Το πολιτικό τοπίο έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις εκλογές της 21ης Μαΐου, δηλαδή εδώ και έναν μήνα. Επί της ουσίας δεν αναμένονται ανατροπές και μεγάλες ανακατατάξεις. Κι όμως, εν μέσω του μικρού καύσωνα των τελευταίων ημερών, υπάρχουν μερικές «ουρές» δευτερεύουσες μεν, αλλά καθοριστικές για την τελική σύνθεση της επόμενης Βουλής, την οποία θα γνωρίζουμε το βράδυ της Κυριακής. Η έκταση της νίκης της Ν.Δ. επηρεάζεται σε ένα βαθμό από το αν και πόσα μικρά κόμματα θα μπουν στη Βουλή, όπως και το αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ θα επηρεαστεί από τα ποσοστά που θα πάρουν το ΜέΡΑ25 και η Πλεύση Ελευθερίας. Έτσι, ο μεν Μητσοτάκης προσπαθεί να αποτρέψει την είσοδο της «Νίκης» στη Βουλή και κάνει λόγο για «δημοκρατική κακοφωνία» από την παρουσία πολλών κομμάτων, ο δε Τσίπρας δήλωσε ότι «μια επτακομματική ή οκτακομματική Βουλή θα είναι γραφική και απαξιωμένη».
Έτσι έχουμε το παράδοξο, με σύστημα απλής αναλογικής –αλλά με κόφτη το 3%– να έχουμε πεντακομματική Βουλή έστω 24 ωρών (ορκίστηκε και διαλύθηκε την ίδια μέρα, αφού η Ν.Δ. επέλεξε να πάει σε δεύτερες εκλογές ώστε να πιάσει το μπόνους και την αυτοδυναμία), και τώρα, με σύστημα ενισχυμένης, 3 κόμματα που έμειναν οριακά εκτός Βουλής στις 21 Μαΐου, να φαίνεται ότι έχουν μεγάλη πιθανότητα να εκπροσωπηθούν (όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, ανοδική τάση παρουσιάζει και το κόμμα Σπαρτιάτες, το οποίο υποστηρίζει ο Κασιδιάρης). Τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν, πρώτον, να εξηγήσουν γιατί ένα μέρος των εκλογέων σκέπτεται να στείλει κι άλλες φωνές στην Βουλή. Δεύτερον, τι σημαίνει «δημοκρατική κακοφωνία» αν υπάρχουν περισσότερα κόμματα; Και γιατί μια πολυκομματική Βουλή βαφτίζεται «γραφική και απαξιωμένη»;
Ο τρόπος που επιτέθηκε η Ν.Δ. στην απλή αναλογική, όπως και η «αυτοκριτική» του ΣΥΡΙΖΑ για τη «στρατηγική της απλής αναλογικής», πιστοποιούν την ακόρεστη δίψα των συστημικών κομμάτων να μονοπωλούν την πολιτική σκηνή και να μην ενοχλούνται από άλλες φωνές. Κι ο μεν Μητσοτάκης ως «πάρτα-όλας» διέπρεψε και θέλει περισσότερα, ο δε Τσίπρας ως μεγάλος χαμένος βλέπει έναν κίνδυνο από τα μικρά κόμματα, και καταγγέλλει ότι ο Μητσοτάκης θέλει «μια κατακερματισμένη, ανίσχυρη και αναποτελεσματική αντιπολίτευση». Δίχως να αναρωτιέται γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ανίσχυρος και αναποτελεσματικός…
Αυτές είναι μερικές από τις «ουρές» των αυριανών εκλογών. Η Ν.Δ. θα σχηματίσει κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπει σε μια βαθιά κρίση, το ΠΑΣΟΚ δεν θα έχει γκελ, η Βουλή θα έχει ποικιλία. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κι αυτό κρατήστε το στη σκέψη σας, δεν έχουν λείψει οι φωνές και προειδοποιήσεις για τον «εφιάλτη της αντισυστημικότητας», αφού και τα τρία συστημικά κόμματα μαζί (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) δεν συγκεντρώνουν αθροιστικά ένα σπουδαίο ποσοστό (72%). Επομένως υπάρχει μια περιοχή, περίπου του 1/3 του εκλογικού σώματος (δεν είναι λίγο) που δεν μπαίνει με ευκολία στη συστημική στρούγκα.
Αυτό το δεδομένο ανησυχεί σε ένα βαθμό το βαθύ σύστημα, την ίδια στιγμή που επωφελείται από την ετερογένεια και την πολυδιάσπαση όλου αυτού του φάσματος. Αλλά πρόκειται για μια ετερογενή μεν περιοχή, η οποία όμως είναι επιφυλακτική στα καίρια ζητήματα που θέτει η παγκοσμιοποίηση, τα γεωπολιτικά και εθνικά ζητήματα. Είναι μια περιοχή που δεν προσχωρεί εύκολα στην πολιτική του «ακραίου κέντρου» του νεοφιλελευθερισμού, της ευρωκρατίας, και σε ένα βαθμό του ευρωατλαντισμού, της καταστολής, της αποδόμησης, της ενδοτικότητας.
Εξίσου δεν πρέπει να φαίνεται παράξενο ότι η εκλογική δύναμη των κομμάτων δεν αντιστοιχεί με μια προσχώρηση και στράτευση στις γραμμές τους όσων τα ψηφίζουν. Έχουν χαλαρώσει πολύ οι δεσμοί κομμάτων και ψηφοφόρων, δεν υπάρχουν γερά κομματικά στρατόπεδα, υπάρχει μια ρευστότητα. Οι πολίτες επιλέγουν, αλλά δεν εντάσσονται πιο οργανικά. Εξάλλου δεν υπάρχουν και μεγάλες ιδέες που να τους συγκινούν ή να τους κινητοποιούν. Αυτά όλες οι ηγεσίες, οι επικοινωνιολόγοι, οι ειδικοί, οι δημοσκόποι, τα γνωρίζουν καλά.
Επομένως η «επόμενη μέρα» είναι ήδη εδώ: σύνθετη, περιπλεγμένη, χωρίς βεβαιότητες, με πιο κλειστές κάνουλες ρευστότητας, με πιο επιθετική πολιτική απέναντι στα ασθενέστερα στρώματα, με ανοικτά πολλά γεωπολιτικά και εθνικά ζητήματα, εν μέσω μεγάλων αναδασμών στην περιοχή και μεγάλων διεθνών οικονομικών τριγμών. Ο χώρος της Βουλής δεν θα είναι ο καθοριστικός για την πορεία και την τύχη της χώρας. Το «βαθύ σύστημα» δουλεύει αλλιώς. Η Βουλή απλώς επικυρώνει, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα λειτουργούν σαν εκτελεστικοί βραχίονες. Το ζήτημα της Δημοκρατίας και της Εθνικής Κυριαρχίας έχουν άλλες προδιαγραφές, και η εγγύησή τους περνά αναγκαστικά μέσα από ένα μεγάλο κοινωνικό και εθνικό κίνημα που πρέπει να οικοδομηθεί. Δεν υπάρχει, αλλά είναι αναγκαίο να υπάρξει. Αυτή είναι μια πιο μόνιμη ψήφος ουσίας!