Μετάφραση-Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλης
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων δεν είναι «ποιος κέρδισε ή έχασε», ούτε οι προσωπικότητες, τα κόμματα και τα προγράμματα. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι η ευρεία απόρριψη του εκλογικού συστήματος, των πολιτικών εκστρατειών, των κομμάτων και των υποψηφίων. Σε όλο τον κόσμο, οι πλειοψηφίες των πολιτών που έχουν ηλικία ψήφου αρνούνται ακόμη και να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους (εκτός και αν είναι υποχρεωμένοι από το νόμο), ή αρνούνται να πάνε στις κάλπες (αποχή), ή καταψηφίζουν όλους τους υποψήφιους (μποϊκοτάζ με λευκή ή άκυρη ψήφο).
Εάν σ’ αυτούς προσθέσουμε πολλούς ακτιβιστές που είναι πολύ νέοι για να ψηφίσουν, τους πολίτες που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα λόγω ποινικών (συχνά πλημμεληματικού χαρακτήρα) καταδικών, τους φτωχοποιημένους πολίτες και τις μειονότητες που στερούνται το δικαίωμα ψήφου εξαιτίας νομικών διακρίσεων, διαπιστώνουμε ότι τελικά το «εκλογικό σώμα» αντιστοιχεί σε μια μικρή μειονότητα. Έτσι, στην εποχή μας οι εκλογές έχουν περιοριστεί να είναι ένας θεατρινίστικος ανταγωνισμός μεταξύ των ελίτ για τις ψήφους μιας μειοψηφίας. Αυτή η κατάσταση περιγράφει μια ολιγαρχία – όχι μια υγιή δημοκρατία.
Τα παραδείγματα της Γαλλίας, της Βρετανίας και του Πουέρτο Ρίκο
του Τζέιμς Πέτρας*
Οι ολιγάρχες ανταγωνίζονται και εναλλάσσονται μεταξύ τους, ελέγχοντας και καθορίζοντας ποιος ψηφίζει και ποιος όχι. Αποφασίζουν ποιος εξασφαλίζει την πλουτοκρατική χρηματοδότηση και την προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης μέσα σε ένα περίκλειστο επιχειρηματικό τομέα. Η «επιλογή των ψηφοφόρων» ουσιαστικά περιορίζεται στην επιλογή μεταξύ προεπιλεγμένων υποψηφίων για την υλοποίηση μιας ατζέντας αυτοκρατορικών κατακτήσεων, εμβάθυνσης των ταξικών ανισοτήτων και εξασφάλισης της νομικής ατιμωρησίας για τους ολιγάρχες, τους πολιτικούς και κρατικούς εκπροσώπους τους, καθώς και τους αστυνομικούς και στρατιωτικούς.
Οι πολιτικοί της ολιγαρχίας βασίζονται στη συστηματική λεηλασία του Δημόσιου Ταμείου για να διευκολύνουν και να προστατεύουν χρηματιστηριακές απάτες δισεκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ, καθώς και την παράνομη συσσώρευση τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ μέσω της φοροδιαφυγής (φυγή κεφαλαίων) και του ξεπλύματος κερδών από παράνομες δραστηριότητες.
Τα αποτελέσματα των εκλογών και τα πρόσωπα των υποψηφίων μπορεί να αλλάζουν, αλλά η θεμελιώδης οικονομική και στρατιωτική μηχανή παραμένει αμετάβλητη, ώστε να υπηρετεί μια ολοένα σφιχτότερη ολιγαρχική εξουσία. Οι κυβερνήσεις των ελίτ αλλάζουν – όμως η διατήρηση ανέπαφης της κρατικής μηχανής, που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να υπηρετεί τις ελίτ, καθίσταται όλο και πιο προφανής στους πολίτες.
Γιατί η ολιγαρχία χειροκροτεί τη «δημοκρατία»
Οι πολιτικοί που συμμετέχουν σ’ αυτό το περιοριστικό και μειοψηφικό εκλογικό σύστημα, με τα προκαθορισμένα ολιγαρχικά αποτελέσματά του, γιορτάζουν τις «εκλογές» ως μια δημοκρατική διαδικασία επειδή σ’ αυτές ενσωματώνεται μια πλειάδα ψηφοφόρων, ως υποταγμένα υποκείμενα. Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και εμπειρογνώμονες ισχυρίζονται ότι ένα σύστημα στο οποίο ο ανταγωνισμός των ελίτ καθορίζει την επιλογή των πολιτών έχει γίνει ο μόνος τρόπος για να προστατευθεί η «δημοκρατία» από την παράλογη «λαϊκιστική» ρητορική που απευθύνεται σε μια μάζα πολιτών ευάλωτων στον αυταρχισμό (των αποκαλούμενων «απογοητευμένων»). Ο χαμηλός αριθμός συμμετοχής σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις μειώνει την απειλή που αντιπροσωπεύουν τέτοιοι ανεπιθύμητοι ψηφοφόροι.
