Μπορεί να μην το έμαθε σχεδόν κανείς στο δυτικό κόσμο, αλλά την περασμένη εβδομάδα στη Συρία πραγματοποιήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέας Bουλής. Το καθεστώς Άσαντ, μετά τις τελευταίες στρατιωτικές επιτυχίες του με τη βοήθεια των Ρώσων και άλλων συμμάχων του, όπως η λιβανέζικη Χεζμπολά, ένιωσε αρκετά ισχυρό για να διακινδυνεύσει μια τέτοια αναμέτρηση. Άλλωστε, έχοντας εκδιώξει τους Tζιχαντιστές από αρκετά προπύργιά τους μπορούσε πλέον να εμφανίσει ότι πραγματοποιείται μια «εθνικής εμβέλειας» εκλογική διαδικασία, που διεξήχθη στο μεγαλύτερο μέρος του συριακού εδάφους.
Φυσικά εκατομμύρια ψηφοφόροι αυτή τη φορά δεν μετείχαν στις εκλογές – είτε επειδή ως πρόσφυγες δεν ζουν πλέον στη Συρία, είτε επειδή βρίσκονται σε περιοχές υπό τον έλεγχο των Tζιχαντιστών, είτε επειδή ακολούθησαν την προτροπή της αντιπολίτευσης για αποχή. Έτσι η συμμετοχή έφτασε τελικά μετά βίας το 57,6% του εκλογικού σώματος. Το ποσοστό αυτό όμως θεωρήθηκε, δεδομένων των συνθηκών, επιτυχία από το καθεστώς. Αντίθετα, οι δυτικές χώρες, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, δήλωσαν ότι δεν αναγνωρίζουν το αποτέλεσμα λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι εκατομμύρια Σύριοι πολίτες είναι πλέον πρόσφυγες σε τρίτες χώρες. Για τις αιτίες του «γεγονότος», πάντως, δεν αναρωτήθηκαν…
Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα κατέρριψαν την εικόνα που διαδίδεται στη Δύση, ότι το νομοθετικό σώμα ελέγχεται από τη μειοψηφία των Αλαουιτών, στην οποία ανήκει και ο Άσαντ. Η πλειοψηφία των νέων βουλευτών είναι σουνίτες, ενώ εκπροσωπούνται και όλες οι υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες: Aλαουίτες, Σιίτες και Χριστιανοί (κυρίως Αρμένιοι και Ασσύριοι). Επίσης είναι μεγάλο (για τα δεδομένα αραβικής χώρας) το ποσοστό των γυναικών που εκλέχθηκαν: 31 σε σύνολο 250. Ανάμεσά τους και η πρώτη χριστιανή Αρμένια που εκλέγεται βουλευτής στη Συρία.
Οι εκλογές αυτές οπωσδήποτε δεν μπορεί να θεωρηθούν «κανονικές». Άλλωστε, ποτέ στη σύγχρονη Συρία δεν έγιναν εκλογές πραγματικά ελεύθερες και δημοκρατικές, αφού το καθεστώς και σε περιόδους ειρήνης ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο και απλά ανεχόταν κατά καιρούς μια επίφαση εσωτερικής αντιπολίτευσης. Η σημασία τους έγκειται, πρώτον, στο ότι… έγιναν και, δεύτερον, στο παράδοξο γεγονός ότι παρά τη συνεχιζόμενη σύρραξη ήσαν οι λιγότερο ελεγχόμενες μέχρι σήμερα. Αυτό δείχνει και το αποτέλεσμα, αφού «μόνο» το 75-80% των εκλεγέντων πρόσκεινται στο κυβερνητικό κόμμα Μπάαθ, σε αντίθεση με το… 95-100% του παρελθόντος.
Αυτό ήταν ένα τίμημα που αποφάσισε να πληρώσει το καθεστώς Άσαντ προκειμένου να δείξει ότι επιστρέφει σε μια σχετική «κανονικότητα», κι ότι είναι διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις προκειμένου να μην «εξοριστεί» εντελώς από τη μελλοντική Συρία – η οποία είναι ακόμη αντικείμενο βίαιης διαπραγμάτευσης μεταξύ Δύσης, Ρωσίας και περιφερειακών δυνάμεων.