του Μάνλιο Ντινούτσι*
Μια έκρηξη των τιμών του αερίου πλήττει την Ευρώπη σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της οικονομικής της ανάκαμψης, μετά από τις καταστροφικές συνέπειες των λοκντάουν του 2020. Η εξήγηση που αρκείται να αποδώσει την έκρηξη τιμών στην άνοδο της ζήτησης μέσα σε συνθήκες μειωμένης προσφοράς κρύβει μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα, στο πλαίσιο της οποίας παίζουν πρωτεύοντα ρόλο οικονομικοί, πολιτικοί και στρατηγικοί παράγοντες. Οι ΗΠΑ κατηγορούν τη Ρωσία ότι χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο σαν γεωπολιτικό όπλο, ώστε μειώνοντας την προσφορά να αναγκάσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνάψουν με την Gazprom συμβόλαια μακράς διάρκειας, όπως το έκανε η Γερμανία με τον αγωγό North Stream. Η Ουάσινγκτον πιέζει την Ε.Ε. να αποδεσμευτεί από την «ενεργειακή της εξάρτηση» από τη Ρωσία, που την καθιστά «όμηρο» της Μόσχας.
Κυρίως σαν αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων, έχει περιοριστεί ο όγκος των συμβολαίων μακράς διάρκειας με τη Gazprom από μεριάς Ε.Ε. για την εισαγωγή ρωσικού αερίου, ενώ έχουν αυξηθεί οι αντίστοιχες προμήθειες που πραγματοποιούνται στην αγορά spot όπου μεγάλες ποσότητες αερίου αγοράζονται σε καθημερινή βάση εξοφλούμενες άμεσα έναντι μετρητών.
Η διαφορά είναι ουσιαστική: ενώ με τα συμβόλαια μακράς διάρκειας είναι δυνατή η αγορά αερίου σε χαμηλές τιμές που διατηρούνται σταθερές στη διάρκεια πολλών ετών, στη spot αγορά η προμήθεια αερίου γίνεται σε τιμές μεγάλης διακύμανσης, που γενικά κινούνται σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα, επηρεαζόμενες από τη χρηματιστική κερδοσκοπία των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων. Τεράστιοι όγκοι ορυκτών και γεωργικών εμπορευμάτων αγοράζονται με Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ/Futures), που εξασφαλίζουν την παράδοση του εμπορεύσιμου αγαθού σε καθορισμένη μελλοντική ημερομηνία και τιμή που έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων κατά τον χρόνο της σύναψης του συμβολαίου.
Το αμερικανικό αέριο παρά τις επιδοτήσεις που απολαμβάνει από το κράτος, παραμένει πολύ ακριβότερο από το ρωσικό και προκειμένου να εισέλθει στην αγορά απαιτείται να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι γενικές τιμές στις αγορές του αερίου
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ των ισχυρών χρηματιστικών ομίλων που κερδοσκοπούν επ’ αυτών των συμβολαίων είναι να ανεβάζουν τις τιμές των εμπορευμάτων (ακόμα και του νερού) έτσι ώστε να πωλήσουν σε μεταγενέστερη τιμή τα συμβόλαια σε ψηλότερη τιμή. Για να πάρετε μια ιδέα του όγκου των κερδοσκοπικών συναλλαγών στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, απλά σκεφτείτε ότι ένα πρώτου μεγέθους τέτοιο χρηματιστήριο εμπορευμάτων όπως του Σικάγο (US Chicago Mercantile Exchange) με καταστήματα στο Σικάγο και στη Ν. Υόρκη, πραγματοποιεί 3 δισ. συναλλαγές ετησίως για ένα ποσό ενός τρισ. δολαρίων (που είναι δέκα φορές το ύψος του παγκόσμιου ΑΕΠ δηλ της πραγματικής αξίας που παράγεται μέσα σε ένα έτος παγκοσμίως). Το 2020 και ενώ η παγκόσμια οικονομία είχε παραλύσει σε μεγάλο βαθμό, ο αριθμός των συμβολαίων Futures και των άλλων παρόμοιων συμβάσεων σημείωσε ρεκόρ ανόδου φτάνοντας στα 46 δισ., αυξημένος κατά 35% σε σχέση με το 2019 προκαλώντας άνοδο των τιμών των βασικών εμπορεύσιμων αξιών.
Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ πιέζουν την Ε.Ε. να αντικαταστήσει την προμήθεια ρωσικού αερίου με αμερικανικό. Το 2018, με μια κοινή δήλωση του προέδρου Τράμπ και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιουνκέρ, η Ε.Ε. δεσμεύτηκε «για την αγορά μεγαλύτερων ποσοτήτων Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ προκειμένου να διαφοροποιήσει τις πηγές από τις οποίες προμηθεύεται ενέργεια».
Το αέριο που φτάνει στην Ε.Ε. εξορύσσεται στις ΗΠΑ από σχιστολιθικά πετρώματα με μια τεχνική ρηγμάτωσης που προκαλεί σοβαρή περιβαλλοντική καταστροφή. Στη συνέχεια υγροποιείται ψυχώμενο στους μείον 161 βαθμούς Κελσίου και μεταφέρεται με τάνκερ μεταφοράς αερίου σε περίπου 30 τερματικούς σταθμούς στην Ευρώπη, όπου και επαναφέρεται σε αέρια κατάσταση. Το αμερικανικό αέριο παρά τις επιδοτήσεις που απολαμβάνει από το κράτος, παραμένει πολύ ακριβότερο από το ρωσικό και προκειμένου να εισέλθει στην αγορά απαιτείται να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι γενικές τιμές στις αγορές του αερίου.
Ας προσθέσουμε σε όλα αυτά τον πόλεμο των αγωγών μεταφοράς αερίου, που η Ιταλία τον πλήρωσε ακριβά όταν η αμερικανική διοίκηση επί Ομπάμα σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) μπλόκαρε τον αγωγό South Stream που η κατασκευή του βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο και σύμφωνα με τη συμφωνία ανάμεσα στην Eni και την Gazprom θα έφερνε ρωσικό αέριο χαμηλού κόστους στην Ιταλία διαμέσου της Μαύρης Θάλασσας.
Η Ρωσία παρέκαμψε αυτό το εμπόδιο με τον αγωγό Turk Stream που μέσω της Μαύρης Θάλασσας, μεταφέρει το ρωσικό αέριο στα ευρωπαϊκά σύνορα της Τουρκίας, συνεχίζοντας στα Βαλκάνια όπου προμηθεύει τη Σερβία και την Κροατία.
ΣΤΙΣ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, στη Βουδαπέστη, η Gazprom και η ουγγρική εταιρεία MVM Energy υπέγραψαν δύο συμβάσεις μακράς διάρκειας για την προμήθεια από την Ουγγαρία ρωσικού αερίου χαμηλού κόστους για 15 έτη. Μια ήττα για την Ουάσινγκτον, που επιβαρύνεται επιπλέον από το γεγονός ότι η Ουγγαρία και η Κροατία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον σίγουρα θα απαντήσει όχι μόνο οικονομικά αλλά και στο πολιτικό και στο στρατηγικό επίπεδο. Εμείς πάντως θα πληρώσουμε τον λογαριασμό, με φουσκωμένους λογαριασμούς και με την άνοδο του κόστους διαβίωσης γενικότερα.
* Ο Μάνλιο Ντινούτσι είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και γεωγράφος.