Ως μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού του ΕΚΠΑ παρακολουθούμε με μεγάλη ανησυχία τις τελευταίες εξελίξεις οι οποίες στο όνομα της ασφάλειας έχουν σπείρει την ανασφάλεια.
Πρώτο αίτιο για τα τρέχοντα γεγονότα που αφορούν στους χώρους του Ιδρύματος υπήρξε η απόφαση της Πρυτανείας να επιβάλει όχι απλώς έλεγχο ταυτοτήτων στην είσοδο και έξοδο από τα κτίρια, κάτι που ισχύει σε ελάχιστα μόνο πανεπιστημιακά ιδρύματα διεθνώς, αλλά να υποχρεώσει τους υπαλλήλους να παραμένουν έγκλειστοι σε αυτά και χωρίς δικαίωμα εξόδου καθ’ όλο το ωράριό τους. Τέτοιο μέτρο έχει θλιβερή Ιστορία, καθότι στο παρελθόν έχουν πεθάνει άνθρωποι που είχαν εγκλεισθεί σε χώρους εργασίας με αντίστοιχο τρόπο, και επιπλέον είναι υποτιμητικό για την στοιχειώδη αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Και μόνο η παρουσία ένστολων με αλεξίσφαιρο ιματισμό αρκεί για να προκαλέσει αίσθημα ανασφάλειας, καθώς υποδηλώνει τον κίνδυνο βίας κατά της ζωής, ο οποίος ασφαλώς θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερος για όσους δεν λαμβάνουν ανάλογες προφυλάξεις, δηλαδή για όλους εμάς. Και αυτά, ενώ οι πανεπιστημιακοί χώροι που, λόγω ασύλου, ήταν από τους ελάχιστα αστυνομευόμενους, υπήρξαν επί μακρά σειρά ετών περισσότερο ασφαλείς από άλλους με εντονότατη αστυνόμευση.
Είναι γεγονός ότι οι εργαζόμενοι αντέδρασαν με συγκεντρώσεις και συνελεύσεις στον κεντρικό χώρο του ΕΚΠΑ. Ωστόσο, η κινητοποίησή τους δεν παρεμπόδισε τη λειτουργία του Ιδρύματος, ενώ η πρυτανική δήλωση ότι υποκινούνται από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποτιμά το συνδικαλιστικό κίνημα παρουσιάζοντάς το, είτε από κακή πληροφόρηση είτε από πρόθεση, ως δουλικό «ιμάντα μεταβίβασης». Με τον τρόπο, μάλιστα, αυτό η Πρυτανεία αποπειράται, με την πρόθυμη σύμπραξη αρκετών Μέσων, να κομματικοποιήσει περαιτέρω τη ζωή του Πανεπιστημίου, που θεωρητικώς απεύχεται.
Είναι λυπηρό ότι ο πρύτανης δήλωσε πως δεν υπάρχουν αστυνομικές δυνάμεις κοντά στα κτίρια του ΕΚΠΑ, αδιαφορώντας για τα όσα είδαν με τα μάτια τους εργαζόμενοι και πολίτες, αποσιωπώντας το γεγονός ότι τέτοια παρουσία προφανώς είχε την έγκρισή του. Το σύνολο των στοιχείων αυτών μας κάνει να φοβόμαστε ότι η Πρυτανεία, από άγνοια κινδύνου ή πρόθεση, οδηγεί με τα όσα λέει και πράττει για το πανεπιστήμιο σε μία «στρατηγική εντάσεως» η οποία, όπου κυριάρχησε, προκάλεσε δεινά. Δεδομένης δε και της άσκησης βίας από αστυνομικές δυνάμεις κατά φοιτητών στη διάρκεια των γεγονότων αυτών, θέλουμε να επισημάνουμε ότι καταστολή και ακαδημαϊκότητα είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είναι πνευματικά παιδιά μας.
Θεωρούμε ότι ο αποκλεισμός του πανεπιστημίου, τα μέτρα εγκλεισμού των διοικητικών υπαλλήλων και η έντονη αστυνομική παρουσία για προληπτικούς λόγους πλήττουν την εικόνα του Πανεπιστημίου και διαταράσσουν τη λειτουργία του με όρους που συνάδουν προς τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα του. Το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου δεν είναι αποκλειστικά κτήριο διοίκησης. Είναι χώρος ανοικτός όχι μόνο σε όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής/πανεπιστημιακής κοινότητας αλλά και στην ελληνική κοινωνία, είναι χώρος ελεύθερης διακίνησης γνώσεων και ιδεών, χώρος ανάπτυξης πολιτισμού, στον οποίο πραγματοποιούνται εκδηλώσεις, συνέδρια, ημερίδες, και τέτοιος επιθυμούμε να παραμείνει.
Για τους λόγους αυτούς καλούμε τις πρυτανικές Αρχές να αποκαταστήσουν συνθήκες ουσιαστικού διαλόγου με τη Σύγκλητο και τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, προκειμένου να διασφαλισθούν οι όροι που είναι απαραίτητοι για την ελεύθερη και δημοκρατική λειτουργία του Πανεπιστημίου.
Πέπη Ρηγοπούλου, Τμήμα ΕΜΜΕ
Τάσος Κορκοτσίδης, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Μάνος Κουντούρης, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Αγγελική Τσόκογλου, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Γιάννα Γιαννουλοπούλου, Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας