Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι «200» και οι σχεδιασμοί
Σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο για την αλλαγή του εκλογικού νόμου που αναμένεται να πάει για ψήφιση στη Βουλή, περίπου στα μέσα Ιουλίου, με βασικές διατάξεις την κατάργηση του μπόνους, τη διατήρηση του ορίου 3% για είσοδο στη Βουλή και την ψήφο στα 17. Η ερμηνεία ότι ο Αλ. Τσίπρας φέρνει το νόμο επειδή είναι θιασώτης της απλής αναλογικής για την οποία παλεύει διαχρονικά η Αριστερά, φυσικά δεν πείθει κανέναν, ούτε και κάτω από τα 17. Οι λόγοι που δεν στέκει αυτή η εξήγηση είναι αρκετοί.
Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδείξει πολλάκις αν κινείται βάσει των αριστερών αρχών και αξιών, θα λέγαμε και βάσει αρχών και αξιών γενικώς, αφού σαφώς διακηρυγμένη του αρχή είναι ο κυνισμός και η παραμονή στην εξουσία, με κάθε κόστος. Επίσης, αν ήθελε, θα είχε ανοίξει θέματα που σχετίζονται με το πολιτικό σύστημα καιρό πριν. Τη δε απλή αναλογική, αν ήταν «θέμα αρχής», θα την είχε φέρει τουλάχιστον πριν κάνει εκλογές τον Σεπτέμβριο με το υφιστάμενο σύστημα που φυσικά τον εξυπηρετούσε όταν ήταν πρώτο κόμμα. Τέλος, οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν αποδείξει τη σχέση τους με τη λαϊκή βούληση και τον σεβασμό της, με κορυφαίο παράδειγμα το περσινό δημοψήφισμα. Δεν φέρνουν, λοιπόν, τον εκλογικό νόμο για λόγους αρχής. Γιατί όμως;
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει σίγουρα ένα χαρακτηριστικό. Όσο και αν δεν διακρίνεται για τις στρατηγικές του συλλήψεις και το βάθος της πολιτικής του σκέψης, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι προσπαθεί διαρκώς να επιβιώσει κάνοντας αιφνιδιασμούς και παίρνοντας πολιτικές πρωτοβουλίες. Το έχει δείξει αρκετές φορές στο παρελθόν, με αποκορύφωμα τους διαρκείς ελιγμούς και τα «αδειάσματα» σε διάφορα επίπεδα, πέρυσι το καλοκαίρι και τον Σεπτέμβριο.
Η κίνηση για τον εκλογικό νόμο θυμίζει, σε μεγάλο βαθμό, εκείνη του 2014, όταν σε κορυφαία πολιτική είχε αναδειχθεί η συγκέντρωση των 121 βουλευτών για να απομονωθεί ο Σαμαράς και να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές. Σήμερα, επιδιώκεται με κάθε τρόπο η πόλωση με την Ν.Δ. του Μητσοτάκη και η κεντροαριστερή επιλογή αναδεικνύεται σε υπ’ αριθμόν 1 εφεδρεία. Μαγικό νούμερο, όπως γράψαμε και στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, το «200» που πρέπει να μαζευτεί κυρίως από τους χώρους της Κεντροαριστεράς για να ισχύσει από τώρα ο εκλογικός νόμος.
Το σκεπτικό είναι σχετικά απλό. Στα αντιπολιτευόμενα κόμματα θα τεθεί ένα ισχυρό δίλημμα. ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι ήδη «πιάστηκαν στα χέρια» και θα ζοριστούν να κρατήσουν μια στάση απέναντι στο θέμα. Το κόμμα του Θεοδωράκη μοιάζει σαν να είναι προς λαφυραγώγηση με τον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί τμήμα του, όπως και Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Ο Καμμένος είναι φυσικά δεδομένος, αλλά και ο Β. Λεβέντης αποτελεί σταθερό πλέον σύμμαχο, ειδικά στο συγκεκριμένο θέμα. Τέλος, ακόμα και το ΚΚΕ θα πιεστεί να πάρει μια θέση απέναντι σε ένα, έστω και κουτσουρεμένο, «πάγιο αίτημα της Αριστεράς».
