωπαϊκού νότου (Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία), στη μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής και στη μεγέθυνση του ΑΕΠ Το 2015 το ΑΕΠ της Ισπανίας αυξήθηκε κατά 3,2% (2014: 1,4%), της Ιταλίας κατά 0,8% (2014: -0,4%) και της Πορτογαλίας κατά 1,5% (2014: 0,9%). Όμως η μεγέθυνση του ΑΕΠ αυτών των τριών χωρών δεν βελτίωσε τον δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα (Ισπανία: 100,7%, Ιταλία: 132,8% και Πορτογαλία: 129,1%). Σύμφωνα με τη γερμανική προσέγγιση, τα χαμηλά επιτόκια θα αυξήσουν την κατανάλωση στις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού νότου και θα λειτουργήσουν ανασταλτικά στη δημοσιονομική προσαρμογή και στη μείωση του δημόσιου χρέους.

Πρόκειται για προφάσεις. Η έγνοια της γερμανικής κυβέρνησης είναι να προστατέψει τα συμφέροντα των γερμανικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών. Ένα μεγάλο τμήμα των κερδών των γερμανικών τραπεζών προέρχεται, παραδοσιακά, από τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που χρεώνουν τους πελάτες τους και των επιτοκίων της ΕΚΤ. Με τα αντίστοιχα επιτόκια της ΕΚΤ να κινούνται σε αρνητικά επίπεδα, οι γερμανικές τράπεζες δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το κόστος στους πελάτες τους διότι φοβούνται ότι οι καταθέτες θα αποσύρουν τα χρήματά τους οπότε το αποτέλεσμα είναι η μείωση των περιθωρίων κέρδους. Ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές εταιρίες. Με δεδομένα τη γήρανση του πληθυσμού της Γερμανίας και των γενναιόδωρων παροχών των συμβολαίων ασφάλισης ζωής, οι ασφαλιστικές εταιρίες της Γερμανίας πρέπει να επιτυγχάνουν αποδόσεις των διαθεσίμων τους της τάξης του 5% ετησίως για να μην επιβαρυνθούν με ζημίες. Όμως, αυτού του ύψους οι αποδόσεις μπορούν (;) να επιτευχθούν, σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, μόνο από επενδύσεις υψηλού κινδύνου. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του επικεφαλής της γερμανικής εποπτεύουσας αρχής των ασφαλιστικών εταιριών ότι μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια του τομέα μόνο μέχρι το 2018.

Όμως η ΕΚΤ δύσκολα θα μεταβάλει την πολιτική της προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η γερμανική κυβέρνηση. Η μεταβολή του ΑΕΠ της ευρωζώνης εξακολουθεί να είναι αναιμική (το πρώτο τρίμηνο φέτος ήταν μόλις 0,5%) ενώ όπως αναφέρθηκε και παραπάνω ο αποπληθωρισμός επιμένει. Ήδη στην ΕΚΤ συζητείται ότι το επόμενο βήμα θα είναι το τύπωμα χρήματος και η «απευθείας» διανομή στους λαούς της Ευρώπης που, εάν υλοποιηθεί, θα πυροδοτήσει ακόμη περισσότερο το ακροδεξιό ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά.

Δυστυχώς, αυτές οι εξελίξεις πολύ δύσκολα θα βελτιώσουν την κατάσταση στη χώρα μας εφόσον συνεχίζονται οι πολιτικές ακραίας λιτότητας και παραγωγικής αποδιάρθρωσης.

 

www.gtozidis.wordpress.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!