Μια σοβαρή αντικειμενική ανάλυση της σημερινής εκλογικής πολιτικής καταδεικνύει ότι, όταν οι μάζες ψηφίζουν για τα ταξικά τους συμφέροντα, τα αποτελέσματα εμβαθύνουν και επεκτείνουν την κοινωνική δημοκρατία. Από την άλλη, όταν οι περισσότεροι ψηφοφόροι, μη ψηφοφόροι και αποκλεισμένοι πολίτες επιλέγουν να απόσχουν ή να μποϊκοτάρουν τις εκλογές, έχουν ισχυρούς λόγους να αποκηρύξουν τις ολιγαρχικές επιλογές που ελέγχονται από πλουτοκράτες. Θα εξετάσουμε την πρόσφατη προσέλευση των ψηφοφόρων, τον Ιούνιο του 2017, στις εκλογικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Πουέρτο Ρίκο. Θα εξετάσουμε έπειτα τον εγγενή παραλογισμό των πολιτών που ψηφίζουν υπέρ πολιτικών των ελίτ, σε αντιδιαστολή με την ισχυρή «κοινή λογική» των λαϊκών τάξεων, που απορρίπτουν τις εκλογές των ελίτ και στρέφονται στην εξωκοινοβουλευτική δράση.
Το δημοψήφισμα στο Πουέρτο Ρίκο
Τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ (NBC, ABC και CBS) και τα πλέον έγκυρα έντυπα ΜΜΕ (New York Times, Financial Times και Washington Post) χαιρέτισαν τη «συντριπτική νίκη» του πρόσφατου δημοψηφίσματος υπέρ της προσάρτησης του Πουέρτο Ρίκο στις ΗΠΑ. Είπαν και έγραψαν ότι το 98% ψήφισε υπέρ της μετατροπής του Πουέρτο Ρίκο σε Πολιτεία των ΗΠΑ!
Φυσικά, τα ΜΜΕ αγνόησαν το γεγονός ότι λιγότερο από το 23% των Πορτορικανών συμμετείχε σε αυτήν την ψηφοφορία, που αφορούσε την ολοκληρωτική εξαγορά του Πουέρτο Ρίκο από τις ΗΠΑ. Πάνω από το 77% αυτών που δικαιούνταν ψήφου απείχαν ή μποϊκοτάρισαν το δημοψήφισμα. Με άλλα λόγια, πάνω από τα τρία τέταρτα του λαού του Πουέρτο Ρίκο απέρριψε την επίπλαστη «εκλογική αναμέτρηση» των πολιτικών ελίτ. Αντ’ αυτού, η πλειοψηφία «ψήφισε» βγαίνοντας στους δρόμους, με άμεση δράση.
Ο Βοναπαρτίσκος της Γαλλίας
Με τον ίδιο τρόπο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης πανηγύρισαν αυτό που ονόμασαν «παλιρροϊκό κύμα» εκλογικής υποστήριξης για τον Γάλλο Πρόεδρο Εμμανουήλ Μακρόν και το νέο του κόμμα «Δημοκρατία Εμπρός». Όμως, παρά την τεράστια προπαγανδιστική ώθηση των ΜΜΕ υπέρ του Μακρόν, μια σαφής πλειοψηφία του εκλογικού σώματος (58%) απείχε ή ψήφισε λευκό/άκυρο, απορρίπτοντας έτσι όλα τα κόμματα, τους υποψηφίους τους και ολόκληρο το γαλλικό εκλογικό σύστημα. Αυτό, σε μια δημοκρατία, δύσκολα μπορεί να αποκληθεί «παλιρροϊκό κύμα» στήριξης των πολιτών.