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία, προσπαθώντας να απομονώσει τη Νέα Δημοκρατία και οδηγώντας με κάθε τρόπο το πολιτικό σκηνικό σε διπολισμό, μπαίνοντας ο ίδιος «αντικειμενικά» στη θέση του οδηγού του ενός πόλου. Αν οι «200» δεν συγκεντρωθούν, θα χρεωθεί ίσως μια τακτική ήττα, αλλά θα μπορεί να κατηγορήσει όσους, έστω και άθελά τους, ενίσχυσαν την «επάρατο Δεξιά». Αν μαζευτούν οι «200» θα μπορεί να καμαρώνει για μια νίκη, άσχετα βέβαια από το πώς θα την εκλαμβάνει η κοινωνία ευρύτερα, η οποία βεβαίως βιώνει ήδη τα αποτελέσματα της «δεύτερης φορά Αριστεράς» και εκεί φυσικά είναι η μήτρα των προβλημάτων.
Στην Κουμουνδούρου, όσο και να κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, αποκλείεται να μην βλέπουν ότι οι ψηφοφόροι τους γυρνούν πλέον μαζικά την πλάτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα σημερινά δεδομένα, φαίνεται να είναι καθαρά στη δεύτερη θέση, ακόμα και τις δημοσκοπήσεις που παραγγέλνει και δημοσιεύει η Αυγή. Ακόμα και «καταλληλότερος πρωθυπουργός» δεν είναι, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, αυτός που σήμερα «πρωθυπουργεύει» (ή τουλάχιστον έτσι παριστάνει), αλλά έρχεται μάλλον τρίτος, μετά από τον ισχυρό και πάλι «Κανέναν» και έναν όχι και τόσο προικισμένο αντίπαλο, τον Κ. Μητσοτάκη.
Ακόμα ένας λόγος, λοιπόν, για τις αλλαγές που σήμερα προτείνονται. Με την κατάργηση του μπόνους, ακόμα και ένας ΣΥΡΙΖΑ-δεύτερο κόμμα, δεν θα υπολείπεται και πολύ σε έδρες από το πρώτο. Θα μπορέσει τότε ή τουλάχιστον έτσι υπολογίζει, να επιδιώξει συνεργασίες στο φάσμα της Κεντροαριστεράς, παραμένοντας στη διακυβέρνηση (άλλωστε, σε όλους πλέον τους τόνους, εμφανίζεται περίπου σαν οργανικό κομμάτι της «σοσιαλδημοκρατίας» στην Ευρώπη). Ή έστω να ηγηθεί μιας ισχυρής αντιπολίτευσης, ίσως ακόμα και να ξαναβγεί στους δρόμους (το είπε ο κ. Μπαλαούρας, αν ήμασταν αντιπολίτευση θα διαδηλώναμε για το λιμάνι) και να εξαγνιστεί από το μνημονιακό διάλειμμα. Και βλέπουμε… Ίσως μετά ξαναγίνει κυβέρνηση και πάλι μνημονιακός, τα πρώτα 99 χρόνια είναι δύσκολα.
Ασκήσεις επί χάρτου. Όχι επειδή η Ιστορία θα επαναληφθεί σαν φάρσα, όπως το 1991, όταν ο πατέρας του σημερινού αρχηγού της Ν.Δ. μετά από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις κόντεψε να φτάσει 50% και έγινε κυβέρνηση, παρά τον εκλογικό νόμο – παγίδα της τότε «κυβερνώσας Αριστεράς» (για να μην ξεχνιόμαστε και παρασυρόμαστε από τα περί δήθεν «πρώτης φοράς»). Αλλά επειδή οι εξελίξεις θα είναι τόσο σαρωτικές, η κοινωνία τόσο απρόβλεπτη, το πολιτικό σύστημα τόσο απαξιωμένο, που κάνουν τους σημερινούς σχεδιασμούς λιγότερο ασφαλείς και από φτερό στον άνεμο.