Κατά τον πρώτο γύρο των κοινοβουλευτικών εκλογών, οι υποψήφιοι του Προέδρου Μακρόν έλαβαν το 27% των ψήφων, μόλις ξεπερνώντας τη συνδυασμένη ψήφο των αριστερών σοσιαλιστικών και εθνικιστικών λαϊκιστικών κομμάτων, που είχαν εξασφαλίσει το 25% των ψήφων. Στο δεύτερο γύρο, το κόμμα του Μακρόν έλαβε λιγότερο από το 20% των εγγεγραμμένων. Με άλλα λόγια, οι απορριπτικοί αντι-Μακρόν αντιπροσώπευαν πάνω από τα τρία τέταρτα του γαλλικού εκλογικού σώματος. Μετά από αυτές τις εκλογές, ένα σημαντικό ποσοστό του γαλλικού λαού –ειδικά μεταξύ της εργατικής τάξης– πιθανώς θα επιλέξει την εξωκοινοβουλευτική άμεση δράση, ως τη δημοκρατικότερη έκφραση αντιπροσωπευτικής πολιτικής.
Ηνωμένο Βασίλειο: Πάλη των τάξεων και εκλογικό αποτέλεσμα
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2017 στο Ηνωμένο Βασίλειο οδήγησαν σε μια μειοψηφική Συντηρητική κυβέρνηση, η οποία υποχρεώθηκε να συμμαχήσει με το περιθωριακό «Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα» (DUP), ένα ακροδεξιό παραστρατιωτικό προτεσταντικό κόμμα από τη Βόρεια Ιρλανδία. Οι Συντηρητικοί έλαβαν το 42,4% των ψήφων, έναντι 40,3% που ψήφισαν για το Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, 15 εκατομμύρια πολίτες, ή αλλιώς το ένα τρίτο του συνολικού εκλογικού σώματος, απείχαν ή έριξαν λευκό/άκυρο. Έτσι, η σχετική πλειοψηφία της Συντηρητικής κυβέρνησης αντιπροσώπευε το 32% του εκλογικού σώματος.
Παρά τη βίαιη εκστρατεία εναντίον του Εργατικού Κόμματος στα ελεγχόμενα από την ολιγαρχία ΜΜΕ, αυτοί που ψήφισαν Εργατικούς μαζί με αυτούς που απείχαν αποτελούν μια σαφή πλειοψηφία του πληθυσμού – η οποία θα αποκλειστεί από οποιοδήποτε ρόλο στο μετεκλογικό ολιγαρχικό καθεστώς, παρά την αύξηση της συμμετοχής (σε σύγκριση με προηγούμενες εκλογές).
Η βρετανική «εξαίρεση» της μειωμένης αποχής
Οι εντυπωσιακές διαφορές στα ποσοστά αποχής στη Γαλλία, το Πουέρτο Ρίκο και το Ηνωμένο Βασίλειο αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά επίπεδα ταξικής δυσαρέσκειας και απόρριψης των εκλογικών πολιτικών.
Οι βρετανικές εκλογές παρείχαν στο εκλογικό σώμα κάτι που μοιάζει με ταξική εναλλακτική, χάρη στην υποψηφιότητα του Τζέρεμι Κόρμπιν. Το Εργατικό Κόμμα του Κόρμπιν παρουσίασε ένα προοδευτικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, που υπόσχεται σημαντικές και αναγκαίες αυξήσεις στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας (υγεία, εκπαίδευση και στέγαση), οι οποίες θα χρηματοδοτούνται από προοδευτικά υψηλότερη φορολόγηση των ανώτερων και ανώτερων μεσαίων τάξεων.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Κόρμπιν υποσχέθηκε να τερματίσει τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου σε αυτοκρατορικούς πολέμους και να αποσύρει στρατεύματα από τη Μέση Ανατολή. Επαναβεβαίωσε επίσης τη μακρά αντίθεσή του στην αποικιοκρατική αρπαγή εδαφών και την καταπίεση του Παλαιστινιακού λαού από το Ισραήλ, ως μια πολιτική αρχών που θα συμβάλει στον περιορισμό των τρομοκρατικών επιθέσεων σε βρετανικό έδαφος.
Με άλλα λόγια, ο Κόρμπιν κατανόησε ότι η παρουσίαση μιας πολιτικής με πραγματικά ταξικές αναφορές θα αυξήσει τη συμμετοχή των ψηφοφόρων. Αυτό επαληθεύτηκε ιδιαίτερα όσον αφορά τους νεαρούς ψηφοφόρους της ηλικιακής ομάδας 18-25 ετών, οι οποίοι ήταν μεταξύ των Βρετανών πολιτών που πλήττονται περισσότερο από την απώλεια σταθερών θέσεων εργασίας στη βιομηχανία, το διπλασιασμό των πανεπιστημιακών διδάκτρων και τις περικοπές στις εθνικές υπηρεσίες υγείας.
Εκλογές: Οι ολιγάρχες στην κυβέρνηση, οι εργαζόμενοι στους δρόμους
Αντίθετα, στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές παρατηρήθηκε το υψηλότερο ποσοστό αποχής από την ίδρυση της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Αυτά τα υψηλά ποσοστά αντικατοπτρίζουν την ευρεία λαϊκή αντίθεση στον υπερ-νεοφιλελεύθερο Πρόεδρο Μακρόν, αλλά και την απουσία πραγματικά αντιπολιτευτικών κομμάτων αφιερωμένων στην ταξική πάλη.
Η χαμηλότερη συμμετοχή πάντως (23%) σημειώθηκε στο Πουέρτο Ρίκο. Αυτό αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη μαζική αντίθεση στη διεφθαρμένη πολιτική ελίτ, την οικονομική ύφεση και τις αποικιακές και ημιαποικιακές ατζέντες των δύο μεγαλύτερων πορτορικανικών κομμάτων. Η απουσία πολιτικών κινημάτων και κομμάτων που να συνδέονται με την ταξική πάλη οδήγησε σε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην άμεση δράση και στην εκλογική αποχή.
Είναι σαφές ότι η ταξική πολιτική είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την προσέλευση των ψηφοφόρων. Η απουσία ταξικής πάλης αυξάνει τη δύναμη των ΜΜΕ των ελίτ, τα οποία προωθούν την ακραία διαχωριστική πολιτική ταυτότητας και δαιμονοποιούν τα αριστερά κόμματα. Όλα αυτά αυξάνουν τόσο την αποχή όσο και την υπερψήφιση δεξιών πολιτικών, όπως ο Μακρόν.
Βέβαια τα ΜΜΕ φούσκωσαν τη σημασία των εκλογικών επιτυχιών της Δεξιάς, ενώ την ίδια στιγμή αγνόησαν επιδεικτικά το τεράστιο κύμα των πολιτών που απέρριψαν συνολικά την εκλογική διαδικασία. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η εμφάνιση της ταξικής πολιτικής μέσω του Τζέρεμι Κόρμπιν αύξησε την προσέλευση των ψηφοφόρων στο Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, οι Εργατικοί έχουν ένα ιστορικό, να ξεκινούν με αριστερές υποσχέσεις και να καταλήγουν σε δεξιές στροφές. Οποιαδήποτε μελλοντική προδοσία των Εργατικών θα αυξήσει την αποχή των ψηφοφόρων.
Τα κατεστημένα κόμματα και τα ΜΜΕ δουλεύουν από κοινού ώστε να περιορίσουν τις εκλογές σε ένα είδος χορογραφημένου διαγωνισμού μεταξύ ανταγωνιζόμενων ελίτ, οι οποίες έχουν πάρει διαζύγιο από την άμεση συμμετοχή των εργαζόμενων τάξεων. Αυτό αποκλείει πρακτικά αυτούς ακριβώς τους πολίτες που έχουν πληγεί περισσότερο από τα προγράμματα λιτότητας της άρχουσας τάξης, τα οποία εφαρμόζουν διαδοχικά τα δεξιά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Η απόφαση πολλών πολιτών να μην ψηφίσουν βασίζεται σε μια πολύ ορθολογική και εμπεριστατωμένη άποψη για τις κυβερνώσες πολιτικές ελίτ, που έχουν πετσοκόψει το βιοτικό τους επίπεδο, συχνά υποχρεώνοντας τους εργαζόμενους να ανταγωνίζονται τους μετανάστες για χαμηλές αμοιβές και ασταθείς θέσεις εργασίας. Είναι λογικό οι πολίτες να αρνούνται να ψηφίσουν μέσα σε ένα τέτοιο νοθευμένο σύστημα, το οποίο όχι μόνο επιδεινώνει τις συνθήκες διαβίωσής τους με τις επιθέσεις του στον δημόσιο τομέα, την κοινωνική πρόνοια και την εργασιακή νομοθεσία, αλλά ταυτόχρονα περικόπτει τη φορολόγηση του κεφάλαιου.
Συμπέρασμα: Δεν θα υπάρξει σταθεροποίηση
Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών που είναι μεροκαματιάρηδες ή μισθωτοί δεν εμπιστεύεται τις πολιτικές ελίτ. Θεωρούν τις προεκλογικές εκστρατείες ως κενές ασκήσεις, που χρηματοδοτούνται από και για τους πλουτοκράτες. Οι περισσότεροι πολίτες αναγνωρίζουν (και περιφρονούν) τα ΜΜΕ ως μεγάφωνα της προπαγάνδας των ελίτ, που κατασκευάζουν «δημοφιλείς» εικόνες για να προωθήσουν αντεργατικούς πολιτικούς, ενώ ταυτόχρονα δαιμονοποιούν πολιτικούς ακτιβιστές που επιδίδονται σε ταξικούς αγώνες.
Παρ’ όλα αυτά, οι εκλογές των ελίτ δεν θα παράξουν μια αποτελεσματική σταθεροποίηση των δεξιών εξουσιών. Η αποχή των ψηφοφόρων δεν θα οδηγήσει στην αποχή από την άμεση δράση όταν οι πολίτες κατανοούν ότι τα συμφέροντά τους διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του καθεστώτος Μακρόν θα μετατραπεί σε μια ανίκανη μειονότητα μόλις αυτός αποπειραθεί να υλοποιήσει την υπόσχεσή του προς τις ελίτ – δηλαδή να πετσοκόψει τις θέσεις εργασίας εκατοντάδων χιλιάδων Γάλλων εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, να συντρίψει την προοδευτική εργασιακή νομοθεσία της Γαλλίας και το σύστημα των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων, και να επιδοθεί σε νέους αποικιακούς πολέμους.
Η βαθιά οικονομική ύφεση και η κοινωνική κρίση του Πουέρτο Ρίκο δεν θα επιλυθούν μέσω ενός δημοψηφίσματος με ποσοστό συμμετοχής 23%. Οι διαδηλώσεις μεγάλης κλίμακας θα παρακωλύσουν την προσάρτηση από τις ΗΠΑ και θα εμβαθύνουν τα μαζικά αιτήματα για ταξικές εναλλακτικές λύσεις ενάντια στην αποικιακή εξουσία.
Η Συντηρητική κυβέρνηση στο Ηνωμένο Βασίλειο διαιρείται από διαμάχες μεταξύ των ελίτ τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Το «Brexit», το πρώτο βήμα προς τη διάλυση της Ε.Ε., ανοίγει ευκαιρίες για βαθύτερη ταξική πάλη. Οι κοινωνικοοικονομικές υποσχέσεις του Τζέρεμι Κόρμπιν και της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος ενεργοποίησαν τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης – αν όμως δεν αμφισβητήσουν έμπρακτα το κεφάλαιο, ο Κόρμπιν και η αριστερή πτέρυγά του θα καταλήξουν μια περιθωριακή δύναμη.
Η αδυναμία και οι αντιπαλότητες εντός της βρετανικής άρχουσας τάξης δεν θα επιλυθούν στο Κοινοβούλιο, ούτε από νέες εκλογές. Η κατάρρευση του Ηνωμένου Βασιλείου, η προκλητική συμμαχία Συντηρητικών-DUP και το τέλος της Ε.Ε. (Brexit) δίνουν την ευκαιρία για μαζικούς και νικηφόρους εξωκοινοβουλευτικούς αγώνες ενάντια στις αυταρχικές νεοφιλελεύθερες επιθέσεις κατά των πολιτικών δικαιωμάτων και των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων.
Οι εκλογές των ελίτ και τα αποτελέσματά τους στην Ευρώπη και αλλού θέτουν τις βάσεις για την αναβίωση και ριζοσπαστικοποίηση της πάλης των τάξεων. Σε τελική ανάλυση, η ταξική εξουσία δεν διασφαλίζεται μέσω εκλογών των ελίτ μεταξύ ολιγαρχών και προπαγάνδας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αυτό που απορρίφθηκε ως «απομεινάρι του παρελθόντος», δηλαδή η αναβίωση της πάλης των τάξεων, διαγράφεται σαφώς στον ορίζοντα.
* Ο Τζέιμς Πέτρας, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας πολλών βιβλίων, ασχολείται επί δεκαετίες με τη θεωρία της ταξικής πάλης και είναι σύμβουλος σημαντικών κοινωνικών κινημάτων. Το παρόν άρθρο του δημοσιεύθηκε στις 19 Ιουνίου στην ιστοσελίδα του (petras.lahaine.org).